Αθώοι κρίθηκαν από το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων ένας 48χρονος κάτοικος Κω κατηγορούμενος για πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνει τα 120.000 ευρώ, μία 50χρονη και μια 55χρονη, τραπεζικοί υπάλληλοι κατηγορούμενοι για συνέργεια σε πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση κι ένας 58χρονος κάτοικος Κω κατηγορούμενος για ψευδή κατάθεση.
Ειδικότερα, ο πρώτος κατηγορούμενος το 1996 είχε συστήσει στην Κω ομόρρυθμη εταιρεία με τον έναν εκ των εγκαλούντων.
Στο πλαίσιο της εύρυθμης λειτουργίας της εταιρείας συνήφθη το 1999 μεταξύ της Τράπεζας και της ομόρρυθμης εταιρείας ως πιστούχου καθώς και των ομορρύθμων εταίρων ως εγγυητών σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό με πίστωση ποσού περίπου 38.000 ευρώ.
Σύμφωνα με τον εγκαλούντα το 2010 εκδόθηκε διαταγή πληρωμής από το Μονομελές Πρωτοδικείο Κω η οποία στηρίχθηκε στη σύμβαση ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού καθώς και σε 6 αυξητικές συμβάσεις μολονότι δεν έθεσε την υπογραφή του σε δύο από αυτές. Το χρεωστικό κατάλοιπο της οφειλής που προέκυψε μετά το οριστικό κλείσιμο και την καταγγελία της σύμβασης πίστωσης ανήλθε περίπου σε 322.000 ευρώ, το οποίο ο πρώτος κατηγορούμενος ωφελήθηκε από τη δημιουργία συμβατικής υποχρέωσης για τον εγκαλούντα καθιστώντας τον υπεύθυνο για την πληρωμή της οφειλής βάζοντας την υπογραφή του επί των αυξητικών πράξεων της πίστωσης την οποία σε αντίθετη περίπτωση θα όφειλε να εξοφλήσει ως μοναδικός ενεχόμενος, εγγυητής με την ατομική του περιουσία, καθώς η πιστούχος εταιρεία δεν τήρησε τους όρους της σύμβασης.
Ο πρώτος εφέρετο να κατάρτισε εξ υπαρχής πλαστό έγγραφο θέτοντας κατ’ απομίμηση την υπογραφή του συνεταίρου του χωρίς τη συναίνεση, έγκριση, εντολή του και εν αγνοία του, σε συμφωνητικά για τη μεταβολή πίστωσης ανάμεσα στην ομόρρυθμη εταιρεία και την Τράπεζα με την οποία αυξάνεται η χορηγούμενη πίστωση στο ύψος των 450.000 ευρώ με την πρώτη και στο ύψος των 600.000 ευρώ με τη δεύτερη. Εφέρετο να κατέστησε με τον τρόπο αυτό υπεύθυνο για την πληρωμή της οφειλής από τη σύμβαση πίστωσης τον εγκαλούντα βλάπτοντας την περιουσία της Τράπεζας και του έτερου ομόρρυθμου εταίρου-εγγυητή κατά το ποσό των οφειλής-χρεωστικού καταλοίπου των 322.127,78 ευρώ που γεννήθηκε μετά το κλείσιμο του λογαριασμού και την καταγγελία της σύμβασης πίστωσης.
Η δεύτερη και η τρίτη κατηγορούμενη, αμφότερες τραπεζικές υπάλληλοι εφέροντο να υπέγραψαν τις ανωτέρω πράξεις μεταβολής ύψους πίστωσης.