Ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου αναβίωσε χθες υπόθεση με κατηγορούμενο για απάτη έναν πολιτικό μηχανικό που είχε καταδικαστεί πρωτοδίκως σε ποινή φυλάκισης 2 ετών με 3ετή αναστολή.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο του επέβαλε ποινή φυλάκισης 20 μηνών με 3ετή αναστολή καθώς η πρώτη από τις πράξεις για τις οποίες κατηγορήθηκε έχει ήδη υποπέσει σε παραγραφή.
Η υπόθεση κινήθηκε μετά από μήνυση, που υπέβαλε εις βάρος του, μια κάτοικος Νικαίας Πειραιά.
Σύμφωνα με την μήνυση, ο πολιτικός μηχανικός είχε αναλάβει κατόπιν συμφωνίας με τον πατέρα της τον Μάιο του 2014 την όλη διεκπεραίωση της αγοράς ενός επαγγελματικού ακινήτου, καταστήματος κειμένου στη Ρόδο επί της οδού Ίωνος Δραγούμη.
Τον πολιτικό μηχανικό τον είχαν γνωρίσει μέσω ενός συγγενή τους, κατοίκου Ρόδου.
Κίνητρο για την αγορά αυτή ήταν η ευγενής πρόθεση του πατέρα της μηνύτριας να αποκτήσει περιουσιακό στοιχείο ως μελλοντική επένδυση με την επωφελή τοποθέτηση των οικονομιών του από την άσκηση του επαγγέλματός της (καθηγήτριας κλασικού μπαλέτου) και τη συμμετοχή της στην αγορά αυτή αλλά και την εξυπηρέτηση του προαναφερόμενου συγγενούς τους να δραστηριοποιηθεί κι αυτός επαγγελματικά στο υπό αγορά κατάστημα.
Την πρόταση αυτή του πατέρα της αγκάλιασε και δέχτηκε ευχαρίστως, δεχόμενη να καταβάλει το 1/2 της αξίας της αγοράς του η οποία συμφωνήθηκε να ανέλθει εν συνόλω στο ποσό των 79.600 ευρώ, το δε έτερο 1/2 θα κατέβαλλε ο κατηγορούμενος.
Ο κατηγορούμενος, όπως υποστηρίζει η μηνύτρια, πριν καταλήξουν στην συμφωνία αυτή είχε προκρίνει την αγορά του καταστήματος ως άκρως συμφέρουσα και δελεαστική, επειδή το ακίνητο αυτό ήταν περιουσιακό στοιχείο ασφαλιστικής εταιρείας που βρισκόταν σε εκκαθάριση και λόγω των γνωριμιών του με τους διευθυντές και του εκκαθαριστή της πωλήτριας αυτής εταιρείας ήταν επιτυχία για αυτόν που εξασφάλισε αυτό το δελεαστικό τίμημα για κατάστημα με προσοδοφόρες προοπτικές μελλοντικής επένδυσης.
Φέρεται παραπέρα να παρείχε την διαβεβαίωση ότι γνώριζε πολύ καλά το ιστορικό του εν λόγω ακινήτου λόγω και των σχέσεων που είχε με τους μισθωτές του καταστήματος, και να τους υπεσχέθη ότι η ολοκλήρωση της όλης συμβάσεως θα είχε γίνει το αργότερο μέχρι και την 1 Ιουλίου 2014.
Στο πλαίσιο αυτής της συμφωνίας ο κατηγορούμενος φέρεται να ζήτησε να του καταβάλουν το ½ της συμμετοχής για την αγορά αυτή επειδή το ακίνητο αυτό θα αγοραζόταν εξ ημισείας μεταξύ τους.
Της ζητήθηκε μάλιστα να καταβάλει το ποσό σε τραπεζικό λογαριασμό δικαιούχος του οποίου είναι συνεργάτιδα του κατηγορούμενου, πράγμα που έπραξε καταβάλλοντας το συνολικό ποσό των 39.800 ευρώ. Η επένδυση δεν προχωρούσε και η μηνύτρια, υποστηρίζει ότι του παρείχε, πίστωση χρόνου και διορία μέχρι και τις 31 Ιανουαρίου 2015.
Υποστηρίζει ότι μόλις γεννήθηκαν οι πρώτες υποψίες για την όλη συμπεριφορά του στα εύλογα ερωτήματά τους με διάφορες υπεκφυγές και προσχήματα, δεν τους έδωσε καν ικανοποιητικές απαντήσεις που να δικαιολογούν την καθυστέρηση αυτής της αγοράς.
Αναγκάστηκε δε τότε να αναθέσει την όλη υπόθεση σε πληρεξούσιο δικηγόρο ο οποίος με αλλεπάλληλα έγγραφα διαβήματα e-mail και με την από 16 Μαρτίου 2015 εντονότατη εξώδικη όχλησή της κάλεσε τον κατηγορούμενο να της αποστείλει τα αναγκαία παραστατικά για να αποδείξει πού έχει διαθέσει το ως άνω ποσό το οποίο είχε παραλάβει (με υπογεγραμμένες διά χειρός του αποδείξεις) δοθέντος ότι ισχυρίζετο ότι δήθεν τα κατέθεσε ως εγγυοδοσία.
Η μηνύτρια απευθύνθηκε στους διευθυντές και στον εκκαθαριστή της εταιρείας που ανήκε το ακίνητο, οι οποίοι με μεγάλη έκπληξη της απάντησαν ότι δεν εγνώριζαν τίποτα, ούτε είχαν καταβληθεί ποτέ σε αυτούς χρήματα για την αγορά του εν λόγω καταστήματος, απεναντίας τους γνωστοποίησαν ότι ούτε το είχαν ακούσει, ούτε είχαν συναλλαγεί ποτέ και ότι το κατάστημα αυτό είχε νοικιαστεί σε τρίτο.
Μετά δε την επαλήθευση της υποψίας τους για την δόλια και έκνομη συμπεριφορά του κατηγορούμενου, με αλλεπάλληλες προσκλήσεις να τους επιστρέψει τα χρήματά τους εκείνος προκειμένου να κερδίσει χρόνο και για να θολώσει τα νερά, τους παρέπεμψε σε διάφορα κατά καιρούς δικηγορικά γραφεία της Ρόδου στα οποία δήθεν είχε αναθέσει την υπόθεση αυτή και ότι είχε καταθέσει τα ποσά αυτά στην εν λόγω εταιρεία ως εγγυοδοσία με τους οποίους αφού επικοινώνησαν δεν είχαν καμία απολύτως ιδέα για την υπόθεση αυτή.
Εκείνο δε όμως που σκιαγραφεί και την ποινικώς κολάσιμη συμπεριφορά του κατηγορούμενου ήταν, όπως περιγράφει η μηνύτρια, ότι τους παρέπεμψε με email του σε δικηγόρο της Ρόδου, στον οποίο είχε δήθεν αναθέσει τις υποθέσεις του, ο οποίος, σημειωτέον, είχε αποβιώσει σε δυστύχημα από τον Δεκέμβριο του 2014, γεγονός που ήταν γνωστό στους κύκλους της Ρόδου.
Υποστηρίζει παραπέρα ότι ο κατηγορούμενος για να μείνει απαρατήρητος στα εγκληματικά του αυτά σχέδια τους καθησύχαζε και παρέπειθε συνεχώς τον πατέρα της ότι έχει να του προσφέρει άλλες δουλειές αναφορικά με προτάσεις πελατών του που διέθεταν σε πώληση ξενοδοχειακές μονάδες της Ρόδου και ασφαλώς οι υπαινιγμοί του αυτοί οι οποίοι ήταν άσχετοι με την προκειμένη ποινική υπόθεση σκοπό είχαν να αποπροσανατολίσουν τις ποινικές του ευθύνες στην συγκεκριμένη συναλλαγή.
Απολογούμενος ενώπιον του δικαστηρίου ο κατηγορούμενος εξέθεσε ότι δεν οικειοποιήθηκε τα χρήματα και ότι τα διέθεσε για την διεκπεραίωση υποθέσεων της επένδυσης και του πατέρα της μηνύτριας.
Ως συνήγορος υποστήριξης της κατηγορίας παρέστη ο δικηγόρος κ. Μανώλης Κουτσούκος.