Στην Ανακρίτρια Ρόδου έχει υποβληθεί και εκκρεμεί προς κρίση η δικογραφία που σχηματίστηκε κατά 9 μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου για απιστία στην υπηρεσία από κοινού και κατ’ εξακολούθηση με αντικείμενο άνω των 120.000 ευρώ.
Η δικογραφία, αναμένεται σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις να αρχειοθετηθεί, καθώς σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία και συγκεκριμένα το άρθρο 390 του Π.Κ. περί απιστίας «Όποιος κατά παράβαση των κανόνων επιμελούς διαχείρισης προκαλεί εν γνώσει βέβαιη ζημία στην περιουσία άλλου, της οποίας βάσει του νόμου ή δικαιοπραξίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση (ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη), τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή».
Στο άρθρο 405 προβλέπεται πως «Για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 390 παράγραφος 1 εδάφιο β` αν η απιστία στρέφεται άμεσα κατά πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα απαιτείται έγκληση».
Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 6 Ν. 4637/2019 «Εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες, που έχουν ανοίξει χωρίς την υποβολή εγκλήσεως με αντικείμενο πράξεις απιστίας για τη δίωξη των οποίων απαιτείται έγκληση στον παρόντα νόμο ενώ διώκονταν αυτεπαγγέλτως υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, συνεχίζονται, εφόσον ο δικαιούμενος να υποβάλει έγκληση, δηλώσει εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου ότι επιθυμεί την πρόοδό τους».
Οι συνήγοροι των κατηγορουμένων γνωστοποίησαν αρμοδίως ότι δεν υποβλήθηκε μήνυση και ως εκ τούτου η δικογραφία που είχε ήδη κλείσει με τυπικές κλήσεις δεν δικαιολογείται να εκκρεμεί.
Θυμίζουμε ότι ο Ειδικός Ανακριτής Διαφθοράς διαβίβασε αρμοδίως στην Εισαγγελία Εφετών Δωδεκανήσου την δικογραφία, περαιωμένη με «τυπικές» κλήσεις καθώς δεν προέκυψαν αποχρώσες ενδείξεις για την τέλεση του ως άνω αδικήματος.
Θυμίζουμε επίσης ότι η έρευνα στηρίζεται στα διαλαμβανόμενα σε διάταξη της πρώην Αντεισαγγελέως Εφετών Δωδεκανήσου κ. Γεωργίας Δούρου, που έκρινε με επίκληση συγκεκριμένων εγγράφων, ότι η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της Τράπεζας, που οδήγησε στην παύση της λειτουργίας της και την θέση της υπό εκκαθάριση, οφείλεται στο ό,τι τα μέλη του Δ.Σ. της Τράπεζας, δεν προέβησαν εγκαίρως στις ενέργειες εκείνες, που ήταν αναγκαίες για τη διόρθωση των οικονομικών μεγεθών, την συγκράτηση των κεφαλαίων και την διάσωσή της.
Στο υπόμνημα του Ειδικού Ανακριτή Διαφθοράς προς την Εισαγγελία Εφετών Δωδεκανήσου αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της απιστίας περί την υπηρεσία του άρ. 256 ΠΚ, και όταν πρόκειται για ελάττωση της περιουσίας σε βάρος νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου με τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας, τα οποία λειτουργούν με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας» και προσθέτει πως «η αποδιδόμενη με την άσκηση της προκείμενης ποινικής δίωξης κατηγορία σε βάρος των κατηγορουμένων για απιστία στην υπηρεσία τελεσθείσα από κοινού και κατ’ εξακολούθηση και εκ της οποίας η περιουσιακή ζημία υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί αντικειμενικά για το λόγο, ως αναφέρθηκε στην μείζονα σκέψη, ότι η περιουσία του πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία “ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ” δεν υπάγεται στην έννοια της “δημόσιας περιουσίας”, όπως παγίως νομολογείται».
Ως συνήγοροι των κατηγορουμένων παρέστησαν οι δικηγόροι κ.κ. Εμμανουήλ Μπεντενιώτης, Μαρία-Χριστίνα Βρούχου, Βασιλική Δεστούνη, Στέργος Λεβέντης και Στ. Κιουρτζής.