Οριακή αύξηση τζίρου κατέγραψαν τα ελληνικά ξενοδοχεία το 2022. Οι επενδύσεις και η βέλτιστη στρατηγική. «Δεν πρέπει να κάνουμε το λάθος να πάμε σε ένα ελιτίστικο μοντέλο», τονίζει ο Αλ. Βασιλικός.
Επιδόσεις αντίστοιχες με εκείνες που 2019 κατέγραψαν τα ελληνικά ξενοδοχεία το 2022, έπειτα από δύο χρόνια που στιγματίστηκαν από την πανδημία του κορωνοϊού, με τις υψηλότερης κατηγορίας μονάδες, εκείνες των 4 και 5 αστέρων, να επιδεικνύουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα και να σημειώνουν καλύτερα αποτελέσματα σε σχέση με τις μονάδες χαμηλότερης κατηγορίας.
Σύμφωνα με την ετήσια έρευνα για τον ξενοδοχειακό κλάδο που εκπόνησε το Ινστιτούτο Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) για λογαριασμό του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΞΕΕ), ο τζίρος των ελληνικών ξενοδοχείων το 2022 σημείωσε οριακή αύξηση 2,4% σε σχέση με το 2019 και ξεπέρασε τα 8,6 δισ. ευρώ έναντι 8,4 δισ. ευρώ την τελευταία χρονιά κανονικότητας πριν από την υγειονομική κρίση.
Τα υψηλότερης κατηγορίας ξενοδοχεία, και συγκεκριμένα τα 4 και 5 αστέρων, κατέγραψαν καλύτερα μεγέθη, με τον τζίρο τους να ξεπερνά τα 6,6 δισ. ευρώ το 2022, αυξημένος κατά 13,1% σε σχέση με το 2019. Αντίθετα, τα χαμηλότερης κατηγορίας ξενοδοχεία, 1, 2 και 3 αστέρων, σημείωσαν τζίρο 1,9 δισ. ευρώ, μειωμένο σε ποσοστό 22,3% σε σχέση με το 2019.
Σε επίπεδο τζίρου, καλύτερα αποτελέσματα κατέγραψαν τα εποχικής λειτουργίας ξενοδοχεία, που αντιπροσωπεύουν το 74% των δωματίων, σημειώνοντας αύξηση σε ποσοστό 9,8%, με τον τζίρο τους να ανέρχεται σε 6,7 δισ. ευρώ, ενώ τα συνεχούς «πιέστηκαν» περισσότερο λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας, καταγράφοντας υστέρηση 21,2% σε σχέση με το 2019.
Ως προς τις επενδύσεις, το 2022 δαπανήθηκαν 621 εκατ. ευρώ για επισκευές, ανακαινίσεις και συντηρήσεις ξενοδοχείων, ποσό που αντιστοιχεί στο 7% του τζίρου των μονάδων, ενώ το 2021 διατέθηκε ποσό 830 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχούσε στο 15% του συνολικού τζίρου. Αντίστοιχα, το 2019 τα ποσά που επενδύθηκαν ξεπέρασαν τα 986 εκατ. ευρώ, που αντιστοιχούσαν στο 12% επί του τζίρου. Και μπορεί, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας τα 4 και 5 αστέρων ξενοδοχεία να δαπάνησαν περίπου 403 εκατ. ευρώ, και τα χαμηλότερης κατηγορίας να δαπάνησαν 215 εκατ. ευρώ, δηλαδή τα μισά περίπου, ωστόσο, τα ποσά που δαπάνησαν οι μονάδες 1, 2 και 3 αστέρων αντιπροσωπεύουν μεγαλύτερο ποσοστό επί του τζίρου τους.
Συγκεκριμένα, τα ξενοδοχεία της χαμηλότερης κατηγορίας, εκείνα με 1 αστέρι, δαπάνησαν 18 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 14,8% του τζίρου τους, τα 2 αστέρων ξενοδοχεία επένδυσαν 70 εκατ. ευρώ που αντιστοιχούν στο 11,7% του τζίρου τους και οι 3 αστέρων μονάδες δαπάνησαν 127 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σε 10,3%. Αντίστοιχα, τα ξενοδοχεία 4 αστέρων επένδυσαν 184 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιπροσωπεύει το 6,4% του τζίρου τους και στα 5 αστέρων ξενοδοχεία πραγματοποιήθηκαν επενδύσεις ύψους 219 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 5,9% του συνολικού τζίρου τους.
«Ποσοστιαία τα μικρά ξενοδοχεία επενδύουν, προσπαθούν να κρατηθούν. Είναι απολύτως απαραίτητο και το έχουμε εκφράσει και προς την κυβέρνηση να υπάρξουν καινούργια πρόγραμμα, τα οποία να στοχεύουν αποκλειστικά στις μικρές κατηγορίες. Και ιδίως προγράμματα όπως η «Πράσινη Μετάβαση» είναι προγράμματα που οφείλουμε να κατευθύνουμε αυτά τα ξενοδοχεία», είπε χαρακτηριστικά ο Αλ. Βασιλικός (φωτ.).
Μάλιστα, εστίασε στο μοντέλο τουρισμού που πρέπει να αναπτυχθεί στην Ελλάδα λέγοντας: «Δεν θα μπορέσουμε ποτέ να είμαστε ένας προορισμός μόνο 4-5 αστέρων. Είναι απολύτως απαραίτητο να έχουμε μια ισορροπία στη γενική μας παρουσία και στις προδιαγραφές των ξενοδοχείων σε όλες τις κατηγορίες. Δεν πρέπει να κάνουμε το λάθος να πάμε σε ένα ελιτίστικο μοντέλο τουρισμού. Πρέπει να πάμε σε ένα μοντέλο τουρισμού το οποίο πιθανότατα οι υψηλές κατηγορίες θα έχουν τη δυνατότητα να βάζουν τον πήχη, αλλά θα πρέπει ταυτόχρονα να υπάρχει η δυνατότητα για όλους να μπορούν να ακολουθήσουν, ιδίως σε ζητήματα όπως η βιωσιμότητα και η τεχνολογική μετάβαση».
Σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις, πάντως, ιδιαίτερης σημασίας είναι το γεγονός ότι το 17,7% αφορούσαν των δαπανών που έγιναν για επενδύσεις αφορούσαν δράσεις βιωσιμότητας και ανήλθαν σε 109 εκατ. ευρώ. Σε επίπεδο πληρότητας, τον Αύγουστο τα αντίστοιχα ποσοστά σε συνεχούς και εποχικής λειτουργίας ξενοδοχεία έφτασε στο peak της και διαμορφώθηκε στο 88%, ξεπερνώντας οριακά τον αντίστοιχο μήνα του 2019, όταν η πληρότητα έφτασε στο 86,8%. Τον Αύγουστο του 2021 η πληρότητα διαμορφώθηκε στο 67,9%, ενώ σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα, στο 27,7%, κινήθηκε τον ίδιο μήνα το 2020. Μάλιστα, τον προηγούμενο Αύγουστο τα εποχικής λειτουργίας ξενοδοχεία σημείωσαν πληρότητα 92,1%, με το αντίστοιχο ποσοστό στα συνεχούς λειτουργίας να διαμορφώνεται στο 75%.
Αντίθετα, στην αρχή της σεζόν, τον Μάιο, η πληρότητα που σημειώθηκε ήταν χαμηλότερη σε σχέση με το 2019, γεγονός που αντανακλά τη συγκρατημένη εκκίνηση της τουριστικής περιόδου. «Οι πρώτοι 4 μήνες του προηγούμενου έτους είχαν μια εξαιρετικά μειωμένη απόδοση για τα συνεχούς λειτουργίας ξενοδοχεία. Το business travel δεν είχε ξεκινήσει και το leisure, τα ταξίδια αναψυχής, ξεκίνησε αργά, από τον Μάιο και μετά», τόνισε σχετικά ο πρόεδρος του ΞΕΕ.
Σε ό,τι αφορά τη μέση τιμή διάθεσης ενός δίκλινου δωματίου, το 50% των ξενοδοχειακών δωματίων τον Αύγουστο του 2022 είχε τιμή πάνω από 110 ευρώ και το άλλο 50% κάτω από 110 ευρώ, με τη μέση τιμή να διαμορφώνεται τελικά στα 150 ευρώ.