Με το βλέμμα στραμμένο μετά τις 12 Σεπτεμβρίου και το ενδεχόμενο επέκτασης των δραστηριοτήτων του «Ορούτς Ρέις» σε απόσταση αναπνοής από το Καστελλόριζο, σε περίοδο λίγο πριν από την προγραμματισμένη, για τις 24 και 25 του μηνός, Σύνοδο Κορυφής, όπου θα τεθούν επί τάπητος πιθανές κυρώσεις κατά της Τουρκίας, βρίσκεται η Αθήνα.
Πρώτον, να επεκταθεί η υφιστάμενη NAVTEX βορειότερα, δεσμεύοντας περιοχή που θα περιλαμβάνει μέρος της ελληνικής υφαλοκρηπίδας μεταξύ 6 και 12 ν.μ. από το Καστελλόριζο. Σε αυτή την περίπτωση, παρότι η Ελλάδα δεν έχει προχωρήσει σε επέκταση των χωρικών υδάτων της, ούτε όμως και σε ανακήρυξη ΑΟΖ (ανεξάρτητα από το αν η υφαλοκρηπίδα ορίζεται διαφορετικά ως ipso facto και ab initio, δηλαδή αυτοδικαίως και εξ υπαρχής), τα περιθώρια μη επέμβασης από την ελληνική πλευρά είναι εξαιρετικά περιορισμένα.
Δεύτερον, να εκδοθούν άδειες από το τουρκικό υπουργείο Ενέργειας για έρευνες της TPAO στις περιοχές του τουρκολιβυκού μνημονίου, που θα μπορούσαν να φέρουν πλοία ακόμα και έξι μίλια ανατολικά της Ρόδου, της Κάσου, της Καρπάθου και της Κρήτης. Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει η πιθανότητα να αρχίσουν οι έρευνες από ανατολικότερα. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση ολόκληρη αυτή η ζώνη βρίσκεται δυτικά του 28ου μεσημβρινού, εφάπτεται με την περιοχή οριοθέτησης αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ) ανάμεσα σε Ελλάδα και Αίγυπτο, ως εκ τούτου μια τέτοια κίνηση θα ενέπλεκε άμεσα και το Κάιρο σε μια διαμάχη που έως τώρα έχει κρατηθεί αυστηρά ελληνοτουρκική.
Ενα τέταρτο, προφανώς προβληματικό σενάριο, αλλά με μικρότερο συντελεστή κλιμάκωσης θα είναι η μετακίνηση του «Ορούτς Ρέις» λίγο βορειότερα από τη σημερινή θέση του, κάτι που θα παρατείνει την αγωνία στην περιοχή και την επιφυλακή των Ενόπλων Δυνάμεων, δίχως ωστόσο να παροξύνει το ενδεχόμενο σύγκρουσης.
Ολα αυτά τα σενάρια στρατιωτικής κλιμάκωσης βρίσκονται στο τραπέζι, ενώ παράλληλα εξελίσσεται ένας διπλωματικός μαραθώνιος με επίκεντρο το Βερολίνο, το οποίο κινείται με την εμφανή ενθάρρυνση και της Ουάσιγκτον.
Αν οι επαφές της Αγκελα Μέρκελ με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν οδηγήσουν σε κάποιο αποτέλεσμα ή η Αγκυρα επιλέξει να τραβήξει κι άλλο το σχοινί, πρακτικά ασκώντας περαιτέρω πίεση στην Ευρωπαϊκή Ενωση, αυτό είναι ακόμα άδηλο.
Με δύο πρόσωπα
Η Αγκυρα και οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Ερντογάν παρουσιάζουν μια διπλή τακτική. Προς το εσωτερικό χρησιμοποιούν μια σκληρή ρητορική, επενδύοντας στα εθνικιστικά αντανακλαστικά των Τούρκων ψηφοφόρων, ενώ προς το εξωτερικό, και ειδικά προς την Ευρώπη, επιχειρούν να επιδείξουν ένα πρόσωπο συνδιαλλαγής και επιθυμίας διαλόγου.
Ολα αυτά αποφεύγοντας, βέβαια, να αναδείξουν το γεγονός ότι ζητούν διάλογο, ενώ το «Ορούτς Ρέις» εξακολουθεί να δραστηριοποιείται στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Κάτι τέτοιο έγινε προφανές και κατά τις αντιδράσεις μετά τη δημόσια πρόταση του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ. Η Αθήνα εξέφρασε την πάγια θέση της περί διαλόγου, αφού αποχωρήσει από την περιοχή το τουρκικό ερευνητικό. Μπορεί επί της ουσίας η ελληνική θέση να ήταν απολύτως ευκρινής και αιτιολογημένη, ωστόσο η ταχεία αντίδραση της Αθήνας ερμηνεύθηκε από την Αγκυρα ως άρνηση του διαλόγου.
Ετσι, επιτράπηκε στους υπουργούς Εξωτερικών και Εθνικής Αμυνας, Μεβλούτ Τσαβούσογλου και Χουλουσί Ακάρ, να ισχυριστούν ότι η Αθήνα δεν επιθυμεί τον διάλογο. Ουσιαστικά, πάντως, ο Ελληνας και ο Τούρκος στρατιωτικός αντιπρόσωπος παρέλαβαν ένα έγγραφο προτάσεων του κ. Στόλτενμπεργκ και, σε δεύτερο στάδιο, επρόκειτο να γίνει συζήτηση περί του αν μπορεί να συγκροτηθεί και μια ολιγομελής ομάδα για τεχνικές επαφές. Το θέμα θα τεθεί στο Βορειοατλαντικό Συμβούλιο (NAC) αυτή την Τετάρτη, ωστόσο, ήδη πριν από τη σύγχυση που δημιουργήθηκε την περασμένη Πέμπτη, ήταν σαφές πως το ΝΑΤΟ μπήκε σε αυτή τη διαδικασία επικουρικά προς τη γερμανική μεσολάβηση, λίγες ημέρες μετά τη συνάντηση των Μέρκελ και Στόλτενμπεργκ στο Βερολίνο.
Οποιαδήποτε και αν είναι η πορεία των εξελίξεων στο εξής, είναι απολύτως σαφές σε κάθε έμπειρο παρατηρητή όλων όσων συμβαίνουν τις τελευταίες εβδομάδες, ειδικά στο εσωτερικό της Τουρκίας, ότι ο κ. Ερντογάν χρειάζεται μια νίκη. Εκτιμάται ότι αν τελικά συμβιβαστεί με κάποιον τύπο διαλόγου με την Ελλάδα, τότε ίσως στρέψει την κοινή γνώμη στην Κύπρο.
Τα σενάρια ανοίγματος των Βαρωσίων υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση έχουν αναθερμάνει σε αρκετούς κύκλους τα σενάρια περί δυναμικότερης παρέμβασης στα Κατεχόμενα, αφενός για να εξασφαλίσουν ότι ο Μουσταφά Ακιντζί θα είναι όσο πιο αποδυναμωμένος γίνεται στις επερχόμενες αποκαλούμενες «εκλογές» στο ψευδοκράτος, αφετέρου για να εντείνουν το στρατιωτικό αποτύπωμα ως απάντηση στη συνεργασία της Λευκωσίας με παίκτες όπως η Γαλλία.
ΗΠΑ με Τραμπ ή με Μπάιντεν
Η εκκρεμότητα των αμερικανικών εκλογών έχει εύλογα μετακινήσει το ενδιαφέρον στο Βερολίνο, παρά το γεγονός ότι οι ΗΠΑ έχουν στηρίξει τη συμφωνία Ελλάδας – Αιγύπτου, ενώ έγινε και ένα βήμα προς την άρση του εμπάργκο αμερικανικών όπλων προς την Κυπριακή Δημοκρατία. Μέχρι στιγμής, ο γερμανικός ρόλος είναι αδιαμφισβήτητα ο πιο ισχυρός, ωστόσο είναι σαφές ότι λόγω της πολυπλοκότητας της κρίσης, το Βερολίνο προσπαθεί περισσότερο να τη διαχειριστεί ώστε να μην εκτροχιαστεί και λιγότερο να βρει έδαφος επίλυσής της, κάτι που εκ των πραγμάτων θα ήταν ουτοπικό υπό τις παρούσες συνθήκες. Σύμφωνα με ορισμένες απόψεις, ο κ. Ερντογάν εκμεταλλεύεται την ευρωπαϊκή αδυναμία έκφρασης μιας κοινής άποψης και προωθεί την ατζέντα του, εκτιμώντας ότι η Ουάσιγκτον θα μείνει εκτός συζήτησης λόγω της προσωπικής σχέσης που έχει καλλιεργήσει με τον Ντόναλντ Τραμπ. Κατ’ αυτή την άποψη ο κ. Ερντογάν έχει επενδύσει δυσανάλογα στη σχέση του με τον Αμερικανό πρόεδρο, εκτιμώντας ότι αν κερδίσει τις εκλογές, τότε έχει εξασφαλίσει «λευκή κάρτα» για την Ανατολική Μεσόγειο. Οποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών, η Ουάσιγκτον θα παραμείνει «κλειδί» για τη διευθέτηση της κρίσης, δίχως πολιτικό πρόσημο. Η επανεκλογή Τραμπ δεν σημαίνει αυτόματη νομιμοποίηση της πολιτικής Ερντογάν στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως και η ανάδειξη του Τζο Μπάιντεν δεν θα σημάνει περιθωριοποίηση της Τουρκίας από τις ΗΠΑ και τροχιά σύγκρουσης με την Αγκυρα.
Πηγή: kathimerini.gr