Ιδιαίτερα χαμηλούς τόνους σχετικά με την πορεία της ελληνικής οικονομίας κράτησε ο συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, Φραγκίσκος Κουτεντάκης, που επιχείρησε να μετριάσει της προσδοκίες που ακούγονται, από την κυβέρνηση, τονίζοντας τα βάρη που έχει αναλάβει η Ελλάδα, αλλά και το ότι θα χρειαστούν πολλά χρόνια για να επανέλθει η χώρα στα προ κρίσης επίπεδα. Πρόσθεσε επίσης ότι η μείωση του φόρου στα μερίσματα, που ψήφισε η κυβέρνηση «δείχνει να ευνοεί περισσότερο τις μεγάλες επιχειρήσεις, τις ΑΕ, που έχουν μετόχους και μοιράζουν μερίσματα και όχι τόσο τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.»
«Μπορεί να βλέπουμε βελτίωση σε μεγέθη, αυτό δεν σημαίνει ότι η χώρα πηγαίνει καλά. Θα περάσουν χρόνια ώστε να αποκατασταθεί σε αξιοπρεπές επίπεδο η ευημερία και το επαρκές εισόδημα στην χώρα. Θέλω να μετριάσω τις προσδοκίες που ακούγονται. Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις για την αποκατάσταση της ζημιάς 8 ετών. Θα πάρει καιρό. Το κριτήριο είναι αν κινούμαστε σε καλό δρόμο και όχι σε ποιο σημείο είμαστε. Έχουμε στοκ ληξιπρόθεσμων οφειλών, κόκκινων δανείων, μειωμένο κεφαλαιακό απόθεμα. Εργατικό προσωπικό που έχει μειωθεί ποιοτικά και ποσοτικά – μετανάστευση. Αυτά είναι προβλήματα που θα μείνουν για κάποια χρόνια», ανέφερε συγκεκριμένα ο Κουτεντάκης.
Σχετικά με την μείωση του φόρου στα μερίσματα ο κ. Κουτεντάκης είπε πως είναι μια επιλογή που ευνοεί τις μεγάλες επιχειρήσεις. «Υπάρχουν πολλοί φόροι, για τους οποίους μπορεί κανείς να συζητάει με ποιον τρόπο θα κατανείμει την όποια φορολογική ελάφρυνση. Ο φόρος των μερισμάτων είναι μία επιλογή, η οποία δείχνει να ευνοεί περισσότερο τις μεγάλες επιχειρήσεις, τις ΑΕ, που έχουν μετόχους και μοιράζουν μερίσματα και όχι τόσο τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις». Όπως σημείωσε, προγενέστερο ερώτημα είναι αν μία δημοσιονομική πολιτική πρέπει να στηρίζει περισσότερο τις μικρές ή τις μεγάλες επιχειρήσεις. «Αυτό είναι σύνθετο ερώτημα και δεν υπάρχει προφανής απάντηση. Είναι ζητήματα διανομής της ελάφρυνσης αλλά και ποιες δραστηριότητες θέλει κανείς να ενισχύσει. Το πλαίσιο, δηλαδή, έχει πολλά ερωτηματικά», ανέφερε ο κ. Κουτεντάκης.
Ο κ. Κουτεντάκης ρωτήθηκε για την αύξηση του κατώτατου μισθού και πόσο αυτό θα επηρεάσει την απασχόληση και αναφέρθηκε στην πιθανή μείωση του αφορολογήτου το 2020, που μπορεί να εξαλείψει ακόμα και ολόκληρη την αύξηση: «Με τη μείωση του αφορολόγητου ένα κομμάτι ή ολόκληρη η αύξηση μπορεί να χαθεί. Υπάρχουν περιπτώσεις που η αύξηση του κατώτατου μισθού μπορεί να αυξήσει την απασχόληση, άλλες που μπορεί να μειώσει την απασχόληση. Δεν γνωρίζουμε μέχρι τώρα ποιο είναι το κριτήριο, σε ποιες περιπτώσεις θα την αυξήσει και σε ποιες θα την μειώσει. Δεν είναι απλή υπόθεση να προβλέψει κανείς το τι θα γίνει, γι’ αυτό κι εμείς καταγράφουμε την άγνοια που υπάρχει γενικώς. Η απασχόληση εξαρτάται και από το εργατικό κόστος αλλά και από τις συνθήκες που επικρατούν στη ζήτηση που αντιμετωπίζει μια επιχείρηση» απάντησε και υπογράμμισε: «Το 2012, όταν μειώθηκε ο κατώτατος μισθός, δεν υπήρξε αύξηση της απασχόλησης. Αντίθετα, υπήρξε μείωση της απασχόλησης. Ο λόγος ήταν ότι η οικονομία βρισκόταν σε ύφεση. Οπότε η μείωση του μισθολογικού κόστους δεν μπόρεσε να το ανατρέψει. Κατ’ αναλογία, μπορεί να εικάσει κανείς ότι αν η οικονομία συνεχίσει να πηγαίνει καλά, μπορεί να αυξηθεί η απασχόληση ακόμη και με αύξηση του μισθολογικού κόστους».