Η τεράστια στροφή που καταγράφεται στα τελευταία χρόνια στις αγοραστικές και καταναλωτικές συνήθειες, δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο τον κλάδο του τουρισμού, διαφοροποιώντας δραματικά δεδομένα δεκαετιών με άμεσο αντίκτυπο στις τοπικές αγορές των προορισμών.
Κι αν μέχρι πριν από μερικά χρόνια, οι τουρίστες που σεργιάνιζαν στην Παλιά Πόλη, φρόντιζαν να αγοράζουν σουβενίρ για τους συγγενείς και τους φίλους πίσω στις πατρίδες τους, σήμερα προτιμούν να βγάζουν… φωτογραφίες selfies μέσα από τα καταστήματα χωρίς τις περισσότερες φορές να ψωνίσουν!
Αυτή είναι η νέα πραγματικότητα, όπως εξηγεί στη “δ”, ο πρώην πρόεδρος του Συλλόγου Καταστηματαρχών της Παλιάς Πόλης κ. Τάσος Μελετίου, οι αναρτήσεις στα social media, είναι τα νέα… ενθύμια από τους προορισμούς διακοπών και η συνήθεια της αγοράς σουβενίρ, εκλείπει χρόνο με το χρόνο.
Η διαφοροποίηση της αγοραστικής συνήθειας των επισκεπτών, άλλαξε και την φυσιογνωμία της εμπορικής δραστηριότητας εντός των τειχών, και νομοτελειακά δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Τα χρυσοχοεία, τα ακριβά εστιατόρια, τα γουναράδικα, τα καταστήματα με ποιοτικά είδη ένδυσης και υπόδησης, γίνονται όλο και λιγότερα και τη θέση τους παίρνουν ταχυφαγεία και καταστήματα με φθηνά σουβενίρ.
Όπως λέει στη “δ”, ο κ. Τάσος Μελετίου, η επιλογή του ποιοτικού φαγητού, του ποιοτικού ενδύματος και του ποιοτικού σουβενίρ υπάρχει εντός των τειχών, αλλά οι επισκέπτες προτιμούν είτε να το προσπεράσουν είτε απλώς να… το φωτογραφίσουν για να το αναρτήσουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όχι όμως και να το πληρώσουν. Οι μόνοι που ακόμα σκέφτονται να αγοράσουν σουβενίρ για αγαπημένα τους πρόσωπα, είναι οι Ιταλοί επισκέπτες, ακόμα κι αν η αξία τους είναι δύο ευρώ. «Στα προηγούμενα χρόνια, οι επισκέπτες αγόραζαν σουβενίρ ακόμα και των 10 και των 15 ευρώ. Σήμερα, οι Ιταλοί είναι εκείνοι που αγοράζουν ενθύμια για τα αγαπημένα τους πρόσωπα, έστω κι αν κοστίζουν 1 και 2 ευρώ. Ό,τι κοστίζει πάνω από δύο ευρώ, προκαλεί δεύτερες σκέψεις στους πελάτες. Πλέον όλα γίνονται για το θεαθήναι, μπορεί κάποιος να ξοδέψει έξι ευρώ για ένα παγωτό το οποίο θα αναρτήσει στα social media και θα συγκεντρώσει το ενδιαφέρον των φίλων του, παρά να δώσει δύο ευρώ για να αγοράσει ένα σουβενίρ για τους γονείς του», λέει ο πρώην πρόεδρος του Συλλόγου των Καταστηματαρχών της Παλιάς Πόλης.
Στην Μεσαιωνική Πόλη της Ρόδου, με την ιστορία της να χάνεται στα βάθη των αιώνων, το τυλιχτό σουβλάκι, η τυρόπιτα, το παγωτό και τα σουβενίρ των 2 ευρώ είναι τα πλέον ευπώλητα είδη γι’ αυτό και κάθε χρόνο όλο και περισσότεροι ιδιοκτήτες παίρνουν την απόφαση να αλλάξουν χρήση στα καταστήματά τους. Ακόμα κι αν υπολογίζουν μόνο στον τζίρο και όχι στην αποταμίευση.
«Στους μήνες αιχμής, πλημμυρίσαμε από κόσμο οπότε ενδεχομένως να πρέπει να αναθεωρήσουμε την εκτίμηση ότι οι επισκέπτες δεν μπορούν να βρουν τρόπο να επισκεφθούν την Παλιά Πόλη, είτε υπάρχει χώρος στάθμευσης είτε όχι, είτε πρόκειται για επαναλαμβανόμενους είτε όχι, είτε διαμένουν κοντά είτε όχι. Ωστόσο, ο κόσμος κυκλοφορούσε χωρίς να στρέφει το βλέμμα του προς τα καταστήματα, οι περισσότεροι συγκεντρώνονταν στην πλατεία όπου είτε στέκονταν όρθιοι είτε αναζητούσαν χώρο στα σκαλιά για να καθίσουν», λέει ο κ. Τ. Μελετίου.
Κι επειδή όπου αναδουλειά… γκρίνια, πολλοί καταστηματάρχες αποφάσισαν να ρίξουν τις τιμές ακόμα και στα πολύ φθηνά είδη, που πολλές φορές αγγίζει τα όρια του κόστους, με αποτέλεσμα στους τζίρους να μην αποτυπώνεται κέρδος. «Δυστυχώς υπάρχει και αυτή η τάση από ορισμένους ιδιοκτήτες, οι οποίοι δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι η τακτική αυτή μόνο επιζήμια μπορεί να αποβεί. Ο ένας ακολούθησε τον άλλον. Αντί να υπάρξει ομόνοια να κρατηθούν οι τιμές στα ίδια επίπεδα, ο ένας ακολουθεί τον άλλον που ρίχνει τις τιμές και τελικά την πατάμε όλοι. Το ίδιο μαγνητάκι – διότι είναι συγκεκριμένα τα εργοστάσια που τα παράγουν – στην πλατεία Ντουόμο του Μιλάνου κοστίζει 8,5 ευρώ, στην Κω, 2 ευρώ και στη Ρόδο 1 ευρώ κι αυτό συμβαίνει λόγω υπερεπαγγελματισμού και στρεβλού ανταγωνισμού που έχει αναπτυχθεί στο νησί μας».
Μάλιστα, όπως λέει, για να προλάβει εκείνους που υποστηρίζουν ότι τα προϊόντα που διατίθενται προς πώληση είναι “φτηνιάρικα”, υπάρχουν και πολλά ποιοτικά είδη, που απλώς… καταλαμβάνουν θέση στα ράφια. «Όταν δίνεται σε κάποιον η δυνατότητα να αγοράσει ένα αξιοπρεπές δώρο με 2 ευρώ, θα επιλέξει αυτό έναντι εκείνου που κοστίζει 20 ευρώ. Εμείς οι ίδιοι ρίχνουμε τις τιμές, εμείς υποβιβάζουμε τα προϊόντα μας, κοιτάζοντας να μην κόψουμε για παράδειγμα ούτε απόδειξη, για να μπει και το 24% στην τσέπη. Σε αυτό το σημείο μάς οδήγησε ο αθέμιτος ανταγωνισμός και ο υπερεπαγγελματισμός. Στην Παλιά Πόλη σήμερα βασιλεύει το street food και σε αυτό περιλαμβάνεται ακόμα και το μικρό μαγαζί που έχει λίγες καρέκλες έξω. Όμως και σε αυτή την περίπτωση οφείλω να πω, ότι κάποτε πουλούσαν μερίδες που κόστιζαν μέχρι 8 και 9 ευρώ, αλλά σήμερα έχουν μεγαλύτερη κατανάλωση τα τυλιχτά που κοστίζουν 3 ευρώ, άντε ο πελάτης να πάρει κι ένα νερό ή αναψυκτικό, θα καθίσει στην καρέκλα και θα περιμένει να περάσει η ώρα για να φύγει, δεν θα πάει πουθενά αλλού… Πώς θα βγει ο ιδιοκτήτης που του κρατάει ο άλλος την καρέκλα για δυο και τρεις ώρες, με πέντε ευρώ; Εν κατακλείδι, κόσμος υπάρχει, αγοραστική δύναμη όμως δεν υπάρχει και καταλύτης είναι η διαφοροποίηση της καταναλωτικής συμπεριφοράς», κατέληξε ο κ. Μελετίου, σημειώνοντας ότι προφανώς υπάρχουν και οι επισκέπτες εκείνοι που είναι αποφασισμένοι να ξοδέψουν χρήματα για το φαγητό και την διασκέδασή τους, αλλά χάνονται μέσα στην χαοτική κατάσταση που έχει επιφέρει ο μαζικός τουρισμός στη Ρόδο.