Και νέα διάσταση προσέλαβε η υπόθεση διακεκριμένης κλοπής, όπου η συνολική αξία των αφαιρεθέντων αντικειμένων υπερβαίνει τα 120.000 ευρώ, κατ’ εξακολούθηση, με πρωταγωνίστρια μια 43χρονη ημεδαπή, κάτοικο Ιαλυσού που είχε καταγγελθεί τον Ιούνιο του 2020 από την 45χρονη φίλη της και καταδικάστηκε με πρακτικό ποινικής διαπραγμάτευσης από το Μονομελές Εφετείο Δωδεκανήσου.
Η 45χρονη προσέφυγε με αγωγή κατά της 43χρονης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου και διεκδικεί αποζημίωση συνολικού ύψους 330.000 ευρώ αλλά και να απαγορευτεί στην εναγόμενη να προσβάλλει την προσωπικότητά της, καθώς και να υποχρεωθεί να απέχει από κάθε μελλοντική ενέργεια, που συνεπάγεται την προσβολή της προσωπικότητάς της, να διαταράσσει την προσωπική, οικογενειακή και κοινωνική της ζωή καθώς και να προσβάλλει την τιμή και την υπόληψή της με οποιοδήποτε τρόπο, να την απειλεί, παρακολουθεί, εξυβρίζει, ή να έχει την οποιαδήποτε διαπροσωπική επικοινωνία μαζί της, είτε τηλεφωνικά, είτε δια ζώσης, να την πλησιάζει σε απόσταση μικρότερη των 100 μέτρων σε οποιοδήποτε χώρο και αν βρίσκεται, και να ενεργεί με οποιοδήποτε άλλο τρόπο προσβλητικό της προσωπικότητάς της, ιδίως δε, να την συκοφαντεί ή να την δυσφημεί στο οικογενειακό, επαγγελματικό και κοινωνικό της περιβάλλον, με την απειλή χρηματικής ποινής ύψους 5.000 ευρώ για κάθε νέα αναφορά, χαρακτηρισμό ή έκφραση.
Η 45χρονη έχει ήδη προσφύγει και ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων εις βάρος της καταγγελλόμενης.
Οπως εκθέτει με την 43χρονη γνωρίστηκαν το έτος 2010 στο πλαίσιο κοινής αθλητικής ενασχόλησής τους και συνδέθηκαν με φιλική σχέση.
Υποστηρίζει ότι με τον καιρό κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη της και να αποκτήσει πρόσβαση στην οικία της, όπου διαμένει με τα δύο της παιδιά.
Δεν εργαζόταν και ήταν πάντα διαθέσιμη να της προσφέρει την βοήθειά της, ιδιαίτερα μετά το διαζύγιο της 45χρονης, είτε στο σπίτι, βοηθώντας στην καθαριότητα, είτε στις μετακινήσεις των δύο παιδιών.
Κατάφερε, όπως υποστηρίζει, να γίνει «άνθρωπος του σπιτιού» και περνούσε τις περισσότερες ώρες της ημέρας στο σπίτι της.
Της είχε δε απόλυτη εμπιστοσύνη, είχε κλειδιά του σπιτιού, μέχρι, που, όπως καταγγέλλει, εκμεταλλευόμενη την εμπιστοσύνη της και την καθημερινή παρουσία της στην οικία αφαίρεσε από χρηματοκιβώτιο που βρισκόταν στο πατάρι, το ποσό των 275.000 ευρώ.
Πιο συγκεκριμένα, τον Ιούνιο του έτους 2020, αντιλήφθηκε ότι κάποια χρήματα που είχε τοποθετήσει σε συγκεκριμένο συρτάρι στο υπνοδωμάτιο του σπιτιού εξαφανίστηκαν και της δημιουργήθηκε η υποψία ότι τα είχε αφαιρέσει η 43χρονη καθώς κανείς άλλος δεν είχε πρόσβαση στο χώρο εκείνο.
Δυστυχώς, στις 24 Ιουνίου 2020 οι υποψίες της επιβεβαιώθηκαν, όταν η 43χρονη, όπως υποστηρίζει, αφαίρεσε ένα χαρτονόμισμα των 20 ευρώ, από το πορτοφόλι της, το οποίο σκόπιμα είχε αφήσει εκτεθειμένο στον πάγκο της κουζίνας.
Οπως εκθέτει η φερόμενη ως θύμα, η 43χρονη, αρχικά παραδέχθηκε ότι αφαίρεσε το ποσό των 275.000 ευρώ από το χρηματοκιβώτιο και υποσχέθηκε ότι θα επιστρέψει τα χρήματα, παρακαλώντας την να αποσύρει την έγκληση εναντίον της, στη συνέχεια αρνήθηκε ότι έχει οποιαδήποτε σχέση με την αφαίρεση του ανωτέρω χρηματικού ποσού και ξεκίνησε να την καλεί επανειλημμένα στο σταθερό και κινητό της τηλέφωνο και να στέλνει γραπτά μηνύματα, ζητώντας επιτακτικά, να συναντηθούν για να της δώσει «εξηγήσεις» αναφορικά με την κλοπή των χρημάτων.
Όταν οι ανωτέρω προσπάθειές της επέβησαν άκαρπες, άρχισε, όπως διατείνεται η 45χρονη, να τηλεφωνεί σε συγγενικά της πρόσωπα, να συχνάζει έξω από το φροντιστήριο των παιδιών της και να επισκέπτεται τις οικίες φιλικών της προσώπων, ζητώντας να την πείσουν να συναντηθεί μαζί της, εκτοξεύοντας απειλές ότι εάν δεν δεχθεί, κατά λέξη «θα βγει στα κανάλια να τα πει όλα», «θα με κάνει ρεζίλι», «θα το μετανιώσω αν δεν δεχτώ να μιλήσουμε» κλπ.
Ταυτόχρονα, όπως υποστηρίζει, άρχισε εμφανώς να παρακολουθεί σε καθημερινή βάση κάθε κίνηση της καθώς και να την ακολουθεί οπουδήποτε και αν πάει, είτε πεζή είτε με το αυτοκίνητο.
Η συμπεριφορά της τής προκάλεσε έντονο φόβο και ανησυχία και για τον λόγο αυτό, αφενός απευθύνθηκε στο Α.Τ. Ιαλυσού δύο φορές και της απηύθυνε εξώδικη διαμαρτυρία.
Δυστυχώς, όπως υποστηρίζει, καμία από τις ανωτέρω ενέργειες, δεν είχε αποτέλεσμα, τουναντίον αποθρασύνθηκε ακόμα περισσότερο και με εμμονικό τρόπο συνέχισε και συνεχίζει μέχρι σήμερα να την παρακολουθεί σε καθημερινή βάση.
Εχει γίνει κυριολεκτικά η «σκιά της».
Αναγκάστηκε να τοποθετήσει κάμερα στο αυτοκίνητο της, γεγονός που η 43χρονη, όπως εκθέτει, αντιλήφθηκε αμέσως και με θράσος την ρώτησε «φοβάσαι μην σου ρίξω βιτριόλι και έβαλες κάμερα στο αυτοκίνητο;».
Ισχυρίζεται ακόμη ότι την καταδιώκει μέσα στο δρόμο, φωνάζοντας «μωρό μου», «αγάπη μου» κι ενώ τρέχει για να την αποφύγει την απειλεί ενώπιον τρίτων.
Με την δικογραφία που έχει σχηματιστεί σε βάρος της, είχε παραπεμφθεί να δικασθεί στο Μονομελές Εφετείο Δωδεκανήσου (επί κακουργημάτων) για το αδίκημα της διακεκριμένης κλοπής κατ’ εξακολούθηση, όπου η συνολική αξία των κλαπέντων αντικειμένων υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ. Με πρακτικό ποινικής διαπραγμάτευσης καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 3 ετών με 3ετή αναστολή
Την υπόθεση χειρίζονται για την 45χρονη οι δικηγόροι κ.κ. Ευαγγελία Τσίμπλη και Στέργος Παρασκευάς και για την 43χρονη οι δικηγόροι κ.κ. Στέλιος Αλεξανδρής και Πολυξένη Χατζηγιάννη.