Ήρθε σαν ήλιος που
απλώθηκε παντού μετά
την μπόρα,
τη μαύρη, της σκλαβιάς,
κι έγινε νάμα
κι όραμα ζωής
σ’ όλη τη χώρα,
το φως της λευτεριάς.
Κι έτρεξαν όλοι ακράτητοι
στους δρόμους
να γευτούνε,
ετούτη τη στιγμή,
να μπούνε μέσα
στ’ όνειρο
να σφιχταγκαλιαστούνε,
να γίνουν μία ορμή.
Να νιώσουν
τούτο τ’ όραμα
ν’ αγγίξουνε τη χάρη
τη θεία προσταγή,
που διώχνει εχθρούς
χτυπά δειλούς, γκρεμίζει
με κοντάρι
και σκλάβους οδηγεί!
Κι εμπρός και
γύρω ανάκατα
όλοι γελούν και κλαίνε,
οι σκλάβοι τραγουδούν,
ακόμα κι οι
αόμματοι χωρίς
να βλέπουν λένε
και χαίρονται π’ ακούν!
Και μες στη λαοθάλασσα
αυτή που συνωθούνται,
οι ξένοι κι οι γνωστοί,
οι μάνες ψάχνουν
τα παιδιά
κι εκείνα αναρωτιούνται,
για τούτη τη γιορτή…
Γυναίκες κι άντρες
κι έφηβοι
κι ανήλικοι και γέροι,
μεγάλοι και μικροί,
ως και το δίχρονο παιδί
κι εκείνο λες πως ξέρει
και θέλει να θωρεί.
Κι είναι η χαρά
το ξέσπασμα,
της πίκρας που θυμάται,
τις μέρες κατοχής,
κι η περηφάνια
τ’ όνειρο ζωής,
π’ αντανακλάται,
στα πέρατα της γης!
Ποιος άνθρωπος
δε θα ‘θελε
να ζήσει τέτοιαν ώρα,
στη μέθη της γενιάς,
και να γιορτάσει τη γιορτή
που γιόρτασεν η Χώρα,
στο φως της Λευτεριάς!
Γιάγκος Βαρέλης