Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου προσέφυγε η «Τράπεζα Πειραιώς» κατά ενός κατοίκου Ρόδου και της ξενοδοχειακής εταιρείας της οποίας τυγχάνει μέτοχος, με αγωγή ακύρωσης δικαιοπραξίας λόγω καταδολίευσης.
Σύμφωνα με την αγωγή, ο πρώτος εναγόμενος διατηρούσε και διατηρεί ληξιπρόθεσμη οφειλή προς την τράπεζα από σύμβαση Χορήγησης Πίστωσης δι ΄ανοιχτού αλληλόχρεου λογαριασμού για την οποία συμβλήθηκε ως εγγυητής, ύψους 3.540.431,38 ευρώ πλέον νομίμων τόκων υπερημερίας και εξόδων.
Για μέρος της απαίτησης αυτής η Τράπεζα όπως εκθέτει στην αγωγή της προχώρησε στην έκδοση διαταγής πληρωμής από το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου με την οποία υποχρεώθηκε η πιστούχος και οι εγγυητές, μεταξύ των οποίων και o πρώτoς των εναγομένων, να τους καταβάλουν αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ο καθένας το ποσό των 1.500.000 ευρώ έντοκα με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας.
Η ενάγουσα Τράπεζα διατείνεται ότι ο πρώτος εναγόμενος από κληρονομιά απέκτησε το 1/3 ποσοστό εξ αδιαιρέτου κατά πλήρη κυριότητα νομή και κατοχή ενός ισόγειου διαμερίσματος, ενός διαμερίσματος Α ορόφου κι ενός ακόμη ακινήτου τα οποία μεταβίβασε λόγω πωλήσεως στην δεύτερη των εναγομένων, έναντι συνολικού τιμήματος κατά την δήλωση τους 162.966,51 ευρώ.
Η Τράπεζα ισχυρίζεται μάλιστα πως η αξία τους κατά τον αντικειμενικό προσδιορισμό ανερχόταν στο ποσό των 321.976,87 ευρώ ενώ η εμπορική τους αξία κατά το χρόνο της πώλησης τουλάχιστον στο ποσό των 350.000 ευρώ.
Επιπλέον, η Τράπεζα ισχυρίζεται πως η παραπάνω πώληση, αποτελεί απαλλοτρίωση της περιουσίας του πρώτου των εναγομένων καθόσον έγινε από αυτόν δολίως και με μοναδικό σκοπό να τη βλάψει, δηλαδή να αποφύγει την πληρωμή του χρέους του προς αυτή ως εγγυητής και να ματαιώσει την ικανοποίηση της απαίτησής της, αφού γνώριζε κατά τον χρόνο της ως άνω απαλλοτρίωσης αφενός την οφειλή της πιστούχου προς την τράπεζα, το μεγάλο ύψος των υπόλοιπων οφειλών της πιστούχου σε τρίτους και την αφερεγγυότητα της πιστούχου, αφετέρου το γεγονός ότι με την πώληση αυτή θα περιερχόταν σε τέτοια κατάσταση ώστε να καθίσταται αδύνατη η πλήρης ικανοποίηση της απαίτησής της, δεδομένου μάλιστα ότι τα υπόλοιπα περιουσιακά στοιχεία του, της πιστούχου και των λοιπών εγγυητών δεν αρκούσαν για την ικανοποίηση της απαίτησής της.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της Τράπεζας και η δεύτερη των εναγομένων, όντας «οικογενειακή» ανώνυμη εταιρεία το Διοικητικό Συμβούλιο της οποίας, κατά τον χρόνο της επίδικης δικαιοπραξίας, αποτελούσαν συγγενικά πρόσωπα του πρώτου των εναγομένων και ως εκ τούτου, γνώριζαν απόλυτα κατά το χρόνο της πώλησης και λόγω της στενής συγγενικής σχέσης που τους συνδέει και λόγω των ειδικών συνθηκών κάτω από τις οποίες έγινε η πώληση, ότι ο πρώτος των εναγομένων είναι κατάχρεος και ότι η εσπευσμένη αυτή μεταβίβαση έγινε προς βλάβη της προκειμένου να μην ικανοποιηθεί η απαίτησή της γνωρίζοντας δηλαδή έτσι ότι συμμετείχε σε δόλια δικαιοπραξία.
Για τους ανωτέρω λόγους η ενάγουσα αιτείται τη διάρρηξη του συμβολαίου πώλησης αναφορικά με το ποσοστό κυριότητος του πρώτου των εναγομένων ήτοι 1/3 εξ αδιαιρέτου επί των οριζοντίων ιδιοκτησιών προκειμένου να επανέλθουν στην αρχική τους κατάσταση για να ικανοποιήσει την απαίτησή της,.
Την υπόθεση χειρίζεται ο δικηγόρος κ. Σάββας Παυλίδης.