Ενα στολίδι στο κέντρο της Ρόδου, αποκαταστάθηκε σε χρόνο ρεκόρ, από τους νέους ιδιοκτήτες, την οικογένεια Ατσίδη.
Το κτήριο, βρίσκεται επί της οδού Ρήγα Φεραίου στη Ρόδο, δίπλα στο ξενοδοχείο Rodos Park, που ήταν εγκαταλελειμμένο επί πολλά χρόνια.
Πρόκειται για διώροφο πέτρινο κτήριο που κατασκευάστηκε επί Τουρκοκρατίας γύρω στο 1900, από Ροδίτες μαστόρους και έχει κηρυχθεί το 1987 με το ΦΕΚ 455/Β/21-8-87 από την Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων & Τεχνικών Έργων Δωδεκανήσου, ως Διατηρητέο Μνημείο (έργο τέχνης που χρειάζεται ειδική κρατική προστασία) από τον τότε προϊστάμενο της Υπηρεσίας Γιώργο Καρυδάκη, αρχιτέκτονα μηχανικό.
Το κτήριο (κατοικία) ιδιοκτησία μέχρι πρότινος των οικογενειών Κωνσταντινίδη και Κακά, αφού μεταβιβάστηκε στην οικογένεια του κ. Αναστασίου Ατσίδη, αποκαταστάθηκε πλήρως με Μελέτες Αρχιτεκτονικών, Στατικών και Μηχανολογικών που κατατέθηκαν και εγκρίθηκαν από την σημερινή προϊσταμένη της αρμόδιας υπηρεσίας Παρασκευή Μωραΐτου, αρχιτέκτονα μηχανικό.
Η άψογη και αναγκαία συνεργασία με την κ. Μωραΐτου ήταν βασικός παράγοντας έτσι ώστε αυτό το μνημείο να δεσπόζει στο κέντρο της Ρόδου με πολλούς περαστικούς να το φωτογραφίζουν κατά το πέρασμά τους.
Χαρακτηριστική, ήταν η ανάρτηση του πρώην προέδρου του ΤΕΕ, κ. Πάνου Βενέρη, χαρακτηρίζοντάς το, ως όμορφη ψηφίδα στο εκπληκτικό ιστορικό μωσαϊκό της πόλης που οφείλουμε να διαφυλάξουμε πάση θυσία!
Το κτήριο έχει τα βασικά χαρακτηριστικά του νεοκλασικού ιδιώματος, όπως η τριμερής διάρθρωση κάτοψης και όψης (κεντρικός διάδρομος και δωμάτια εκατέρωθεν) και διακοσμητικά στοιχεία, όπως περιμετρικές διακοσμητικές ταινίες, γείσα και κορνίζες από σοβά. Είναι χαρακτηριστικό δείγμα ροδίτικης, δωδεκανησιακής αρχιτεκτονικής, πριν την εποχή της Ιταλοκρατίας.
Οι Ροδίτες τεχνίτες προσάρμοσαν τις νεοκλασικές επιρροές στο νησιώτικο στυλ και στην νησιώτικη κουλτούρα, αφαιρώντας τα βαριά νεοκλασικά στοιχεία. Διατήρησαν όμως τους άξονες συμμετρίας, πρόσθεσαν στέγη με κεραμίδια αλλά και στοιχεία από την ανατολή, όπως το ξύλινο κλειστό μπαλκόνι «σαχνισί» στον όροφο της πρόσοψης, πάνω από την νεοκλασική εξώπορτα.
Το κατεστραμμένο χαρακτηριστικό «σαχνισί» της εποχής, κατασκευάστηκε ξανά, σύμφωνα με τα παλιά σχέδια, αποτελώντας ξύλινη ολόσωμη κατασκευή με ξύλινα φουρούσια, σε απομίμηση μορφών των μαρμάρινων στοιχείων του νεοκλασικισμού.
Χαρακτηριστική είναι και η λειτουργία χαμάμ (τούρκικου λουτρού) με καταπληκτική οροφή με θολίτες (μάτια) από στρογγυλούς υαλοπίνακες, σε παρακείμενο βοηθητικό κτίσμα, ενσωματωμένο στον όγκο του κτηρίου.
Έχει σχεδιαστεί το μνημείο με κάθε λεπτομέρεια, εσωτερικά και εξωτερικά, προκειμένου να εγκριθούν οι μορφές, τα υλικά και τα χρώματά του, για να αποκατασταθεί με σεβασμό στην ιστορία του και ταυτόχρονα να αποτελέσει ένα σύγχρονο πολυτελές κτήριο επιπλωμένων διαμερισμάτων με όλες τις ανέσεις.
Την αρχιτεκτονική μελέτη αποκατάστασης του μνημείου, συνέταξαν τα Αρχιτεκτονικά γραφεία:
Ανδρέας Μιχαηλίδης, αρχιτέκτονας μηχανικός διπλωματούχος Α.Π.Θ. MSc & συνεργάτες καθώς και οι Γιάννης Ματσαμάς και Ανδρομάχη Μπατζούκη, αρχιτέκτονες μηχανικοί, διπλωματούχοι Ε.Μ.Π.
Τη μελέτη αποτύπωσης και καταγραφής των χαρακτηριστικών του μνημείου, συνέταξε η Εύη Κακά, αρχιτέκτονας μηχανικός.
Τη στατική μελέτη αποκατάστασης του μνημείου, συνέταξε ο Γεώργιος Ατσίδης, διπλωματούχος πολιτικός μηχανικός MSc.
Την ηλεκτρομηχανολογική μελέτη αποκατάστασης του μνημείου, συνέταξαν οι Παναγιώτης Στεργενάκης ηλεκτρολόγος μηχανικός & Τεχνολογίας Υπολογιστών, διπλωματούχος Πανεπιστημίου Πατρών και ο Γιώργος Πεταλίδης, πτυχιούχος ηλεκτρολόγος μηχανικός Τ.Ε.
Την εσωτερική διακόσμηση ανέλαβε το γραφείο MOSQ + ASSOCIATES.