Υπέρ της έκδοσης ευρωομολόγων αλλά κατά της προληπτικής γραμμής χρηματοδότησης (ECCL) επιχειρηματολογεί ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας σε άρθρο του που δημοσιεύεται σήμερα στην ηλεκτρονική έκδοση της γερμανικής εφημερίδας Handelsblat.
Όπως αναφέρει ο ίδιος «η από κοινού έκδοση ομολόγων δεν είναι κάτι καινοφανές (στο παρελθόν ο SSM και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή άντλησαν με κοινές εκδόσεις 800 δισ. ευρώ) και μπορεί να πραγματοποιηθεί σταδιακά. Ο SSM μπορεί να διαδραματίσει πολύ σοβαρό ρόλο, αλλά στη σημερινή συγκυρία της πανδημίας αυτό δεν θα πρέπει να γίνει σύμφωνα με τους κανόνες περί πιστωτικής γραμμής με ενισχυμένους όρους (Enhanced Conditions Credit Line, ECCL)».
Ο κ. Στουρνάρας εξηγεί ότι οι συγκεκριμένοι κανόνες και οι όροι έχουν θεσπιστεί για άλλους σκοπούς (ασύμμετροι, ιδιοσυγκρασιακοί κλυδωνισμοί) και δεν πρέπει να εφαρμοστούν στις σημερινές περιστάσεις. Ο ίδιος προτείνει την προσωρινή τροποποίηση τους ώστε τα κράτη-μέλη να μπορούν να αξιοποιήσουν πλήρως τους πόρους του SSM.
Για τις επιπτώσεις στο Δημόσιο Χρέος, ο κ. Στουρνάρας εκτιμά ότι θα προκύψουν ζητήματα βιωσιμότητας, εκτιμώντας ότι κατά μέσο όρο το ποσοστό χρέους/ΑΕΠ στην ευρωζώνη θα αυξηθεί κατά 10 έως 40 ποσοστιαίες μονάδες, ανάλογα με το πόσο βαθιά θα είναι η ύφεση το 2020. Συνεπώς, όπως υπογραμμίζει, απαιτείται μία ισχυρή συμμαχία για να αντιμετωπίσουμε αυτό τον κοινό εχθρό. Συμμαχία τουλάχιστον όλων εκείνων που έχουν κοινό νόμισμά τους το ευρώ. «Συμμαχία σημαίνει κοινή δράση. Αυτή τη δράση μπορούμε να την ονομάσουμε προσωρινή αμοιβαιοποίηση της έκδοσης ομολόγων ή όπως αλλιώς θέλουμε» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Η εκτίναξη των κόκκινων δανείων αποτελεί επίσης παράγοντα ανησυχίας σύμφωνα με το διοικητή της ΤτΕ. Παρότι οι εμπορικές τράπεζες διαθέτουν, κατά μέσο όρο, επαρκή κεφάλαια που μπορούν να τα αποδεσμεύσουν για να χορηγήσουν νέες πιστώσεις προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά και να εφαρμόσουν προσωρινή αναστολή των δόσεων δανείων σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (EΑΤ), τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) είναι πολύ πιθανό να αυξηθούν σημαντικά. Για το λόγο αυτό θα χρειαστούμε πλήρη, αν και προσωρινή, ευελιξία όσον αφορά τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων προς τον τραπεζικό τομέα, καθώς και τη χρήση εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων (Asset Management Companies) σε ευρωπαϊκό ή/και εθνικό επίπεδο για την αποτελεσματική και ταχεία αντιμετώπιση του προβλήματος των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων.