Στην Εισαγγελία Εφετών Δωδεκανήσου έχει διαβιβαστεί και εκκρεμεί προς αξιολόγηση η δικογραφία που σχηματίστηκε κατά 9 μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου για απιστία στην υπηρεσία από κοινού και κατ’ εξακολούθηση με αντικείμενο άνω των 120.000 ευρώ, όπως απεκάλυψε η «δημοκρατική».
Ο Ειδικός Ανακριτής Διαφθοράς διαβίβασε αρμοδίως στην Εισαγγελία Εφετών Δωδεκανήσου την δικογραφία, περαιωμένη με «τυπικές» κλήσεις καθώς δεν προέκυψαν αποχρώσες ενδείξεις για την τέλεση του ως άνω αδικήματος.
Θυμίζουμε ότι η έρευνα στηρίζεται στα διαλαμβανόμενα σε διάταξη της πρώην Αντεισαγγελέως Εφετών Δωδεκανήσου κ. Γεωργίας Δούρου, που έκρινε με επίκληση συγκεκριμένων εγγράφων, ότι η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της Τράπεζας, που οδήγησε στην παύση της λειτουργίας της και την θέση της υπό εκκαθάριση, οφείλεται στο ό,τι τα μέλη του Δ.Σ. της Τράπεζας, δεν προέβησαν εγκαίρως στις ενέργειες εκείνες, που ήταν αναγκαίες για τη διόρθωση των οικονομικών μεγεθών, την συγκράτηση των κεφαλαίων και την διάσωσή της.
Στο υπόμνημα του Ειδικού Ανακριτή Διαφθοράς προς την Εισαγγελία Εφετών Δωδεκανήσου αναφέρονται εισαγωγικά τα εξής:
«Σας διαβιβάζουμε συνημμένα την ανακριτική δικογραφία με αριθμό 2/2018 (ABM Α2017/1816), που σχηματίσθηκε μετά από την από 8-7-2018 παραγγελία σας για διενέργεια κύριας ανάκρισης, περαιωμένη με «τυπικές» κλήσεις σε απολογία των εννέα (9) κατηγορουμένων, μελών του ΔΣ του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ», διότι δεν προέκυψαν αποχρώσες ενδείξεις τέλεσης του εγκλήματος της απιστίας στην υπηρεσία από κοινού και κατ’ εξακολούθηση με αντικείμενο αξίας άνω των 120.000 €»
Αφού γίνεται ειδική μνεία στην διάταξη του συγκεκριμένου άρθρου του Ποινικού Κώδικα, επισημαίνει ακολούθως πως:
«Δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της απιστίας περί την υπηρεσία του άρ. 256 ΠΚ, και όταν πρόκειται για ελάττωση της περιουσίας σε βάρος νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου με τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας, τα οποία λειτουργούν με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας» και προσθέτει πως «η αποδιδόμενη με την άσκηση της προκείμενης ποινικής δίωξης κατηγορία σε βάρος των κατηγορουμένων για απιστία στην υπηρεσία τελεσθείσα από κοινού και κατ’ εξακολούθηση και εκ της οποίας η περιουσιακή ζημία υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί αντικειμενικά για το λόγο, ως αναφέρθηκε στην μείζονα σκέψη, ότι η περιουσία του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ» δεν υπάγεται στην έννοια της “δημόσιας περιουσίας”, όπως παγίως νομολογείται».
Ο Ειδικός Ανακριτής Διαφθοράς επισημαίνει και τα εξής:
-Η διερεύνηση του ενδεχομένου (επιτρεπτής) μεταβολής της προκείμενης κατηγορίας από απιστία σχετική με την υπηρεσία του άρ. 256 ΠΚ σε κοινή απιστία του άρ. 390 ΠΚ εκφευγει της δικαιοδοσίας του Ανακριτή του Ν. 4022/2011, καθόσον με τα υπάρχοντα δεδομένα το τελευταίο αυτό έγκλημα δεν εντάσσεται στο πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού, αφού οι μεν κατηγορούμενοι δεν είναι υπάλληλοι υπό την έννοια του άρθρου 13α ΠΚ, η δε κακουργηματική κοινή απιστία δεν περιλαμβάνεται στα εγκλήματα του άρθρου 263Α ΠΚ.
-Με βάση τα διαλαμβανόμενα στην από 14-5-2014 μηνυτήρια αναφορά του Νικηφόρου – Γεωργίου Χατζάκη ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος των κατηγορουμένων για το έγκλημα της κοινής απιστίας τελεσθείσας από κοινού και κατ” εξακολούθηση και εκ της οποίας η περιουσιακή ζημία υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ , με την από 5-1-2015 παραγγελία σας για διενέργεια κύριας ανάκρισης.
Σχηματίστηκε η ανακριτική δικογραφία, επί της οποίας το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου με το με αριθμό 181/2017 βούλευμά του, το οποίο έχει ήδη καταστεί αμετάκλητο, έκρινε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία σε βάρος των κατηγορουμένων για το έγκλημα της κοινής απιστίας τελεσθείσας από κοινού και κατ’ εξακολούθηση και εκ της οποίας η περιουσιακή ζημία υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ, που φέρεται ότι τέλεσαν οι κατηγορούμενοι στη Ρόδο κατά το χρονικό διάστημα από 18-10-2011 έως 30-6-2013.
Ως συνήγοροι των κατηγορουμένων παρέστησαν οι δικηγόροι κκ. Εμμανουήλ Μπεντενιώτης, Αλέξανδρος Κοντογεωργίου, Μαρία-Χριστίνα Βρούχου, Βασιλική Δεστούνη, Στέργος Λεβέντης και Στ. Κιουρτζής.