Στο εδώλιο του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων, στην προσεχή του συνεδρίαση, κατηγορούμενος για πλαστογραφία μετά χρήσεως και για απάτη, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία άνω των 30.000 ευρώ, κατ’ εξακολούθηση, θα καθίσει ένας κάτοικος Πειραιά, ο οποίος καταμηνύθηκε από τον γιο του.
Το ιστορικό της απίθανης αυτής υπόθεσης φέρεται να έχει ως εξής:
Ο κατηγορούμενος, πατέρας του μηνυτή, διατηρούσε ατομική επιχείρηση στη Ρόδο με αντικείμενο εργασιών την πώληση ξυλουργικών μηχανημάτων από το έτος 1997.
Τον μήνα Νοέμβριο του έτους 2004, ίδρυσε στο όνομα του γιου του επιχείρηση με αντικείμενο εργασιών την πώληση ξυλουργικών εργαλείων και μηχανημάτων και έδρα στην Κρεμαστή καθώς ο ίδιος ελάμβανε σύνταξη αναπηρίας και δεν ενομιμοποιείτο να ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα στο δικό του όνομα. Ωστόσο, την εν τοις πράγμασι διαχείριση της εταιρείας είχε ο ίδιος ο κατηγορούμενος, αφού εκείνος έκανε τις επαγγελματικές συμφωνίες με τους πελάτες, ήταν δε αποκλειστικά υπεύθυνος για τη διαχείριση τόσο των εμπορευμάτων, όσο και των οικονομικών πόρων, εσόδων-εξόδων, της επιχείρησης.
Ο γιος του ουδεμία σχέση είχε στην πραγματικότητα με την εν λόγω επιχείρηση -καίτοι αυτή φαινόταν να λειτουργεί στο δικό του όνομα- καθώς στην ηλικία των 21 ετών, που βρισκόταν κατά το έτος 2004, μη έχοντας επαγγελματική εμπειρία και έχοντας μόλις ολοκληρώσει τη στρατιωτική του θητεία, απλά βοηθούσε τον πατέρα του στο κατάστημα, από τον μήνα Νοέμβριο του έτους 2004 έως και το μήνα Οκτώβριο του έτους 2005, οπότε και μετακόμισε από τη Ρόδο στην Αθήνα, όπου και παρέμεινε μέχρι και το μήνα Μάρτιο του έτους 2006.
Στη συνέχεια, τον μήνα Μάρτιο του έτους 2006, επέστρεψε στη Ρόδο και διέμεινε εδώ μέχρι και τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2006, οπότε και επέστρεψε και κατοικεί μόνιμα πλέον στην Αθήνα.
Κατά τα παραπάνω διαστήματα της απουσίας του, ο μηνυτής είχε συμφωνήσει με τον πατέρα του να τον ενημερώνει για τη λειτουργία της επιχείρησης, έχοντας εμπιστευθεί σε αυτόν την εν τοις πράγμασι διαχείριση της επιχείρησης και αφήνοντάς του και το μπλοκ επιταγών, προκειμένου να πραγματοποιεί τις απαιτούμενες οικονομικές συναλλαγές για τη λειτουργία της επιχείρησης.
Στα πλαίσια της επιχειρηματικής δραστηριότητας του, κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2006 και 2007, ο κατηγορούμενος εξέδωσε συνολικά οκτώ επιταγές συνολικής αξίας 23.057,69 ευρώ και συνολικά 14 συναλλαγματικές συνολικής αξίας 16.800 ευρώ, θέτοντας στη θέση του εκδότη αυτών τη δική του υπογραφή κατ’ απομίμηση της υπογραφής του γιου του και τη σφραγίδα της επιχείρησης του τελευταίου.
Στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος έκανε χρήση των παραπάνω πλαστογραφημένων επιταγών μεταβιβάζοντας αυτές δια οπισθογραφήσεως στους νόμιμους κομιστές τους. Οι επιταγές εμφανίστηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα από το νόμιμο κομιστή της έκαστη αυτών στις πληρώτριες τράπεζες προς πληρωμή, δεν πληρώθηκαν λόγω ανεπαρκούς διαθεσίμου υπολοίπου στο λογαριασμό του φερόμενου ως εκδότη αυτών και σφραγίστηκαν.
Τις 14 συναλλαγματικές κατέθεσε στο πλαφόν της επιχείρησης στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και στη Συνεταιριστική Τράπεζα Δωδεκανήσου, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση αυτών τις τράπεζες και να αποκομίσει περιουσιακό όφελος ισόποσο της συνολικής αξίας τους.
Δικάζεται για υπεξαίρεση
Στην ίδια δικάσιμο θα εξεταστεί υπόθεση με κατηγορούμενο για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως διαχειριστή και εντολοδόχου ξένης περιουσίας κατ’ εξακολούθηση, έναν κάτοικο Ρόδου, πωλητή και αντιπρόσωπο στο νησί, εταιρείας της Αθήνας.
Φέρεται συγκεκριμένα ενώ ήταν πωλητής και αντιπρόσωπος της εταιρείας αντικείμενο της οποίας είναι η χονδρική πώληση λευκών ειδών, προκειμένου να εισπράττει για λογαριασμό της το αντίτιμο από τις πωλήσεις των προϊόντων της στη Δωδεκάνησο και να το αποδίδει σε αυτή, κατά το χρονικό διάστημα από 02.05.2008 έως 03.08.2009 να ιδιοποιήθηκε το συνολικό ποσό των 3.795,50 ευρώ.
Φέρεται επιπλέον κατά το χρονικό διάστημα από 22.04.2009 έως 22.10.2009 να ιδιοποιήθηκε παράνομα και 11.828,53 ευρώ και συνολικά 15.624,03 ευρώ. Με το ίδιο βούλευμα διατηρείται η ισχύς διάταξης του Ανακριτή με την οποία του επιβλήθηκε ο περιοριστικός όρος της απαγόρευσης εξόδου του από τη χώρα.