Μια 7ετής δικαστική διαμάχη με δύο τράπεζες είχε αίσιο τέλος και σε δεύτερο βαθμό για ένα ανδρόγυνο, συνταξιούχων από τη Ρόδο, που είχε την επένδυσή του σε ομόλογο με τις οικονομίες μιας ζωής να εξανεμίζεται με υπαιτιότητα κακών συμβουλών και οδηγιών τραπεζικών υπαλλήλων.
Πιο συγκεκριμένα το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με την υπ’ αρίθμ. 1144/2019 απόφαση του 14ου Τμήματός του, απέρριψε την έφεση τράπεζας και της διαδόχου αυτής λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση, κατά δύο υπερήλικων κατοίκων της Ρόδου, που είχαν προσφύγει τον Δεκέμβριο του 2012 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με αγωγή τους από αδικοπραξία.
Ειδικότερα οι ενάγοντες, οι οποίοι είναι σύζυγοι, γεννήθηκαν το έτος 1932, ο πρώτος από αυτούς και το έτος 1935 η δεύτερη, είναι συνταξιούχοι του ΙΚΑ και του ΟΓΑ, αντίστοιχα και κάτοικοι Ρόδου.
Ο γιος των τελευταίων, πολιτικός μηχανικός, δραστηριοποιούμενος επαγγελματικά στη Ρόδο, όπου και κατοικεί, ήδη από το έτος 1985, συνεργαζόταν με την πρώτη εναγομένη, ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, αποταμιεύοντας εκεί τις οικονομίες του. Στο πλαίσιο αυτό είχε αναπτυχθεί σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ αυτού και των προστηθέντων της πρώτης εναγόμενης.
Περί τα τέλη του έτους 2005, προστηθέντες της πρώτης εναγομένης, καθολική διάδοχος της οποίας, λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση, είναι η δεύτερη εναγομένη, προσέγγισαν τον γιο των εναγόντων, προκειμένου να του προωθήσουν επενδυτικές υπηρεσίες, μέσω τμήματος, το οποίο είχαν συστήσει και ήταν εξειδικευμένο σε επενδύσεις σε χρηματοοικονομικά προϊόντα.
Μεταξύ των τελευταίων και των εναγομένων εταιρειών, καταρτίστηκε στις 10-11-2005, η από 10-11-2005 βασική σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, αόριστης διάρκειας.
Παράλληλα, οι ενάγοντες υπέγραψαν, την από την ίδια ημεροχρονολογία, πρόσθετη πράξη συμβάσεως παροχής επενδυτικών υπηρεσιών – λήψη και διαβίβαση εντολών δυνάμει της οποίας οι αντισυμβαλλόμενες εταιρείες, μέσω του καταστήματός τους, ανέλαβαν την κατάρτιση συναλλαγών επί του χαρτοφυλακίου των επενδυτών – εναγόντων, σύμφωνα με τις εντολές τους. Αγοράστηκε από τις εναγόμενες, για λογαριασμό των εναγόντων, ένα ομόλογο, ονομαστικής αξίας 108.000 ευρώ, για την αγορά του οποίου χορηγήθηκε στους ενάγοντες, το από 14- 11-2005 αποδεικτικό εντολής συναλλαγής.
Στο έγγραφο αυτό, αναγράφονταν τα στοιχεία του αγορασθέντος ομολόγου, η ονομαστική αξία αυτού 108.000 ευρώ, η αξία αγοράς του κατόπιν διακανονισμού, ποσού 109.231,76 ευρώ, το επιτόκιο euribor, πλέον 1,35% και η λήξη του ομολόγου στις 10-2-2015, ενώ στη θέση του εκδότη υπάρχει η ένδειξη «corporate», ήτοι εταιρικό, χωρίς καμία περαιτέρω διευκρίνιση.
Στο ίδιο δε έγγραφο, ουδεμία αναφορά γινόταν στην επωνυμία του εκδότη και του εγγυητή του ομολόγου.
Αποδείχθηκε ότι το παραπάνω ομόλογο είχε εκδοθεί στις 10-2-2005, στο πλαίσιο της έκδοσης ομολογιακού δανείου μειωμένης εξασφάλισης, με την εγγύηση εταιρείας ειδικού σκοπού, με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο (Αγγλία και Ουαλία).
Η εταιρεία αυτή ιδρύθηκε στις 16-11-2004, με μετοχικό κεφάλαιο, GRP 50.000, διαιρεμένο σε 50.000 μετοχές ονομαστικής αξίας 1 GRP καθεμία. Το συνολικό ποσό της έκδοσης ανήλθε στο ποσό των 50.000.000 ευρώ, το δε ομόλογο εισήλθε προς διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο του Λουξεμβούργου.
Προερχόταν από τη δευτερογενή αγορά και ήταν ομόλογο δεκαετούς διάρκειας και μειωμένης εξασφάλισης. Η διαβάθμισή του από το Διεθνή Οίκο Αξιολόγησης FITCH, ήταν ΒΒ, βαθμός ο οποίος υποδεικνύει αυξημένη ευπάθεια σε πιστωτικό κίνδυνο, ιδιαίτερα σε περίπτωση δυσμενών μεταβολών στην αγορά ή στις οικονομικές συνθήκες με την πάροδο του χρόνου.
Το άνω ομόλογο άρχισε να υποβαθμίζεται βαθμιαία από τον προαναφερθέντα Διεθνή Οίκο Αξιολόγησης, από ΒΒ κατά την έκδοσή του σε Β-, στις 3-11-2008, σε CCC+, στις 29-7-2009, σε CCC, στις 3-11- 2009 και σε C στις 23-5-2011, οπότε και αποσύρθηκε από τις διαβαθμίσεις.
Καθόλη τη διάρκεια της σύμβασης, οι ενάγοντες ελάμβαναν από τις εναγόμενες, τη μηνιαία αποτίμηση του χαρτοφυλακίου τους, στην οποία αναγραφόταν η κατηγορία της επένδυσης, η εκάστοτε αποτίμησή του, η αριθμητική και ποσοστιαία μεταβολή της τιμής του ομολόγου, η αναλυτική κίνηση του λογαριασμού και οι τόκοι.
Τον Φεβρουάριο του έτους 2009, εξέφρασαν την επιθυμία να ρευστοποιήσουν το ομόλογο, προκειμένου να χρησιμοποιήσουν το κεφάλαιο για την αγορά ακινήτου, οι προστηθέντες, όμως, των εναγομένων, τους απέτρεψαν, αναφέροντας στον αντιπρόσωπό τους, ότι τούτο δεν τους συνέφερε, αφού θα εισέπρατταν μειωμένο κεφάλαιο, ενώ, τον Σεπτέμβριο του έτους 2009, όταν ο παραπάνω αντιπρόσωπός τους, έχοντας θορυβηθεί από δημοσιεύματα για τα σοβαρά προβλήματα της εταιρείας, και φοβηθεί για την απώλεια του επενδυθέντος κεφαλαίου των γονέων του, απευθύνθηκε στους ίδιους προστηθέντες των εναγομένων, οι τελευταίοι των καθησύχασαν ότι τα χρήματα ήταν εξασφαλισμένα.
Ακολούθως, τον Αύγουστο του έτους 2011, μετά από κλήση των εναγομένων, οι ενάγοντες υπέγραψαν τις νέες συμβάσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, για την προσαρμογή των προηγούμενων συμβάσεών τους.
Ωστόσο, μετά την κατάρτιση και των τελευταίων συμβάσεων, με την από 17- 12-2011 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της εγγυήτριας του επίδικου ομολόγου και αυτή τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση.
Στην αναγγελία της απαίτησης των εναγόντων προς τον ειδικό εκκαθαριστή της εγγυήτριας για απόδοση της ονομαστικής αξίας του ομολόγου κατά της εγγυήτριας, προέβη η πρώτη εναγομένη για λογαριασμό τους, μετά από σχετική εξουσιοδότησή τους, στις 9-2-2012, ενώ στη συνέχεια η πρώτη εναγομένη, με την από 23-9-2013 επιστολή της, ενημέρωσε τους ενάγοντες, ότι σύμφωνα με τα αποτελέσματα της εκκαθάρισης, αυτοί θα ελάμβαναν το ποσό των 0,60 ευρώ, ανά 1.000 ευρώ ονομαστικής αξίας, στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης.
Έτσι, λόγω της εκμηδένισης της αξίας του παραπάνω ομολόγου, το οποίο όπως αναφέρθηκε, ήταν μειωμένης διασφάλισης, οι ενάγοντες έχουν υποστεί περιουσιακή ζημία αντίστοιχη με το ποσό που διέθεσαν για την αγορά του ομολόγου, ονομαστικής αξίας 108.000 ευρώ.
Η ζημία δε αυτή προκλήθηκε αιτιωδώς από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων των εναγομένων, οι οποίοι τους συμβούλευσαν και τους έπεισαν δια του πιο πάνω αντιπροσώπου τους, για την αγορά του, παραλείποντας να τους ενημερώσουν για τα στοιχεία του ομολόγου.
Οι εναγόμενες διατάσσονται έτσι να καταβάλουν αποζημίωση στους ενάγοντες ύψους 109.600 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.