Το 2018 είναι μια χρονιά καθοριστικής σημασίας για την Ελλάδα τονίζει σε ρεπορτάζ του το Bloomberg.
Το βασικό ερώτημα, σύμφωνα με το πρακτορείο, είναι εάν η Ελλάδα θα πετύχει μια καθαρή έξοδο, όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Κύπρος, κάτι που επιθυμεί η ελληνική κυβέρνηση, ή εάν το τρέχον πρόγραμμα που λήγει στις 20 Αυγούστου, θα χρειαστεί μια ανάλογη ρύθμιση, όπως αναμένουν ορισμένοι παρατηρητές.
«Τα πράγματα φαίνονται καλύτερα για την Ελλάδα, έχοντας ανακτήσει την πρόσβαση στις αγορές και με την ανάκαμψη να αναπτύσσει ταχύτητα», σχολίασε ο οικονομολόγος της HSBC, Fabio Balboni, σε σημείωμα προς τους πελάτες στις 4 Ιανουαρίου. «Το 2018 η χώρα ίσως εξέλθει επιτέλους του προγράμματος διάσωσης, όμως μια ‘καθαρή έξοδος’ ίσως αποδειχθεί δύσκολη αν η ευρωζώνη δεν δώσει ουσιαστική και αξιόπιστη ελάφρυνση χρέους».
Σύμφωνα με το Bloomberg, τόσο η κυβέρνηση όσο και οι δανειστές της Ελλάδας θα πρέπει να εργαστούν σκληρά πάνω σε συγκεκριμένα ακανθώδη ζητήματα τους επόμενους έξι με οκτώ μήνες, προκειμένου να αποφευχθεί ένα νέο πρόγραμμα διάσωσης.
Τα δέκα πιο σημαντικά βήματα για την Ελλάδα μέχρι τον ερχόμενο Αύγουστο σύμφωνα με το Bloomberg, είναι τα εξής:
– Αυτή την εβδομάδα, η κυβέρνηση σχεδιάζει να καταθέσει στο κοινοβούλιο νομοσχέδιο για την εφαρμογή όλων των μέτρων που απαιτούνται για την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης. Οι νέες πολιτικές πρέπει να ψηφιστούν μέχρι τις 17 Ιανουαρίου, έτσι ώστε οι εκπρόσωποι των πιστωτών να παρουσιάσουν προς έγκριση την έκθεση συμμόρφωσης στο Eurogroup της 22ης Ιανουαρίου και να δοθεί το πράσινο φως για την εκταμίευση της δόσης.
– Στα τέλη Ιανουαρίου, οι ευρωπαϊκές τραπεζικές αρχές θα οριστικοποιήσουν τα σενάρια βάσει των οποίων θα γίνουν τα stress tests των ελληνικών τραπεζών.
– Μέχρι τις αρχές Φεβρουαρίου, η Ελλάδα σκοπεύει να εκδώσει νέο ομόλογο, με διάρκεια ωρίμανσης τριών ή επτά ετών, καθώς αγωνίζεται να ανακτήσει την πλήρη πρόσβαση στις αγορές μετά από αρκετά χρόνια αποκλεισμού.
– Εντός του πρώτου 10ημέρου του Φεβρουαρίου, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) αναμένεται να εκταμιεύσει τη δόση που σχετίζεται με την εφαρμογή των όρων της τρίτης αξιολόγησης. Το ύψος του ποσού που θα λάβει η Ελλάδα δεν έχει ακόμη συμφωνηθεί, αλλά θα είναι τουλάχιστον 5,5 δισ. ευρώ σύμφωνα με το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών.
– Τον Φεβρουάριο, οι ελληνικές τράπεζες θα αρχίσουν να στέλνουν στοιχεία στην Τράπεζα της Ελλάδος και τις ευρωπαϊκές αρχές για τα stress tests.
– Η ελληνική κυβέρνηση αναμένει ότι τον Φεβρουάριο οι πιστωτές θα αρχίσουν να συζητούν περαιτέρω μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους.
– Στις αρχές Μαρτίου, αναμένεται να ξεκινήσει η τέταρτη αξιολόγηση. Αν και δεν είναι ακόμη σαφές πότε θα επιστρέψουν οι εκπρόσωποι των πιστωτών στην Αθήνα, η αναθεώρηση θα πρέπει να ξεκινήσει τον Μάρτιο, εάν η χώρα θέλει να ολοκληρώσει εγκαίρως άλλα 82 μέτρα.
– Μία από τις σημαντικότερες συγκεντρώσεις μεταξύ πιστωτών πριν από το τέλος του τρέχοντος προγράμματος διάσωσης θα πραγματοποιηθεί στην Ουάσιγκτον στο διάστημα 20-22 Απριλίου. Οι εαρινές συναντήσεις του ΔΝΤ θα δώσουν πιθανώς στους πιστωτές την ευκαιρία να συζητήσουν την ελάφρυνση του χρέους και τα επόμενα βήματα για την Ελλάδα.
– Στις αρχές Μαΐου θα ανακοινωθούν τα αποτελέσματα των stress-tests, από τα οποία θα φανεί κατά πόσο οι τράπεζες χρειάζονται περισσότερα κεφάλαια και αν ναι, πόσο σοβαρό είναι το πρόβλημα για αυτούς και για την Ελλάδα.
– Έως τα τέλη Μαΐου ή Ιουνίου, η ελληνική κυβέρνηση και οι πιστωτές θέλουν να ολοκληρώσουν την τέταρτη αξιολόγηση και να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με τις προϋποθέσεις για περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους και για τη ζωή στην Ελλάδα μετά το πρόγραμμα. Οι ελληνικές αρχές αποκλείουν κάθε μορφή νέου προγράμματος, αλλά σύμφωνα με το διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα, μια προληπτική πιστωτική γραμμή στήριξης μετά τον Αύγουστο θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι δηλώνουν από την πλευρά τους ότι θα υπάρξει κάποιο είδος «συμφωνίας μέχρι το 2022», όπως αναφέρει πηγή με γνώση των συνομιλιών, δεδομένου ότι η Ελλάδα έχει δεσμευθεί για πρωτογενή πλεόνασμα του προϋπολογισμού 3,5% του ΑΕΠ μέχρι τότε.