Γράφει η Φλώρα Ρεΐση,
Φιλόλογος
Έχουν περάσει 72 χρόνια από την Ένωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα. Τα Δωδεκάνησα ήταν από αρχαιοτάτων χρόνων δεμένα με τις τύχες του Ελληνισμού. Εν τούτοις, είναι τα τελευταία, μόλις το 1947, που ενσωματώθηκαν στο ελληνικό κράτος.
Η γεωγραφική τους θέση υπήρξε γι’ αυτά, όπως και για ολόκληρη την Ελλάδα, ευχή και κατάρα μαζί: ευχή γιατί τους επέτρεψε να συναντηθούν με όλους τους μεγάλους πολιτισμούς της Ανατολής και της Δύσης, κατάρα γιατί όλοι οι μεγάλοι κατακτητές από τα γειτονικά μας και μη έθνη επέδραμαν στα Δωδεκάνησα: Πέρσες, Σαρακηνοί, Βενετοί, Γενουάτες, Σταυροφόροι, Τούρκοι, Ιταλοί, Γερμανοί.
Το 1309 το Τάγμα των Ιπποτών του Αγ. Ιωάννη της Ιερουσαλήμ κατέκτησε τη Ρόδο και εν συνεχεία τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα. Η Μεσαιωνική πόλη της Ρόδου με το γνωστό μας δρόμο των Ιπποτών, το Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου, το Μουσείο, κι άλλα σημαντικά κτήρια αποτελούν αναλλοίωτες μαρτυρίες εκείνης της εποχής, τόσο ζωντανές που, όπως μας λέει ο Ροδίτης σκιτσογράφος Βαγγέλης Παυλίδης, αν φέρναμε έναν άνθρωπο από το 1500 (από μακριά με το καράβι) και τα αντίκριζε, θα έλεγε “α να η Ρόδος!”. Κατά τη διάρκεια της Ιπποκρατίας οι οχυρώσεις της πόλης επεκτάθηκαν, εκσυγχρονίστηκαν και συνεχώς ενισχύονταν. Γιατί ενισχύονταν; γιατί ήδη από το 14ο αιώνα άρχισε να φαίνεται η έκταση του τουρκικού κινδύνου, αφού τότε ξεκίνησαν να δημιουργούνται τα πρώτα τουρκικά κρατίδια στα απέναντι παράλια της Μ. Ασίας.
Έτσι, τα εκπληκτικά αυτά τείχη της Παλιάς Πόλης , που μέχρι σήμερα θεωρούνται από τα καλύτερα του κόσμου, δεν κατάφεραν τελικά να απωθήσουν τον στρατό των Οθωμανών. Το 1522, παρά τη λυσσαλέα αντίσταση των Ιπποτών και των πολιτών της Ρόδου και της Κω, ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής κατακτά τη Ρόδο και τα Δωδεκάνησα ενσωματώνονται στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. 400 χρόνια μείναμε κι εμείς σκλαβωμένοι στους Τούρκους, όσα και οι υπόλοιποι Έλληνες. 400 χρόνια διατηρήσαμε την πίστη μας στην ορθοδοξία, την εθνική μας συνείδηση και προπάντων την ελληνική γλώσσα.
Το 1821 ξεκινά η Ελληνική Επανάσταση. Στη διάρκειά της, τα Δωδεκάνησα, μακριά, αποκομμένα από το θέατρο του πολέμου, απέναντι από τη Μ. Ασία και με πολλά τουρκικά στρατεύματα, αν και το επεδίωξαν, δεν μπόρεσαν να πάρουν μέρος συντεταγμένα στον Αγώνα. Όταν το 1830, μετά τη λήξη της Επανάστασης, στο Συνέδριο του Λονδίνου υπογράφονταν τα Πρωτόκολλα της Ανεξαρτησίας του πρώτου πια ελεύθερου ελληνικού κράτους, οι Δωδεκανήσιοι, παρότι είχαν κινηθεί δυναμικά σε διπλωματικό επίπεδο, δεν κατόρθωσαν να εντάξουν και την ιδιαίτερη πατρίδα τους στον εθνικό κορμό. (Τα Δωδεκάνησα μαζί με τη Σάμο θα επιστραφούν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ως αντάλλαγμα για την ενσωμάτωση της Εύβοιας). Οι πόθοι των Δωδεκανησίων για ανεξαρτησία για άλλη μια φορά ματαιώνονται.
Οι Δωδεκανήσιοι θα χρειαστεί να περιμένουμε ακόμη πολλές δεκαετίες, μέχρι τη λύση στο πρόβλημα της τουρκικής κατοχής των νησιών να τη δώσει τελικά ο Ιταλοτουρκικός πόλεμος (1911-1912). Η Ιταλία, εκμεταλλευόμενη τη φθίνουσα τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία, της κηρύσσει τον πόλεμο, για να προωθήσει την επεκτατική της πολιτική στο Αιγαίο. Ένα χρόνο μετά, το 1912, η νικήτρια πλέον Ιταλία καταλαμβάνει την Τριπολίτιδα, σημερινή Λιβύη και τα Δωδεκάνησα.
Ήταν 5 Μαΐου του 1912, όταν οι Ιταλοί κάνουν απόβαση και καταλαμβάνουν τη Ρόδο σχεδόν αμαχητί. «Τους την παραδώσαμε την τούρκικη φρουρά» θα γράψει λίγο μετά στην Εφημερίδα Εστία ο τότε Δήμαρχος της Ρόδου Σάββας Παυλίδης. Πράγματι, οι Ιταλοί εμφανίστηκαν σαν απελευθερωτές και ο κόσμος τους δέχτηκε σαν τέτοιους. Γρήγορα όμως οι μάσκες θα πέσουν και οι Ιταλοί θα δείξουν τις πραγματικές τους προθέσεις. Είναι η εποχή που οι συσχετισμοί και τα συμφέροντα αλλάζουν στην Ευρώπη με τη σταδιακή υποχώρηση της δύναμης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Ιταλία, απόγονος κι αυτή μιας μεγάλης Αυτοκρατορίας, της Ρωμαϊκής, οραματίζεται την αναβίωση της παλιάς της δόξας και, όπως και οι άλλες Δυνάμεις, προσπαθεί κι αυτή να δει τι μπορεί να αποκομίσει από αυτή τη φθορά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ακολούθησαν τα ιστορικά γεγονότα των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913) και του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918). Ούτε όμως η Συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913 ούτε η Συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι το 1919 οδήγησαν στη λύση του Δωδεκανησιακού Ζητήματος. Κρίσιμη καμπή στη διπλωματική Ιστορία της Ελλάδας αποτελεί η υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, τον Αύγουστο του 1920, με την οποία, μεταξύ άλλων, η Ιταλία «παραιτείται υπέρ της Ελλάδος από κάθε δικαίωμα επί των παρ’ αυτής κατεχομένων νήσων του Αιγαίου». Τι έγινε όμως και ναυάγησε πάλι η Ένωση των Δωδεκανησίων με την Ελλάδα; Ακολούθησε η εθνική τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής το 1922, που ματαίωσε την εφαρμογή της παραπάνω Συνθήκης.
Την ίδια περίοδο, το 1922, στην Ιταλία, την εξουσία καταλαμβάνει ο δικτάτορας Μουσολίνι, ο οποίος, εκμεταλλευόμενος τη δεινή θέση της ηττημένης Ελλάδας, απαιτεί τα Δωδεκάνησα να παραμείνουν υπό την ιταλική κατοχή. Έτσι, στην περιβόητη Συνθήκη της Λοζάνης, το 1923, η Τουρκία και επισήμως παραιτείται οριστικά «υπέρ της Ιταλίας από κάθε δικαίωμα πάνω στα κατεχόμενα από την Ιταλία νησιά και πάνω στις από αυτά τα νησιά εξαρτημένες νησίδες». [Ας το κρατήσουμε αυτό το «από αυτά τα νησιά εξαρτημένες νησίδες», γιατί δύο από αυτές τις νησίδες, εξαρτημένες από την Κάλυμνο, είναι και τα Ίμια, τα οποία η Τουρκία και με τη Συνθήκη της Λοζάνης και λίγο αργότερα, το 1932, με τη Σύμβαση της Άγκυρας, ανάμεσα στην ίδια την Τουρκία και την Ιταλία, τα παραχωρεί οριστικά –με το όνομά τους, Κορντάκ στα τουρκικά = Ίμια (Λιμνιά) στα ελληνικά – στην Ιταλία, η οποία, με τη σειρά της, το 1947, με τη Συνθήκη Ειρήνης στο Παρίσι, θα τα παραχωρήσει στην Ελλάδα. Όταν λοιπόν η Τουρκία αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία στα Ίμια (από το την κρίση του 1996 μέχρι και σήμερα), παραβιάζει κατά συρροή 3 διεθνείς Συνθήκες (δύο από τις οποίες τις συνυπέγραψε) της Λοζάνης, της Άγκυρας και του Παρισιού].
Έτσι, ξεκινά η περίοδος του ιταλικού φασισμού στα Δωδεκάνησα. Μόλις οι Ιταλοί βεβαιώθηκαν ότι ήρθαν για να μείνουν, άρχισαν τη λεγόμενη “πολιτική της πέτρας”.
Όλα τα κτήρια του Μανδρακιού, η Νέα αγορά, η Τράπεζα Ελλάδος, το Δικαστήριο, η Αστυνομία, το Δημαρχείο, η Νομαρχεία κ.λπ. οικοδομήθηκαν εκείνη την εποχή. Αλλά και πρότυποι οικισμοί χτίστηκαν για να στεγάσουν στρατιωτικούς εποίκους που κατέφθαναν από την Ιταλία, όπως είναι οι οικισμοί στον Προφήτη Ηλία και στην Ελεούσα της Ρόδου, αντίστοιχοι στην Κω και στη Λέρο. Ιδιαίτερα το Λακκί της Λέρου είναι μια πόλη που έχτισαν εκ θεμελίων τον 20ο αιώνα οι Ιταλοί ως διοικητικό κέντρο των εγκαταστάσεών τους στο νησί, το οποίο είχαν μετατρέψει σε μεγάλη αεροναυτική βάση.
Παράλληλα όμως με την αρχιτεκτονική αυτή συμβολή τους στα νησιά μας άρχισε και η απόπειρα εθνικής αλλοίωσης και εξιταλισμού των νησιών: 1925, με βασιλικό διάταγμα οι κάτοικοι θεωρούνταν πια Ιταλοί πολίτες ‘ 1926, η διδασκαλία της ιταλικής γλώσσας στα σχολεία γίνεται υποχρεωτική ‘ 1928, ιδρύθηκε η Αρχιεπισκοπή της Καθολικής Εκκλησίας με έδρα τη Ρόδο, αποδυναμώνοντας το ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η κατάσταση επιδεινώθηκε την περίοδο της διοίκησης του Τσεζάρε Μαρία Ντε Βέκκι (1936-1940). Ο Ντε Βέκκι έκλεισε όλα τα ελληνικά σχολεία, μετέτρεψε τα ελληνικά σε προαιρετικό μάθημα και μόνο στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, απαγόρευσε τη χρήση της ελληνικής γλώσσας τόσο στο δημόσιο χώρο όσο και στις ιδιωτικές συζητήσεις, εισήγαγε μαζικά εκπαιδευτικούς από την Ιταλία και εκδίωξε όσους Έλληνες δασκάλους θεωρήθηκαν ανεπιθύμητοι. Ο Ντε Βέκκι ήξερε καλά, όπως και όλοι οι κατακτητές άλλωστε, ότι, άμα θες να αφομοιώσεις ένα έθνος, πρέπει πρώτα να του αφαιρέσεις τη γλώσσα του.
Οι Δωδεκανήσιοι βέβαια και στη διάρκεια της Ιταλοκρατίας δεν έκατσαν με σταυρωμένα χέρια: ίδρυσαν Συλλόγους και Επιτροπές μέσα και έξω από την Ελλάδα με σκοπό την προώθηση του αγώνα τους για απελευθέρωση και συμμετείχαν ενεργά σε αυτό τον αγώνα. Ανάμεσα στις πολλές προσωπικότητες που διακρίθηκαν είναι και ο Καλύμνιος Σκεύος Ζερβός, ιδρυτής του Αιγαιοπελαγίτικου Συλλόγου με στόχο την Ένωση των νήσων του Αιγαίου με την Ελλάδα και ο Στέφανος Καζούλης, ανθυπολοχαγός του Ιερού Λόχου, που επιχειρούσε στα Δωδεκάνησα.
Ακολούθησε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1939-1945). Μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών, το 1943, κύριοι των Δωδεκανήσων έγιναν οι Γερμανοί και μετά την ήττα και την παράδοση της Χιτλερικής Γερμανίας, το 1945, η Μεγάλη Βρετανία, για δύο χρόνια.
Το θέμα θα λυθεί οριστικά στη Διάσκεψη Ειρήνης των νικητριών δυνάμεων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που έγινε στο Παρίσι, το 1946. Εκεί τέθηκαν από ελληνικής πλευράς δια το Πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Τσαλδάρη, οι διεκδικήσεις της Ελλάδας: Β. Ήπειρος, βελτίωση των ελληνοβουλγαρικών συνόρων, Κύπρος και Δωδεκάνησα. Από τα 4 μόνο το τελευταίο ευοδώθηκε.
Έτσι, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την Ενσωμάτωση. 10 Φεβρουαρίου του 1947 υπογράφηκε στο Παρίσι η Συνθήκη Ειρήνης μεταξύ Ιταλίας και των νικητριών δυνάμεων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο άρθρο 14 της Συνθήκης αναφέρεται ότι η Ιταλία παραχωρεί στην Ελλάδα σε πλήρη κυριότητα τα Δωδεκάνησα – ονομαστικά τα 14- καθώς και “τας παρακειμένας νησίδας”.
Τον ίδιο χρόνο, στις 31 Μαρτίου 1947, πραγματοποιήθηκε στη Ρόδο η τελετή παράδοσης των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα από τις βρετανικές αρχές, σε μια πραγματικά συγκινητική ατμόσφαιρα. (Μια τοπική εφημερίδα της εποχής θα γράψει για εκείνη την ημέρα: «Ο λαός της Δωδεκανήσου με επικεφαλής το Δήμαρχο Ρόδου γονυκλινής και με δάκρυα στα μάτια παρακολουθεί την έπαρση της Κυανόλευκης εις το βωμό της πατρίδος μετά από 630 χρόνια σκλαβιάς»). Ενώ η επίσημη τελετή της Ενσωμάτωσης έγινε στις 7 Μαρτίου 1948 και το 1955 τα Δωδεκάνησα έγιναν Νομός με πρωτεύουσα τη Ρόδο.
Ο Μιχαήλ Στασινόπουλος, πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ήταν παρών στην τελετή παράδοσης των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα, στις 31 Μαρτίου 1947, στη Ρόδο, έξω από τη Νομαρχία. Αναπολώντας τα γεγονότα εκείνης της ημέρας, αναφέρει πως, όταν τελείωσε η τελετή κι έγινε η υποστολή της αγγλικής σημαίας και η έπαρση της ελληνικής, το πλήθος του κόσμου, των Δωδεκανησίων, που παρευρισκόταν εκεί δε διαλυόταν να πάει στις δουλειές του. Αλλά όλος αυτός ο κόσμος, σύσσωμος, σαν ένας άνθρωπος, βάδιζε, γραμμή, προς μία ορισμένη κατεύθυνση και ρωτά ο Στασινόπουλος: «πού πάνε όλοι αυτοί;» «Αυτοί», του λένε, «πάνε στο νεκροταφείο, πάνε να πούνε στους νεκρούς ότι ελευθερώθηκε η Δωδεκάνησος».
Αυτούς τους νεκρούς δεν πρέπει να τους ξεχνάμε ούτε εμείς. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ ότι η ελευθερία δεν είναι δεδομένη και ότι ο λαός μας με αίμα κάθε φορά την επανακτούσε, όταν του τη στερούσαν. Και δεν υπάρχει φαίνεται μεγαλύτερο αγαθό από την ελευθερία, αφού αυτή εγγυάται όχι μόνο το ζην αλλά και το ευ ζην των λαών. «Εύδαιμον το ελεύθερον και ελεύθερον το εύψυχον» λέει ο Θουκυδίδης, που σημαίνει «η ευτυχία βασίζεται στην ελευθερία και η ελευθερία στην γενναιότητα».
Η ελληνική ιστορία είναι γεμάτη από παραδείγματα απαράμιλλης γενναιότητας και αυτοθυσίας στο βωμό της ελευθερίας. Αυτό όμως που φαίνεται ότι χρειάζεται να φροντίσουμε περισσότερο οι σύγχρονες γενιές είναι η γνώση της Ιστορίας. Ιστορία δεν είναι το ανιαρό μάθημα στο σχολείο, είναι να ξέρεις όχι ως άτομο αλλά ως σύνολο με κοινά χαρακτηριστικά, αυτό που λέμε έθνος, από πού έρχεσαι, ποιος είσαι και πού θέλεις να φτάσεις, να έχεις δηλαδή εθνική αυτογνωσία και όραμα για το μέλλον.
Κι όταν σήμερα ερχόμαστε αντιμέτωποι με προκλήσεις, όπως αυτές που εγείρει ο Ερντογάν στο Αιγαίο, η Ιστορία είναι αυτή που θα μας παράσχει τα επιχειρήματα – τις πληροφορίες, δηλαδή, σχετικά με τις Διεθνείς Συνθήκες- ώστε να απαντήσουμε με σιγουριά σε αυτές τις προκλήσεις. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να προστατεύουμε την Ιστορία.
Την ιστορία δεν την αλλοιώνουμε, ούτε την εξωραΐζουμε αλλά ούτε και τη συρρικνώνουμε ούτε τη διαπραγματευόμαστε (δεν την ανταλλάσσουμε στα πλαίσια αμοιβαίων συμφερόντων), δεν είναι διαπραγματευτικό χαρτί η Ιστορία. Είναι η Μνήμη η συλλογική κάθε λαού, από την οποία παραδειγματίζεται για να αποφεύγει τα λάθη του αλλά και από την οποία αντλεί την υπερηφάνεια και την αυτοπεποίθησή του, για να πορευτεί ισότιμα με τους άλλους λαούς στο μέλλον.
Είναι ανάγκη, λοιπόν, να διατηρήσουμε την ιστορική μας ΜΝΗΜΗ, όχι από εθνικιστικό φανατισμό, όχι, αλλά για να διατηρήσουμε την πολιτισμική μας συνέχεια μέσα στο χρόνο, γιατί η διατήρηση κάθε λαού συνεισφέρει στον παγκόσμιο πολιτισμικό πλούτο και είναι, όπως μας λέει ο Αλέξανδρος Δελμούζος, «στους εθνικούς πολιτισμούς που έχει αποθέσει η ανθρωπότητα τους θησαυρούς της, και σ’ αυτούς βρίσκομε ζωντανές τις ανθρωπιστικές αξίες».