Με μοχλό την «εσωτερική υποτίμηση» και την εργασιακή απορρύθμιση,η θεαματική αύξηση των αφίξεων συνοδεύεται από διαρροή τουριστικού εισοδήματος προς το εξωτερικό και απασχόλησης προς την αδήλωτη εργασία
«Η Ελλάδα αναδεικνύεται νικήτρια στον τουρισμό», αναγνωρίζουντους τελευταίους μήνες τα διεθνή ΜΜΕ. Κανείς δεν αμφιβάλει ότι η χρονιά θα κλείσει με ρεκόρ όλων των εποχών σε αφίξεις, κοντά και πάνω από τα 30 εκατομμύρια. Σχεδόν το τριπλάσιο του πληθυσμού της θα έχει δεχθεί η χώρα μέχρι το τέλος της χρονιάς
Τα τουριστικά ρεκόρ θεωρούνται επίτευγμα σε συνθήκες κρίσης και αρνητικής δημοσιότητας για το brandname Ελλάδα. Συνδέονται, βεβαίως, και με τις γνωστές γεωπολιτικές συγκυρίες που προέκυψαν από τις συνθήκες αποσταθεροποίησης στην Τουρκία, στην Ευρύτερη Εγγύς και Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική. Παρ’ όλα αυτά το τουριστικό ρεύμα προς την Ελλάδα έχει και μόνιμα χαρακτηριστικά, που δεν σχετίζονται με τη γεωπολιτική συγκυρία, αλλά με την ίδια την ελληνική κρίση. Και, κυρίως, με την πολιτική της «εσωτερικής υποτίμησης» που προώθησαν οι δανειστές, κατά προτεραιότητα εις βάρος της εργασίας.
Χρήσιμα ευρήματα από το ΙΝΕ ΓΣΕΕ
Μερικά από αυτά τα μόνιμα χαρακτηριστικά φωτίζει η ενδιαφέρουσα μελέτη του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ ΓΣΕΕ) «Τουρισμός και ανάπτυξη: Βασικά μεγέθη, κλαδικές διασυνδέσεις, αγροτοδιατροφικό σύστημα και το παράδειγμα της Κρήτης» (συγγραφέας, Ευάγγελος Νικολαΐδης), που δημοσιοποιήθηκε προ ημερών. Εκεί καταγράφονται και μερικά από τα παράδοξα της τουριστικής ανάπτυξης.
– Οι αφίξεις τουριστών τείνουν να διπλασιαστούν από το 2010 στο 2017 (αύξηση 85% μέχρι το 2016), αλλά το ίδιο διάστημα οι διανυκτερεύσεις (μέχρι πέρσι) εμφανίζουν αύξηση μόνο 35%.
– Εξήγηση στο παραπάνω στοιχείο δίνει το γεγονός ότι η μέση διάρκεια παραμονής των τουριστών- κατά 50% από Γερμανία, Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία, Ιταλία και ΗΠΑ- μειώθηκε από 10,6 μέρες το 2005 σε 6,9 μέρες το 2017. Εν μέρει αυτό μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι κατά την οκταετία της διεθνούς κρίσης η λιτότητα επηρέασε καθοριστικά και τα νοικοκυριά που έχουν την πολυτέλεια διακοπών μακριά από τις χώρες τους.
– Αυτό αποτυπώνεται και στη μείωση της μέσης δαπάνης ανά τουρίστα για τις μέρες διαμονής του στην Ελλάδα από τα 740 ευρώ το 2005, σε 470 το 2016. Αυτή η μείωση της δαπάνης- που είναι η μισή από την παγκόσμια μέση τουριστική δαπάνη, σύμφωνα με υπολογισμούς του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού- «ροκανίζει» και το τελικώς ζητούμενο, τα έσοδα από τον τουρισμό: στην ενδεκαετία της έρευνας αυξήθηκαν λιγότερο από 3 δισ. ή 23%, τη στιγμή που μιλούμε για σχεδόν διπλάσιες αφίξεις.
Διατίμηση εργασίας και αποειδίκευση
Ωστόσο, η «παγκοσμιοποίηση της λιτότητας», και ιδιαίτερα η ευρωπαϊκή της εκδοχή, ερμηνεύει μόνο εν μέρει το παράδοξο του ελληνικού τουριστικού ρεκόρ που έχει αναντίστοιχα αποτελέσματα στο ΑΕΠ και στην απασχόληση. Η βασική εξήγηση για το πενιχρό αποτέλεσμα της τεράστιας αύξησης των τουριστικών αφίξεων πρέπει να αναζητηθεί στην πολιτική της «εσωτερικής υποτίμησης» που επιβλήθηκε κατά τα μνημονιακά χρόνια επιλεκτικά εις βάρος της εργασίας- δηλαδή στη βίαιη διατίμηση της εργασίας- και στην απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων που εδραίωσε ένα καθεστώς ακραίας ευελιξίας και επέκτασης της αδήλωτης εργασίας στον κλάδο.
– Το ελληνικό τουριστικό προϊόν υποτιμήθηκε θεαματικά από το 2012 και μετά, όταν θεσπίστηκε ο κατώτατος και υποκατώτατος μισθός (586 και 510 ευρώ αντίστοιχα) με ουσιαστική κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων. Αυτή η δια μιας μείωσησυμπίπτει με το πρώτο μεγάλο άλμα στις τουριστικές αφίξεις.
– Δεκάδες ξενοδοχειακές επιχειρήσεις που πνίγονταν σε χρέη και κόκκινα δάνεια άλλαξαν χέρια. Οι μικρές και μεγάλες –κυρίως ξένες- αλυσίδες που τα διαχειρίζονται πια μηδένισαν το κοντέρ των εργασιακών σχέσεων χρησιμοποιώντας σχεδόν αποκλειστικά «ανειδίκευτη» εργασία, για να εξασφαλίσουν ελάχιστο μισθολογικό κόστος.
– Η συνεργασία αλυσίδων και μεμονωμένων επιχειρήσεων με τους μεγάλους touroperatorsπιέζει μονοπωλιακά προς τα κάτω τις τελικές τιμές των τουριστικών πακέτων, ενώ αυξάνει και τη διαρροή τουριστικών εσόδων προς το εξωτερικό σε επίπεδα άνω του 13%.
– Παρά τον (σχεδόν) διπλασιασμό των τουριστικών αφίξεων από το 2010, τη μείωση του εργασιακού κόστους κατά 27% τουλάχιστον και τη θεαματική ανάκαμψη του τουριστικού κλάδου με ετήσιους ρυθμούς έως 23% από το 2012 και μετά, η ανάκαμψη της απασχόλησης στον κλάδο καταγράφεται στα επίσημα στοιχεία μάλλον ισχνή. Τυπικά, η απασχόληση στον τουρισμό καταλαμβάνει το 10,2% της γενικής, πάνω από τη μεταποίηση και τον δημόσιο τομέα, ενώ η συνολική, άμεση και έμμεση επίδραση του κλάδου στην απασχόληση θεωρείται ότι υπερβαίνει το 30%.
– Ωστόσο, ο συνδυασμός «αποειδίκευσης» και εργασιακής απορρύθμισης στον κλάδο δημιουργεί μια τεράστια γκρίζα ζώνη μεταξύ μερικής απασχόλησης, αδήλωτης εργασίας και τυπικής ανεργίας που προκαλεί παράδοξα όπως αυτό της Κρήτης: ενώ το καλοκαίρι του 2016 υποδέχθηκε πάνω από 4 εκατ. τουρίστες, αποφέροντας κατά ορισμένους υπολογισμούς άνω του 50% του τοπικού ΑΕΠ, η ανεργία στο νησί τους ίδιους μήνες περιορίστηκε ελάχιστα, στο 22%-23%, έναντι 25,5% τους χειμερινούς μήνες. Πριν μια δεκαετία η εποχική έκρηξη της απασχόλησης στον τουρισμό μείωνε την ανεργία το καλοκαίρι στο μισό (από το 10% στο 5%). Και κάτι αντίστοιχο συμβαίνει στα νησιά του Αιγαίου. Το προφανές είναι ότι, εκτός από διαρροή τουριστικού εισοδήματος στο εξωτερικό, το τουριστικό μοντέλο «άνεργης ανάπτυξης» προκαλεί και διαρροή απασχόλησης προς τη μαύρη ή γκρίζα εργασία.
dikaiologitika.gr