Οι αριθμοί επιβεβαιώνουν αυτό που γνωρίζουμε όλοι μας για τη σημασία του τουρισμού στην ελληνική οικονομία. Περίπου στο 20% είναι η συμβολή του στο ΑΕΠ της χώρας μας, ενώ το μερίδιό του στην απασχόληση συνολικά προσεγγίζει το 25%. Ωστόσο, οι τουριστικές σπουδές φαίνεται να έχουν αναπτυχθεί ανορθόδοξα και όχι στην έκταση που θα περίμενε κάποιος. Ενδεικτικά, παρότι υπάρχουν 12 τμήματα πανεπιστημίων και ΤΕΙ με τουριστικό αντικείμενο στον χάρτη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, εξ αυτών μόνο τα πέντε βρίσκονται σε έναν προβεβλημένο τουριστικό προορισμό, δηλαδή σε κάποιο νησί.
Το κενό αυτό δηλώνει πρόθεση να σπεύσει να καλύψει η ηγεσία του Πανεπιστημίου Αιγαίου, δίνοντας βάρος σε θέματα ξεναγήσεων, κρουαζιέρας και βασικών τουριστικών γνώσεων. Μία κίνηση που, σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», αντιμετωπίζεται θετικά από το υπουργείο Παιδείας, η ηγεσία του οποίου στοχεύει να δώσει βάρος στην ανάπτυξη της επαγγελματικής εκπαίδευσης σε ορθές βάσεις. Ειδικότερα, με βάση τον νέο νόμο που ψηφίσθηκε προ ημερών στη Βουλή, τα πανεπιστήμια μπορούν να οργανώνουν διετή προγράμματα σπουδών επαγγελματικής κατάρτισης, τα οποία θα είναι πιστοποιημένα. Η νέα δομή μεταλυκειακής εκπαίδευσης θα υποκαταστήσει ουσιαστικά τα ΙΕΚ καθώς θα απευθύνεται στους αποφοίτους των Επαγγελματικών Λυκείων. Τα προγράμματα αυτά θα τοποθετηθούν στο 5ο επίπεδο πιστοποίησης επαγγελματικών προσόντων.
Μιλώντας στην «Κ» ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αιγαίου Στέφανος Γκρίτζαλης ανέφερε ότι το ίδρυμά του θα μπορούσε να εστιάσει στην οργάνωση διετών προγραμμάτων με προσανατολισμό τον τουρισμό. Ηδη, από φέτος στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου λειτουργεί τμήμα Οικονομικής και Διοίκησης Τουρισμού με έδρα τη Χίο. Το γεγονός αυτό αποκλείει μεν τη σύσταση νέου τμήματος τουρισμού σε κάποιο από τα νησιά του Αιγαίου –άλλωστε και το 2010 υπήρξε πρόταση για τμήμα τουρισμού, που δεν προχώρησε–, αλλά επιτρέπει την οργάνωση διετών προγραμμάτων κατάρτισης. «Σε νησιά υψηλού τουρισμού θα μπορούσαμε να οργανώσουμε προγράμματα για τα τουριστικά επαγγέλματα, την ξενάγηση ή με βάρος στην κρουαζιέρα», παρατηρεί ο κ. Γκρίτζαλης. «Πρόκειται για μία απόφαση από την οποία το ίδρυμα θα βγει κερδισμένο, όπως και οι κάτοικοι των νησιών του Αιγαίου που βασίζονται στον τουρισμό».
«Θα στηρίξουμε μία τέτοια επιλογή, αλλά προηγουμένως απαιτείται μελέτη και οργάνωση της πρότασης», επισήμανε, μιλώντας στην «Κ» για το θέμα, ο βουλευτής Κυκλάδων του ΣΥΡΙΖΑ Νικόλαος Συρμαλένιος. «Η σύνδεση του πανεπιστημίου με την τοπική οικονομία είναι απαραίτητη. Και οι τοπικές κοινωνίες πρέπει να στηρίξουν το πανεπιστήμιο», προσθέτει ο βουλευτής Κυκλάδων του ΣΥΡΙΖΑ Αντώνης Συρίγος. Το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στα νησιά με πολύ υψηλό τουρισμό, που διαθέτουν και τις απαραίτητες υποδομές για την εκπαίδευση όσων επιλέξουν το πρόγραμμα.
Στο πλαίσιο αυτό ο δήμαρχος Σαντορίνης Νίκος Ζώρζος τονίζει στην «Κ» ότι εκτός από τους τουρίστες που επισκέπτονται ετησίως το νησί –περίπου 1,7 εκατομμύριο, με 5,5 εκατ. διανυκτερεύσεις–, η Σαντορίνη διαθέτει τις κτιριακές υποδομές. Σήμερα στο νησί λειτουργεί επαγγελματικό λύκειο που προσφέρει ειδικότητες όπως μηχανολογίας, ηλεκτρολογίας, πληροφορικής, συντήρησης έργων τέχνης, αισθητικής. Το επιλέγουν όχι μόνο νέοι του νησιού αλλά και από γειτονικά νησιά. «Η Σαντορίνη θα μπορούσε να φιλοξενήσει τέτοιες σπουδές, καθώς είναι από τους κορυφαίους τουριστικούς προορισμούς διεθνώς», αναφέρει ο κ. Ζώρζος.
Ευρύτερα, είναι βέβαιο ότι η οργάνωση τουριστικών σπουδών σε τουριστικούς προορισμούς θα αναβαθμίσει και τις παρεχόμενες υπηρεσίες, καθώς συμβάλλει στη σύνδεση της εκπαίδευσης-κατάρτισης με τις ανάγκες της τοπικής οικονομίας.
ΣΕΤΕ: Ελλείψεις στην πρακτική εφαρμογή
Ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) επισημαίνει ότι υπάρχουν ελλείψεις στην προσφορά δημόσιας ανώτατης πανεπιστημιακής τουριστικής εκπαίδευσης. Βεβαίως, όπως παρατηρεί ο Σύνδεσμος, υπάρχει πλήθος πανεπιστημιακών τμημάτων σε πεδία που βρίσκουν εφαρμογή στις τουριστικές επιχειρήσεις (π.χ. e-business, διοίκηση επιχειρήσεων), αλλά αυτά στην καλύτερη περίπτωση περιλαμβάνουν απλώς ένα δύο μαθήματα επιλογής σχετιζόμενα με τον τουριστικό κλάδο. Παράλληλα, διαπιστώνεται πως η πρακτική εφαρμογή της θεωρητικής γνώσης παρουσιάζει ελλείψεις, με αποτέλεσμα να υπάρχει ασυμβατότητα μεταξύ των προσόντων που δημιουργεί και εκείνων που χρειάζεται ο τουριστικός τομέας και ότι ο σχεδιασμός των προγραμμάτων στηρίζεται σε τυποποιημένες διαδικασίες και όχι σε μεταβολές στην αγορά ή στον κλάδο διεθνώς.