Το τελευταίο μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα υπήρξε οδηγός για την εξιχνίαση της δολοφονίας του. Στο προφητικό του βιβλίο, ο μεγάλος συγγραφέας είχε συμπεριλάβει όλα όσα χρειάζονταν οι αστυνομικοί για να εστιάσουν τις έρευνές τους: το σπίτι της Κηφισιάς, που ο ίδιος πούλησε μετά τον θάνατο της γυναίκας του, την ειλικρινή, συντροφική σχέση τους, αλλά και τα «γλυκά ξεπορτίσματά» του στην αθηναϊκή νύχτα.
«Διαβάσαμε τον “Θησαυρό του Χρόνου” (σ.σ: πρόκειται για τον τίτλο του μυθιστορήματος) και αναγνωρίσαμε κάποια από τα ευρήματα που είχαν προκύψει από την έρευνά μας», είπε στο «Εθνος» αξιωματικός της Ασφάλειας Αττικής που κατάφερε να εξιχνιάσει το έγκλημα. «Κάπως έτσι, και με τη βοήθεια της τεχνολογίας φυσικά, προσανατολιστήκαμε στους νεαρούς Ρουμάνους που τελικά ευθύνονται για την απώλεια του μεγάλου Ελληνα συγγραφέα».
Ο Μένης Κουμανταρέας είχε βρεθεί νεκρός μέσα στο διαμέρισμά του στην Κυψέλη στις 5 Δεκεμβρίου από στενό συνεργάτη του. Λίγο πριν από τη δολοφονία βρίσκονταν μαζί σε καφέ της περιοχής, όταν ο συγγραφέας είπε ότι θα ανέβει για λίγο στο διαμέρισμά του να πάρει ένα χάπι και θα επιστρέψει. Ομως, δεν επέστρεψε ποτέ. Οταν τελικά βρέθηκε, έφερε εκδορές, μώλωπες και τραύματα σε όλο του το σώμα, ενώ η ιατροδικαστική εξέταση έδειξε ότι ο θάνατός του προήλθε από στραγγαλισμό. Τα δωμάτια του σπιτιού ήταν αναστατωμένα, με αποτέλεσμα οι αστυνομικοί να εκτιμούν ότι πρόκειται για ληστεία.
Οι αξιωματικοί της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Εγκλημάτων κατά Ζωής και Ιδιοκτησίας της Ασφάλειας συνέλαβαν έναν 25χρονο Ρουμάνο, με το όνομα Στέφαν Μ., και αναζητούν έναν ομοεθνή του ως δράστες του αποτρόπαιου εγκλήματος. Πληροφορίες αναφέρουν ότι ο νεαρός έχει ομολογήσει τα πάντα, πλην της ανθρωποκτονίας, την οποία αποδίδει σε ατύχημα. «Τον σπρώξαμε και έπεσε στο πάτωμα. Μετά τον είδαμε να μην κουνιέται και καταλάβαμε ότι ήταν νεκρός», είπε. Ωστόσο, τα ιατροδικαστικά εγκλήματα τον διαψεύδουν κατηγορηματικά…
Η αστυνομική έρευνα που ακολούθησε τη δολοφονία συμπεριελάμβανε «σκανάρισμα» της περιοχής μέσα από τις κάμερες των καταστημάτων στην Κυψέλη, αλλά και την άρση των τηλεφωνικών επικοινωνιών της περιοχής. Στο οπτικό υλικό μίας κάμερας εντοπίστηκαν οι δύο φιγούρες των νεαρών που από τις 5.30 το απόγευμα της δολοφονίας κινούνταν στην περιοχή.
Οι αστυνομικοί εκτιμούσαν ότι, μετά τη συμπλοκή που είχε στο παρελθόν ο Μ. Κουμανταρέας με μετανάστη από την Αλβανία, διατηρούσε στενότερες επαφές με Ρουμάνους υπηκόους. Για τον λόγο αυτόν έψαχναν στη ρουμανική κοινότητα για τον δράστη. Η άρση του απορρήτου οδήγησε σε ένα κινητό από τα λεγόμενα «πακιστανικά», που είναι δύσκολο να εντοπιστεί ο ιδιοκτήτης τους. Ωστόσο, ο ίδιος τηλεφωνικός αριθμός είχε «απασχολήσει» το 2013 για θέματα αλλοδαπών στην Κρήτη. Αυτή ήταν η λεπτομέρεια που οδήγησε τους αστυνομικούς στον Στέφαν και τον συνεργό του.
Σύμφωνα με όσα φέρεται να παραδέχθηκε στους αστυνομικούς ο 25χρονος, τον Μ. Κουμανταρέα τον γνώριζε από τότε που ήταν 16 ετών. Οπως είπε, ο συγγραφέας συχνά κερνούσε τον ίδιο και συμπατριώτες του, με τους οποίους διατηρούσε φιλικές επαφές. «Τρώγαμε μαζί και πλήρωνε εκείνος, μας δάνειζε χρήματα ή μας “χαρτζιλίκωνε”», είπε. Ο ίδιος εξομολογήθηκε, μάλιστα, πως γνώριζε ότι ο συγγραφέας είχε πουλήσει ένα σπίτι στην Κηφισιά και είχε στο διαμέρισμά του τα χρήματα της αγοραπωλησίας. Το στοιχείο αυτό φαίνεται πως επιβεβαιώνεται και από τον έλεγχο σε τραπεζικούς λογαριασμούς του Μ. Κουμανταρέα, όπου τα χρήματα δεν βρέθηκαν.
‘ Εθνος