Κάνοντας ειδική μνεία και ανάλυση στην αρχή της αναδρομικής εφαρμογής ελαφρύτερης διοικητικής κύρωσης το Στ’ Τμήμα του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς ακύρωσε 13 αυτοτελή πρόστιμα, συνολικού ύψους 160.032 € που επιβλήθηκαν για φορολογικές παραβάσεις το 2007 σε εμπορική επιχείρηση της Ρόδου και περιόρισε αυτά στο ποσό των 2.500 ευρώ, 10 χρόνια μετά την υποβολή σχετικής προσφυγής!
Πιο συγκεκριμένα, το Στ’ Τμήμα του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς επιλήφθηκε προσφυγής που άσκησε μια ομόρρυθμη εμπορική εταιρεία κατά του Ελληνικού Δημοσίου, όπως εκπροσωπείται νομίμως από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ρόδου για την ακύρωση της Α45/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Ρόδου.
Με την τελευταία απόφαση απορρίφθηκε η αίτηση που άσκησε το έτος 2012 η εκκαλούσα περί ακυρώσεως της από 18.5.2012 αποφάσεως του προïσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ρόδου, με την οποία επιβλήθηκαν σε βάρος της 13 αυτοτελή πρόστιμα, συνολικού ύψους 160.032 €, λόγω λήψεως σε ισάριθμες περιπτώσεις εικονικών φορολογικών στοιχείων εντός της χρήσεως 2007.
Πιο συγκεκριμένα, η εκκαλούσα ομόρρυθμη εταιρεία λειτουργούσε κατά τον κρίσιμο χρόνο επιχείρηση με αντικείμενο εργασιών το χονδρικό και λιανικό εμπόριο ετοίμων ενδυμάτων. Για τη λογιστική απεικόνιση των εργασιών της τηρούσε βιβλία Β΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ.
Στο πλαίσιο ελέγχου που διενεργήθηκε από εντεταλμένο κλιμάκιο της Περιφερειακής Διευθύνσεως Νοτίου Αιγαίου του Σ.Δ.Ο.Ε. στα βιβλία και στοιχεία της επιχειρήσεως, διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η τελευταία είχε καταχωρήσει στα βιβλία της δεκατρία τιμολόγια – δελτία αποστολής, εκδόσεως επιτηδευματία, συνολικής καθαρής αξίας 160.032 €, για τα οποία υπήρχαν υπόνοιες ότι ήταν εικονικά.
Ειδικότερα, διαπιστώθηκε ότι η ελεγχόμενη είχε καταχωρήσει στα βιβλία της στοιχεία που φέρονταν ότι είχαν εκδοθεί από τον επιτηδευματία από τις 22-6-2007 έως τις 10-12-2007 καθαρής αξίας από 10.750 ευρώ έως 13.250 ευρώ. Ενόψει των υπονοιών περί εικονικότητάς τους, η ανωτέρω ελεγκτική Αρχή προέβη σε κατάσχεση αυτών και ακολούθως σε επεξεργασία τους, από την οποία διαπιστώθηκε ότι η επιχείρηση της εκκαλούσας πραγματοποίησε μεν τις αναφερόμενες στα παραπάνω φορολογικά στοιχεία συναλλαγές, όχι όμως με το πρόσωπο που εμφανιζόταν ως εκδότης τους.
Ο έλεγχος ειδικότερα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εκκαλούσα εταιρεία δια του διαχειριστή της, χρησιμοποίησε την επιχείρηση του επιτηδευματία, με μοναδικό σκοπό τη λήψη και έκδοση φορολογικών στοιχείων για την κάλυψη ενδοκοινοτικών συναλλαγών που πραγματοποιούσε η ίδια με ιταλικές επιχειρήσεις χωρίς υποχρέωση καταβολής Φ.Π.Α.
Στην κρίση αυτή κατέληξε ο έλεγχος, αφού έλαβε υπόψη ότι η ατομική επιχείρηση ήταν ένα κατάστημα μικρών διαστάσεων και δεν είχε δηλώσει στο Τμήμα Μητρώου της Δ.Ο.Υ. Ρόδου δραστηριότητα σχετική με το εμπόριο ετοίμων ενδυμάτων, στα ένδικα φορολογικά στοιχεία, τα είδη αναγράφονταν χωρίς να γίνεται αναλυτική περιγραφή τους, χωρίς δηλαδή καταγραφή των οικονομικών και τεχνικών στοιχείων που επικρατούν συνήθως στις συναλλαγές και επηρεάζουν σημαντικά την απόδοση ή τη διαμόρφωση του κόστους ή την τιμή πωλήσεως, με αποτέλεσμα να καθίστανται αδύνατες οι ελεγκτικές επαληθεύσεις σχετικά με τη συνάφεια της τιμής αγοράς-πωλήσεως και της ορθής αποτιμήσεως των ειδών αυτών στο τηρούμενο Βιβλίο Απογραφής Εμπορευσίμων κ.α.
Με έγγραφο του Σ.Δ.Ο.Ε. ζητήθηκε η συνδρομή των ιταλικών ελεγκτικών υπηρεσιών. Από την έρευνα οι ελεγκτές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι χρησιμοποίησε τόσο τον Α.Φ.Μ. της ατομικής επιχειρήσεως, όσο και τον Α.Φ.Μ. της Μονοπρόσωπης Ε.Π.Ε. του, προκειμένου να παρουσιάσει τις ενδοκοινοτικές αποκτήσεις (χωρίς Φ.Π.Α.) εκ μέρους του, ως πραγματοποιηθείσες από τον τελευταίο και, στη συνέχεια, προέβη στην έκδοση τιμολογίων (με Φ.Π.Α.), ώστε τα εμπορεύματα να εμφανισθούν ότι πωλήθηκαν από την επιχείρηση του ανωτέρω προς την επιχείρηση της εκκαλούσας, οι δε προμηθεύτριες ιταλικές επιχειρήσεις, αν και συναλλάχθηκαν με την επιχείρηση της εκκαλούσας μέσω άλλου, για την ενδοκοινοτική παράδοση εμπορευμάτων, εξέδωσαν τα τιμολόγια πωλήσεως στο όνομά του, ενεργώντας, κατά τον έλεγχο, καλοπίστως, δεδομένου ότι ήταν συνεργάτης τους επί σειράν ετών, ενώ εξάλλου ο τελευταίος έλαβε τα τιμολόγια που εξέδωσαν οι ιταλικές επιχειρήσεις και στα οποία αναγραφόταν ο Α.Φ.Μ. του, με σκοπό οι τελικοί παραλήπτες των εμπορευμάτων (επιχειρήσεις δικών του συμφερόντων) να εμφανίζονται ως λήπτριες τιμολογίων εκδόσεως του ανωτέρω.
Η εκκαλούσα εταιρεία προέβαλε μεταξύ άλλων ότι η εκκαλουμένη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση της αρχής ne bis in idem και του τεκμηρίου αθωότητας, δεδομένου ότι για την ίδια πράξη οι ομόρρυθμοι εταίροι της εκκαλούσας απηλλάγησαν της σχετικής κατηγορίας με αμετάκλητη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου το 2016.
Μεταξύ άλλων λόγων εφέσεώς της που απορρίφθηκαν το δικαστήριο έκρινε και έκανε δεκτό τον ισχυρισμό ότι κατ’ εσφαλμένη κρίση το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό της περί εφαρμογής της αρχής της αναδρομικής εφαρμογής των ηπιότερων διατάξεων του ν. 4337/2015.
Εκρινε ότι εν προκειμένω εφαρμοστέα είναι, κατ’ επιταγή της αρχής της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης διοικητικής κυρώσεως (και, γενικότερα, του ευμενέστερου για τον φορολογούμενο νόμου περί επιβολής διοικητικών κυρώσεων) για παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας, η διάταξη της παρ. 1 περ. η΄ σε συνδυασμό με την παρ. 2 περ. ε΄ του άρθρου 54 του ν. 4174/2013, όπως ισχύει μετά τη θέση σε ισχύ του ν. 4337/2015, με την οποία προβλέπεται η επιβολή κατ’ αποκοπήν διοικητικού προστίμου 2.500 ευρώ ανά διαχειριστική περίοδο, εντός της οποίας διαπιστώνεται η τέλεσή της εν λόγω παραβάσεως.
Έσφαλε επομένως το πρωτόδικο δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε αντιθέτως και για το λόγο αυτό, ότι η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, στη συνέχεια δε, για τον ίδιο ως άνω λόγο, να γίνει εν μέρει δεκτή η ασκηθείσα προσφυγή, να τροποποιηθεί ανάλογα η προσβληθείσα απόφαση επιβολής προστίμου Κ.Β.Σ. του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ρόδου. Περιόρισε έτσι το πρόστιμο στα 2.500 ευρώ.