Οι Σύροι αποτελούν τον μεγαλύτερο πληθυσμό προσφύγων στον κόσμο με περισσότερους από τρία εκατομμύρια πολίτες να έχουν διαφύγει από τη χώρα εξαιτίας του πολέμου και να φιλοξενούνται σε περισσότερες από 100 χώρες, ενώ ο αριθμός τους αναμένεται να αυξηθεί έως το τέλος του 2015, επισημαίνει έκθεση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Με περισσότερους από 704.000 νέους πρόσφυγες μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουνίου του 2014, ο συνολικός αριθμός ξεπερνά σήμερα τα τρία εκατομμύρια και ενδέχεται να ανέλθει σε 4,27 εκατομμύρια στις γειτονικές χώρες έως τον Δεκέμβριο.
“Καθώς δεν υπάρχει προοπτική πολιτικής και οριστικής λύσης στην ένοπλη αντιπαράθεση, ο αριθμός των πληγέντων από την εσωτερική σύγκρουση στην Συριακή Αραβική Δημοκρατία σίγουρα θα αυξηθεί το 2015”, εκτιμά η HCR.
Πριν ξεσπάσει ο πόλεμος το 2011, ο πληθυσμός της Συρίας κυμαινόταν στα 20 εκατομμύρια. Μετά τις ειρηνικές διαδηλώσεις που καταστάλθηκαν βίαια τον Μάρτιο του 2011 από τις αρχές, η σύγκρουση μετατράπηκε σε εμφύλιο πόλεμο, με περισσοτέρους από 200.000 νεκρούς μέσα σε σχεδόν τέσσερα χρόνια και τον μισό πληθυσμό της χώρας να έχει εκτοπιστεί.
Μόνο το 2014, την πιο αιματηρή χρονιά της σύγκρουσης, η χώρα θρήνησε 76.000 νεκρούς, σύμφωνα με στοιχεία του Συριακού Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπως μετέδωσε το Αθηναϊκό Πρακτορείο.
Μετά τη Συρία, στην κατάταξη της Ύπατης Αρμοστείας ακολουθούν το Αφγανιστάν (2,7 εκατομμύρια πρόσφυγες), η Σομαλία (1,1 εκατομμύριο), το Σουδάν (670.000), το Νότιο Σουδάν (509.000), η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (493.000), η Μιανμάρ (480.000) και το Ιράκ (426.000).
Οι Αφγανοί επί τρεις δεκαετίες αποτελούσαν τον μεγαλύτερο πληθυσμό προσφύγων και 2,6 εκατομμύρια πρόσφυγες φιλοξενούνται στο Πακιστάν και το Ιράν.
Οι Παλαιστίνιοι, των οποίων ο αριθμός των προσφύγων εκτιμάται σε πέντε εκατομμύρια, δεν έχουν υπολογιστεί στην έκθεση γιατί δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της HRC αλλά του αδελφού οργανισμού της, της Υπηρεσίας Αρωγής και Έργων του ΟΗΕ για τους Παλαιστίνιους Πρόσφυγες στη Μέση Ανατολή (UNRWA).
Τον περασμένο Ιούνιο, ημερομηνία της τελευταίας ετήσιας έκθεσης του οργανισμού ο ύπατος αρμοστής ταυ ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες Αντόνιο Γκουτέρες είχε ανακοινώσει ότι ο αριθμός των προσφύγων που έχει καταγραφεί στον πλανήτη είχε ξεπεράσει το όριο των 50 εκατομμυρίων για πρώτη φορά από το 1945.
“Όσο η διεθνής κοινότητα αποτυγχάνει να βρει πολιτικές λύσεις στις ήδη υπάρχουσες συγκρούσεις και να αποτρέψει το ξέσπασμα νέων, θα πρέπει να συνεχίσουμε να διαχειριζόμαστε τις δραματικές ανθρώπινες συνέπειες”, δήλωσε.
Οι γειτονικές χώρες της Συρίας έχουν δεχθεί τους περισσότερους πρόσφυγες, όπως η Τουρκία όπου ο αριθμός τους ανέρχεται σε περίπου 800.000 σύμφωνα με την HCR, ωστόσο όλο και περισσότεροι πρόσφυγες πλέον προσπαθούν να διασχίσουν τη Μεσόγειο. “Το 2014, περίπου 3.500 πρόσφυγες έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να περάσουν τη Mεσόγειο για να φθάσουν στην Ευρώπη”, αναφέρει η UNHCR.
Τρία φορτηγά πλοία, με περίπου 2.000 άνδρες, γυναίκες και παιδιά, στην πλειονότητά τους από τη Συρία, έχουν φθάσει στις ιταλικές ακτές από τις 20 Δεκεμβρίου.
Λόγω της συριακής κρίσης, η Μέση Ανατολή και η Βόρεια Αφρική αποτελούν στο εξής τις περιοχές που δέχονται τον μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων, μετά την περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού που φιλοξενούσε τον μεγαλύτερο πληθυσμό προσφύγων το 2013.
“Με 257 πρόσφυγες ανά 1.000 κατοίκους, ο Λίβανος παραμένει η χώρα με την υψηλότερη πυκνότητα προσφύγων στα μέσα του 2014” και ακολουθεί η Ιορδανία.
Η Σουηδία με 12 πρόσφυγες ανά 1.000 κατοίκους είναι η μόνη ανεπτυγμένη βιομηχανικά χώρα ανάμεσα στα κράτη που δέχονται πρόσφυγες και είναι 10η στην κατάταξη της ‘Υπατης Αρμοστείας.
Οι Σύροι επίσης αποτελούσαν τη μεγαλύτερη ομάδα αιτούντων άσυλο το πρώτο εξάμηνο του 2014, καταθέτοντας 59.600 αιτήσεις. Η Γερμανία και η Σουηδία μαζί έκαναν δεκτό το 40% των αιτήσεων.
Οι Ιρανοί ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη ομάδα αιτούντων άσυλο την ίδια περίοδο με 28.900 αιτήσεις.
Με 1,6 εκατ. Αφγανούς πρόσφυγες στο έδαφός του, το Πακιστάν είναι η πρώτη χώρα υποδοχής μετά τον Λίβανο (1,1 εκατομμύριο), το Ιράν (982.000), την Τουρκία (824.000), την Ιορδανία (737.000), την Αιθιοπία (588.000), την Κένυα (537.000) και το Τσαντ (455.000), αναφέρει η έκθεση.