Ο κ. Στέφανος Γιάννιας, έχει μια συναρπαστική διαδρομή ζωής. Βρέθηκε από τον Αρχάγγελο στην προσωπική ακολουθία του βασιλιά Κωνσταντίνου το 1966, από εκεί επέστρεψε στη Ρόδο και στη συνέχεια έφυγε στην Αμερική όπου έκανε “Big Businness” για να επιστρέψει ξανά στην πατρίδα το 1984. Παρότι γεννήθηκε σε πλούσια οικογένεια, όταν ο πατέρας του σκοτώθηκε σε τροχαίο, η μητέρα του μεγάλωσε τα τέσσερα παιδιά της με μεγάλες δυσκολίες. Ο ίδιος δεν συμβιβάστηκε ποτέ με τη φτώχεια. Δραστήριος κι εύστροφος, έγινε ένας από τους καλύτερους ράφτες της Ρόδου. Τα κοστούμια του έφτασαν μέχρι την Αυστραλία, με την τέχνη του εντυπωσιάστηκε ακόμα και ο διάσημος ηθοποιός Γκρέγκορι Πεκ.
Η δεξιοτεχνία του στη ραπτική και η αγάπη του για τη γυμναστική τον οδήγησαν στην αυλή του βασιλιά Κωνσταντίνου. Εφυγε στην Αμερική με την γυναίκα της ζωής του, Μαρία, όπου έζησε το αμερικάνικο όνειρο και επέστρεψαν στη Ρόδο, το 1984.
Ο κ. Στέφανος Γιάννιας, ασυμβίβαστος μέχρι σήμερα και αγέρωχος, μιλά στη «δ» για τη διαδρομή της ζωής του, τον μεγάλο του έρωτα για τη γυναίκα του, Μαρία και αναπολεί μνήμες από τη θητεία του στα ανάκτορα.
• Κύριε Γιάννια, πώς ένα παιδί από τη Ρόδο έφτασε στην αυλή του βασιλιά;
Αρχικά ήταν ο παππούς μου στη βασιλική φρουρά. Όταν ήρθε η ώρα να πάω φαντάρος, ήρθε χαρτί από τα ανάκτορα με το οποίο με προσκαλούσαν στην βασιλική φρουρά. Ημουν 1.82, εμφανίσιμος, γυμνασμένος, με καλά στοιχεία και με κάλεσαν.
• Πόσων ετών ήσασταν τότε;
19 στα 20.
• Και φεύγετε από τον Αρχάγγελο και πάτε στα ανάκτορα;
Φεύγω και πάω κανονικά για φαντάρος. Και αντί για φαντάρος, βρέθηκα στη βασιλική φρουρά. Στην αρχή με κάλεσαν για μαυροσκούφη και παρουσιάστηκα στο «Γουδή». Εμεινα για μια εβδομάδα και μετά πήγα τσολιάς στα βασιλικά ανάκτορα. Εμεινα τρεις μήνες εκεί, έδωσα εξετάσεις και πέρασα από την απαιτούμενη εκπαίδευση. Μετά ήρθε μια διαταγή, οι καλύτεροι, οι πιο γυμνασμένοι και εμφανίσιμοι να πάνε στην προσωπική βασιλική ακολουθία, ιππείς. Να μάθουμε δηλαδή ιππασία για να ακολουθούμε τον βασιλιά στις εξόδους του.
• Τον ζήσατε από κοντά λοιπόν.
Ναι, από πολύ κοντά. Ηταν πολύ καλό παιδί. Είναι 4,5 χρόνια πιο μεγάλος από εμένα. Μια μέρα, ήρθε με το ελικόπτερο στο Ιπποδρόμιο, όπου είχε το άλογό του. Πέρασε από δίπλα μου, τον καλωσόρισα, τον χαιρέτησα. Κάπνιζε εκείνος. Εκεί που κάπνιζε, πέταξε το τσιγάρο, εγώ ήμουν 10 βήματα πιο μακριά και πήγα να βουτήξω τη γόπα για να καπνίσω και με είδε. Τότε μου λέει, “έλα εδώ παιδί μου”, και βγάζει το πακέτο και μου πρόσφερε ένα τσιγάρο. Τότε εγώ ντράπηκα, του είπα ότι δεν καπνίζω και μου λέει, «τι δεν καπνίζεις, αφού πήγες να πάρεις τη γόπα από χάμω». Ομως με είδε ο διοικητής που είχα εκείνη τη μικρή συνομιλία με τον βασιλιά και με κάλεσε να βγω στην αναφορά επειδή θεώρησε ότι ενόχλησα την «Αυτού Μεγαλειότητα». Εγώ όμως, του εξήγησα τι ακριβώς έγινε, ότι πήγα δηλαδή να πάρω τη γόπα και όχι να ενοχλήσω τον βασιλιά. Μου είπε ότι επειδή ήμουν ειλικρινής, θα μου την χαρίσει! Αλλιώς κινδύνευα με 40 μέρες φυλακή!
• Ηταν τόσο αυστηρά τα πράγματα;
Βεβαίως, συγκεκριμένο κούρεμα και ξύρισμα κάθε μέρα. Γινόταν έλεγχος με το βαμβάκι για το ξύρισμα. Θα σας διηγηθώ ένα περιστατικό… Ημασταν στον θάλαμο και είχαμε κάθαρση οπλισμού. Ηρθε ένας από το Κιλκίς με δυο γαλόνια και μου είπε “μοδίστρα, θα πας να καθαρίσεις τις τουαλέτες”. Μόνο οι τιμωρημένοι, καθάριζαν τις τουαλέτες. Και του είπα “δεν είμαι τιμωρημένος και δεν πάω”. Και γυρνάει τότε και μου λέει “μην σηκώνεις γλώσσα σε μένα, ιταλόσπαρμα”. Οπως κρατούσα το όπλο, του δίνω μια και του άνοιξα το κεφάλι. Τότε έτρεξαν κάποιοι στον διοικητή, τον ενημέρωσαν για το περιστατικό και μας κάλεσε στο γραφείο του. Βγήκαμε στην αναφορά και εξήγησα πώς έγιναν τα πράγματα με τη μαρτυρία και του θαλαμοφύλακα που ήταν μπροστά στο περιστατικό. Ο διοικητής του έριξε 40 μέρες φυλακή και του ξήλωσε τα γαλόνια επειδή με είπε ιταλόσπαρμα, λόγω της καταγωγής μου από τη Ρόδο! Τον έβαλαν στο μπουντρούμι κι έβαλαν εμένα να τον φυλάω! Μετά μου ζήτησε συγγνώμη. Λόγω καλής διαγωγής, πήρε τα γαλόνια του πίσω.
• Για ποια περίοδο μιλάμε;
Από το 1966 μέχρι το 1968. Στον ένα χρόνο που ήμουν στην βασιλική ακολουθία έγινε η Δικτατορία. Δύσκολη περίοδος… Μετά διώξανε τον βασιλιά, μας βγάλανε τα γαλόνια, τη χρυσή κορώνα με το “Κ”. Μετά από κανένα μήνα μας τα ξαναδώσανε, σαν ενθύμιο, ήμασταν η τελευταία ακολουθία του βασιλιά. Στη διάρκεια της θητείας μου είχα γνωρίσει όλους τους διοικητές των ανακτόρων γιατί ήμουν καλός ράφτης και έρχονταν όλοι και τους έραβα κοστούμια.
Εγώ πριν πάω στην βασιλική ακολουθία είχα δικό μου ατελιέ, στον Αρχάγγελο. Εκανα μόδες δικές μου, τα κοστούμια μου έφτασαν μέχρι την Αυστραλία!
• Εχω μάθει ότι η αφρόκρεμα της Ρόδου, ραβόταν σε εσάς.
Ναι και όχι μόνο. Εχω ράψει κοστούμια για τον Γκρέγκορι Πεκ, τον Ντέιβιντ Νίβεν και τους μεγάλους ηθοποιούς που είχαν έρθει στη Ρόδο για την ταινία “Τα Κανόνια του Ναβαρόνε”. Εραψαν τα κοστούμια τους σε ράφτες της Ρόδου. Εγώ τότε, δούλευα στον αείμνηστο Μανώλη Χατζηκωνσταντίνου.
• Και μετά ανοίξατε το ατελιέ στον Αρχάγγελο;
Ναι, και μετά με κάλεσαν στα ανάκτορα. Οι αξιωματικοί έμαθαν ότι είμαι καλός ράφτης και μου έδωσαν το ραφείο της βασιλικής φρουράς. Ερχόταν ο διοικητής, ο υποδιοικητής, λοχίες, υπίλαρχοι… Εραβα τα πολιτικά τους κοστούμια και στα παιδιά τους. Μου έδιναν άδειες και ερχόμουν στη Ρόδο, εδώ -εκείνα τα χρόνια- θεωρούσαν πολύ σημαντικό ότι ήμουν στη βασιλική ακολουθία. Από όλη την Ελλάδα ήμασταν 60 άτομα. Για να μάθουμε να ιππεύουμε, περάσαμε από πολύ σκληρή εκπαίδευση, δεν τα κατάφεραν όλοι. Μετά έγινα εκπαιδευτής. Μια φορά το χρόνο, τα 10 καλύτερα άτομα κάναμε επιδείξεις. Καθόταν ο βασιλιάς με όλο το επιτελείο κι εμείς κάναμε γυμναστικές επιδείξεις. Είχαμε ένα άλογο με μακρύ καπίστρι, στη μέση ήταν ένας φαντάρος που το κρατούσε και το άλογο έτρεχε σε κύκλους. Επρεπε λοιπόν ένας να πάει να πηδάει πάνω από το άλογο καθώς έτρεχε, από τη μια μεριά στην άλλη.Μετά έπρεπε να ανέβουμε όρθιοι πάνω στη σέλα του αλόγου ενόσω αυτό κάλπαζε! Γι αυτό ήμασταν μόνο 10 άτομα, κάναμε ακροβατικά, ήμασταν οι καλύτεροι.
• Η αμοιβή σας ποια ήταν;
50 δρχ τον μήνα! Θυμάμαι τότε η μάνα μου, μου έστελνε 100 δραχμές τον μήνα κι από τον στρατό έπαιρνα 50 δρχ. Μου επέτρεπαν όμως να δουλεύω σε ένα ραφείο στου Ζωγράφου κάποια απογεύματα, απ’ όπου έπαιρνα 1.000 δρχ μισθό! Είχα και την αρραβωνιαστικιά μου, την Μαρία που μου έστελνε δολάρια από την Αμερική. Στη Ρόδο ήταν δύσκολα τα πράγματα αλλά εγώ είχα χρήματα τότε.
• Η αρραβωνιαστικιά σας πώς βρέθηκε στην Αμερική;
Τη γνώριζα από πριν. Οταν είχα το ραφείο στον Αρχάγγελο, πήγαινα στο χωριό της, την Μαλώνα, και για να ράβω ρούχα. Μια μέρα, πήγαμε με ένα φίλο στη Μαλώνα να δούμε σινεμά, γιατί τότε στον Αρχάγγελο δεν είχε. Οταν μπήκα, κάθισα στην άκρη και όπως έβλεπα τον κόσμο που έμπαινε, βλέπω μια μελαχρινή με μακριά μαύρα μαλλιά, αμυγδαλωτά μάτια καστανά, κούκλα! Αμέσως με χτύπησε ο έρωτας κατακούτελα. Οταν έσβησαν τα φώτα στο σινεμά, γύρισε με κοίταξε, την κοίταξα, κι αυτό ήταν! Από τη χαρά μου χοροπηδούσα πάνω στο κάθισμα. Στο τέλος του σινεμά, όταν έφευγε, τη χαιρέτισα. Πού να ησυχάσω την άλλη μέρα! Πήγα στη Μαλώνα, και έψαχνα να τη βρω, γιατί δεν ήξερα ούτε το όνομά της. Ρωτώντας, έμαθα ποια είναι και πού μένει και πήγα με το μηχανάκι. Ηταν στην αυλή, την είδα και με είδε, κι από εκείνη τη στιγμή είμαστε μαζί. Εκείνη ήταν 14 ετών και εγώ 18. Της έκανα καντάδες κάτω από το σπίτι της, με μια κιθάρα. Της τραγουδούσα τραγούδια του Καζαντζίδη. Η Μαρία έφυγε στην Αμερική τον Ιανουάριο του 1966 και εγώ πήγα στα ανάκτορα τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου. Οι γονείς της είχαν ήδη πάει στην Αμερική και μέχρι να γίνουν τα χαρτιά της Μαρίας, βρήκα καιρό…. και αρμένιζα! Είχαμε αλληλογραφία κρυφά από τον μπαμπά της όταν έφυγε κι εκείνη, γιατί είχε αντιρρήσεις επειδή ήμουν Αρχαγγελίτης (γέλια)!
Ο πατέρας μου σκοτώθηκε όταν ήμουν τεσσάρων ετών περίπου.. Ημασταν η πιο πλούσια οικογένεια και γίναμε η πιο φτωχή όταν σκοτώθηκε ο πατέρας μου, ο οποίος την εποχή εκείνη είχε δικό του φορτηγό. Στο σπίτι μας είχαμε την καρέκλα του δεσπότη, που ερχόταν στο σπίτι μας μετά τη λειτουργία και καθόταν εκεί. Είχαμε το πρώτο ραδιόφωνο, τότε ήταν μεγάλη υπόθεση. Λειτουργούσε με μπαταρία αυτοκινήτου. Μετά που σκοτώθηκε ο πατέρας μου τα χάσαμε όλα, εγώ και τα τρία αδέλφια μου, ζήσαμε μεγάλη φτώχια.
• Αρα η διαδρομή είναι από τον Αρχάγγελο στα ανάκτορα και από εκεί στην Αμερική;
Η Μαρία, μου έστελνε γράμματα. Εντωμεταξύ εγώ πριν φύγω προσπαθούσα να επικοινωνήσω με τον πατέρα της, του έστελνα γράμματα και δεν απαντούσε! Οπότε, πριν πάω στα ανάκτορα, του έστειλα ένα τελευταίο και του έγραψα «Κύριε Καραγιάννη, σου στέλνω το τελευταίο μου γράμμα παρακαλώντας σε να αφήσεις την κόρη σου να με αγαπά, διαφορετικά αν σε κάποιον νέο συμβεί κάτι απρόοπτο και δυσάρεστο, θα φταίτε εσείς!». Σε αυτό το γράμμα μου απάντησε, κατάλαβε ότι αγαπώ πραγματικά τη Μαρία και μου είπε, «Τι να κάνω παιδί μου που η Μαρία είναι τόσες χιλιάδες μίλια μακριά… Πήγαινε στο στρατό και όταν τελειώσεις με το καλό να κάνουμε το γάμο». Οταν πήρα αυτή την απάντηση τρελάθηκα από τη χαρά μου, αμέσως πήγα αγόρασα βέρες, πήγα στον νονό της και είπα σε όλο τον κόσμο ότι αρραβωνιαστήκαμε! Αυτή η αγάπη παραμένει μέχρι σήμερα έπειτα από 52 χρόνια.
• Ο γάμος πότε έγινε;
Οταν τελείωσα από την βασιλική ακολουθία, ήρθε η Μαρία από την Αμερική και ο γάμος έγινε στην Μαλώνα.
• Εξακολουθήσατε να ράβετε, με αυτό το επάγγελμα ασχοληθήκατε…
Βεβαίως. Μετά το γάμο άνοιξα ραφείο στη Μαλώνα, είχα πολλή δουλειά. Μέχρι τις 3 τα ξημερώματα καθόμουν στο μαγαζί…
• Και πώς πήρατε την απόφαση να πάτε στην Αμερική;
Στις 31 Ιανουαρίου του 1969 φύγαμε για την Αμερική όπου ήταν οι γονείς της Μαρίας. Εδώ στη Ρόδο ήταν δύσκολα εκείνα τα χρόνια, υπήρχε φτώχεια. Ηταν περίοδος της Χούντας, που μας κυνηγούσε, δεν μας άφηνε σε ησυχία. Εμένα με κυνηγούσε επειδή ήμουν στη βασιλική φρουρά.
• Πότε επιστρέψατε στη Ρόδο;
Το 1984 πήραμε την απόφαση να επιστρέψουμε, όταν άρχισαν τα πράγματα να γίνονται δύσκολα στην Αμερική με την έξαρση της εγκληματικότητας και της βίας. Φοβήθηκα για τα παιδιά. Πήραμε την απόφαση να αφήσουμε πίσω τις δουλειές μας, είχα δέκα καθαριστήρια τότε στη Βαλτιμόρη. Big Businness, που λένε. Εκανα τότε 5.000 δολάρια καθαρά τον μήνα. Ηρθαμε στη Ρόδο κι εγκατασταθήκαμε στη Μαλώνα. Μείναμε 8 μήνες, κι έπειτα αγόρασα καθαριστήριο στη Ρόδο και από τότε μείναμε εδώ.
• Ποιο έντονα τι θυμάστε από την περίοδο στη βασιλική ακολουθία, ποιες είναι οι πιο ευχάριστες αναμνήσεις;
Τις γυμναστικές επιδείξεις και την Αννα Μαρία και τον Κωνσταντίνο που τσουγκρίζαμε αυγά το Πάσχα. Ηταν μια οικογενειακή ατμόσφαιρα. Και η Αννα Μαρία ήταν μια κούκλα, μια πολύ ευγενική φυσιογνωμία. Πολύ έντονα θυμάμαι και τις φορές που συνοδεύαμε τον Κωνσταντίνο ως μέλη της βασιλικής φρουράς.
• Και η πιο δυσάρεστη;
Αυτή που άνοιξα το κεφάλι του άλλου με το όπλο! Αλλά δεν μετάνιωσα ποτέ. Δεν έχω μετανιώσει για τίποτα από όλα όσα έκανα στη ζωή μου.