Νέο σοκ περιμένει την αγορά εργασίας το φθινόπωρο, με μειώσεις του εργατικού κόστους, περικοπές 13ου και 14ου μισθού στον ιδιωτικό τομέα, ντόμινο απολύσεων, πλήρη αναδιάρθρωση της λειτουργίας των συνδικαλιστικών οργανώσεων, καθώς και αυστηροποίηση του νομοθετικού πλαισίου για τον τρόπο λήψης της απόφασης των απεργιακών κινητοποιήσεων.
Ουσιαστικά πρόκειται για το «πακέτο μέτρων για τα εργασιακά και συνδικαλιστικά δικαιώματα» το οποίο θα κληθεί να αποδεχθεί και να υλοποιήσει η κυβέρνηση στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης προκειμένου να απελευθερωθεί η επόμενη δόση του δανείου το ερχόμενο φθινόπωρο.
Το «σκληρότερο» μέτρο που θα δοκιμάσει τη συνοχή και τις αντοχές της κυβέρνησης αφορά την κατάργηση δύο μισθών (δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα και επίδομα αδείας), κυρίως για τους νεοπροσλαμβανομένους, αφού για τους ήδη εργαζομένους αναμένεται να προταθεί ο επιμερισμός των ποσών αυτών στους εναπομείναντες 12 μισθούς.
Ωστόσο η εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου θα καταστήσει «φθηνότερους» τους αναζητούντες εργασία σε σχέση με τους ήδη εργαζομένους, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν συνθήκες έξαρσης των απολύσεων ανάλογες με αυτές που προκλήθηκαν το 2012, με τη μείωση του κατώτατου μισθού.
Το μέτρο αυτό, όπως και η αλλαγή στον τρόπο λήψης των αποφάσεων για εκδήλωση απεργιακών κινητοποιήσεων, είναι ψηλά στην ατζέντα των αιτημάτων που διατυπώνουν οι έλληνες εργοδότες (ΣΕΒ) προκειμένου να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Ενδεικτική των προβλημάτων που θα αντιμετωπίσει η κυβέρνηση το φθινόπωρο, όταν θα βρεθεί απέναντι στους θεσμούς που θα αξιώνουν συγκεκριμένα μέτρα γύρω από τα εργασιακά, είναι η δήλωση υψηλόβαθμου στελέχους του υπουργείου Εργασίας: «Τα δύσκολα πέρασαν» τόνισε προς «Το Βήμα της Κυριακής» αναφερόμενος στο Ασφαλιστικό και προσέθεσε: «Ερχονται τα χειρότερα» υπονοώντας τα εργασιακά.
Υπενθυμίζεται ότι ανάλογη δήλωση είχε κάνει στη Βουλή ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Τρ. Αλεξιάδης λίγο πριν από την ψήφιση των σκληρών φορολογικών μέτρων. Σύμφωνα με πληροφορίες του «Βήματος της Κυριακής», τα μέτρα που βρίσκονται στο «τραπέζι της επόμενης διαπραγμάτευσης» αφορούν τα εξής:
1. Μείωση του ετήσιου εργατικού κόστους με την κατάργηση δύο ετήσιων μισθών στον ιδιωτικό τομέα, του 13ου και 14ου μισθού. Προκειμένου να αποφευχθεί νέος γύρος αντιδράσεων, προτείνεται τα μέτρα να ισχύσουν μόνο στις νέες προσλήψεις, ενώ για τους ήδη εργαζομένους το ποσό των δύο μισθών να επιμερισθεί στους υπόλοιπους 12. Αυτό«θυμίζει» τη ρύθμιση του Ασφαλιστικού σύμφωνα με την οποία οι ήδη συνταξιούχοι δεν θίγονται αλλά μόνο όσοι συνταξιοδοτηθούν μετά την ισχύ του ασφαλιστικού νόμου. Ωστόσο η εφαρμογή της ρύθμισης που θα προβλέπει χαμηλότερους μισθούς για τους αναζητούντες εργασία είναι φυσικό να προκαλέσει κύμα απολύσεων καθώς οι επιχειρήσεις θα επιδιώξουν να συμπιέσουν κατά το δυνατόν το εργατικό κόστος προσλαμβάνοντας «φθηνότερους»εργαζομένους και απολύοντας τους «ακριβότερους». Ανάλογο κύμα απολύσεων παρατηρήθηκε το 2012 με τη μείωση του κατώτατου μισθού.
2. Αλλαγή στο καθεστώς προστασίας των συνδικαλιστών αλλά και μείωση των αδειών που δικαιούνται. Οι συνδικαλιστές θα μπορεί να απολύονται σε περιπτώσεις ποινικών αδικημάτων ή απιστίας ή μετά από μακρά απουσία από την εργασία τους. Σήμερα το ερώτημα της απόλυσης συνδικαλιστή τίθεται σε ειδική επιτροπή η οποία καλείται να εξετάσει αν συντρέχουν συγκεκριμένοι λόγοι που αναφέρονται ρητά στον συνδικαλιστικό νόμο.
3. Μείωση των ημερών συνδικαλιστικής άδειας και των προσώπων που τις δικαιούνται. Σήμερα στον 1264/1982 αναφέρονται ρητά οι άδειες που δικαιούνται οι συνδικαλιστές ανάλογα με τη θέση τους. Ξεκινούν από πέντε ημέρες τον μήνα και φθάνουν ως το σύνολο της θητείας τους.
4. Αλλαγές αναμένονται με τον νέο συνδικαλιστικό νόμο και στην οργάνωση και δομή των συνδικάτων, όπως και στον τρόπο χρηματοδότησης των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
5. Ομαδικές απολύσεις. Αρση των περιορισμών των ομαδικών απολύσεων για μεγάλες επιχειρήσεις. Πρόκειται για ένα μέτρο που οι θεσμοί θεωρούν ότι θα «βοηθήσει» στην αναδιάρθρωση των τραπεζών, καθώς στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πολλές επιχειρήσεις με προσωπικό άνω των 150 ατόμων. Το ισχύον καθεστώς ομαδικών απολύσεων προβλέπει τα εξής: κανένας περιορισμός σε επιχειρήσεις με λιγότερα από 20 άτομα, ως 6 εργαζόμενοι τον μήνα για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν 20 ως 150 άτομα και το 5% του προσωπικού (και ως 30 εργαζόμενοι μηνιαίως) για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν πάνω από 150 εργαζομένους.
6. Ανταπεργία (λοκ άουτ). Στο τραπέζι έχει τεθεί και η επαναφορά του λοκ άουτ, δηλαδή το κλείσιμο της επιχείρησης σε περιπτώσεις απεργιακών κινητοποιήσεων. Το
«δικαίωμα της ανταπεργίας» καταργήθηκε με τον νόμο 1264/82, ωστόσο ορισμένοι εργοδοτικοί φορείς θέτουν από καιρού εις καιρόν το αίτημα της επαναφοράς του. Στον αντίλογο οι συνδικαλιστικές οργανώσεις σημειώνουν ότι η ανταπεργία δεν εφαρμόζεται πουθενά στην Ευρώπη και ως εκ τούτου δεν συντρέχει λόγος αλλαγής του υφισταμένου καθεστώτος απαγόρευσης.
Στο τραπέζι η προσαρμογή του συνδικαλιστικού νόμου «στη σημερινή πραγματικότητα»
Δυσκολότερες οι αποφάσεις για απεργίες
Στο τραπέζι παραμένει από το 2014 η αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου 1264/1982, ο οποίος έχει συμπληρώσει 34 χρόνια ζωής. Το θέμα αυτό βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα των εργοδοτών (ΣΕΒ), που ζητούν την προσαρμογή του συνδικαλιστικού νόμου «στη σημερινή πραγματικότητα». Στις προτάσεις αλλαγών που έχουν διατυπωθεί περιλαμβάνονται οι εξής: Οι αποφάσεις για απεργία να λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των μελών των συνδικάτων (50% + 1), ενώ ο χρόνος προειδοποίησης για την εκδήλωση απεργίας να αυξηθεί από 24 σε 48 ώρες.
Στις διαπραγματεύσεις που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια, οι εκπρόσωποι των θεσμών επέμεναν στην πρόταση οι αποφάσεις για απεργιακές κινητοποιήσεις να λαμβάνονται από το 50% + 1 των μελών του συνδικάτου. Δηλαδή η κήρυξη απεργίας να προϋποθέτει τη σύγκληση γενικής συνέλευσης και τη συμμετοχή της πλειοψηφίας των εργαζομένων στη λήψη της απόφασης.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει μόνο στη Βουλγαρία από τις ευρωπαϊκές χώρες.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο το δικαίωμα για απεργία αναγνωρίστηκε άμεσα το 1998, ενώ ως το 1999 ο εργοδότης μπορούσε να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας των απεργών. Για να ληφθεί απόφαση απεργίας, πρέπει να πραγματοποιηθεί μυστική ψηφοφορία των μελών της συνδικαλιστικής οργάνωσης, ενώ επτά ημέρες νωρίτερα θα πρέπει να έχει ενημερωθεί για την ψηφοφορία ο εργοδότης. Στην Ισπανία το δικαίωμα προβλέπεται στο Σύνταγμα, η απεργία κηρύσσεται από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις ελεύθερα ακόμη και από αυτόνομες ομάδες. Και στην Ιταλία η απόφαση είναι ελεύθερη, σε αντίθεση με το Δημόσιο, όπου οι προϋποθέσεις καθορίζονται με νόμο. Δεν υπάρχει δικαίωμα ανταπεργίας (λοκ άουτ). Στη Γαλλία η απεργία είναι κατ’ αρχήν νόμιμη. Αρκεί η απόφαση μιας άτυπης ομάδας, ενώ οι συμμετέχοντες δεν χρειάζεται να είναι μέλη σωματείου. Δεν προβλέπονται αντιπροσωπευτικότητα ή πλειοψηφίες. Απαιτείται όμως προειδοποίηση. Τέλος, στηΓερμανία το δικαίωμα καθορίζεται με συλλογικές συμβάσεις και όχι με νόμο. Προκηρύσσεται από συνδικαλιστικές οργανώσεις και θεωρούνται παράνομες οι«αδέσποτες» απεργίες. Βέβαια, θεωρείται εσωτερικό θέμα των συνδικάτων ο τρόπος λήψης της απόφασης.
Παρέμβαση Τσακαλώτου
Ενδεικτική των πιέσεων που υπάρχουν είναι η παρέμβαση Τσακαλώτου σε εκδήλωση γερμανικού ινστιτούτου, όπου σημείωσε ότι θα υπάρξουν ισχυρές πιέσεις στον συνδικαλιστικό νόμο και στα εργασιακά και τόνισε ότι πρέπει να γίνουν μεταρρυθμίσεις και αλλαγές που απαιτούν συναινέσεις. «Τα συνδικάτα θα πρέπει να μας στηρίξουν στον αγώνα που θα δώσουμε» ανέφερε. «Θέλουν να κάνουν την Ελλάδα παράδειγμα, αλλά είναι παράδειγμα προς αποφυγήν τέτοιες πολιτικές» προσέθεσε για τα εργασιακά.
Το ΒΗΜΑ