Συχνά υποστηρίζεται ότι η Ελλάδα είναι προορισμός χαμηλής δαπάνης, ισχυρισμός που στηρίζεται στη σύγκριση των στοιχείων της Μέσης κατά Κεφαλή δαπάνης (ΜΚΔ) των τουριστών. Ο ισχυρισμός αυτός φαίνεται τελικά να καταρρίπτεται, όπως δείχνει η τελευταία μελέτη του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων με τίτλο “Η Μέση κατά Κεφαλή Δαπάνη των εισερχόμενων τουριστών στην Ελλάδα και την Ισπανία το 2019, το 2020 και το 2021” στην οποία εξετάζεται η ΜΚΔ των τουριστών που επισκέπτονται την Ελλάδα και την Ισπανία, η οποία αποτελεί παγκόσμια δύναμη στον τουρισμό αλλά και τον κύριο ανταγωνιστή της Ελλάδας, τόσο ως προς τη συνολική δαπάνη, όσο και ως προς το μέρος της που καταλήγει στην κάθε χώρα-προορισμό.
Η ανάλυση γίνεται τόσο για το μέρος της ΜΚΔ που καταλήγει στην κάθε χώρα, όσο και για τη συνολική ΜΚΔ των τουριστών, περιλαμβανομένου και του μέρους της που καταλήγει εκτός της χώρας (π.χ. σε ενδιάμεσους, αεροπορικές εταιρείες κ.λπ.).
Όπως δείχνει η μελέτη, τα δημοσιευμένα στοιχεία για κάθε χώρα δείχνουν πως η Μέση κατά Κεφαλή Δαπάνη ήταν € 1.119 για την Ισπανία και € 702 για την Ελλάδα για το 2021, € 1.045 για την Ισπανία και € 584 για την Ελλάδα για το 2020 και € 1.101 και € 564 αντίστοιχα για το 2019. Όμως, όπως επισημαίνει η μελέτη, τα μεγέθη υπολογίζονται με διαφορετική μεθοδολογία. Οι κύριες διαφοροποιήσεις είναι ότι στην Ελλάδα μετριέται μόνο το μέρος της δαπάνης που παραμένει στη χώρα, μη περιλαμβανομένου του κόστους του αεροπορικού ή ακτοπλοϊκού εισιτηρίου, ακόμα και αν η αεροπορική ή ακτοπλοϊκή εταιρεία είναι ελληνική. Επίσης, στα στοιχεία περιλαμβάνονται οι επισκέπτες χωρίς διανυκτέρευση και οι “cross border workers”.
Αντίθετα, στην Ισπανία μετριέται το σύνολο της δαπάνης των τουριστών, ανεξάρτητα αν εισπράχθηκε από την χώρα ή τρίτους εκτός αυτής (π.χ. αεροπορικό εισιτήριο, προμήθεια ενδιάμεσων κ.λπ.) και η μέτρηση αφορά μόνο σε τουρίστες με τουλάχιστον μια διανυκτέρευση.
Προσαρμόζοντας τα δύο μεγέθη ώστε να αποτυπώνεται μόνο η δαπάνη που έγινε στην κάθε χώρα (εξαιρουμένου του κόστους μετάβασης) και μόνο για τουρίστες με τουλάχιστον μία διανυκτέρευση, η μέση δαπάνη στην Ελλάδα το 2019 υστερεί αυτής της Ισπανίας κατά μόλις 9 ευρώ (από € 537 βάσει δημοσιευμένων στοιχείων), ενώ το 2020 και το 2021 η μέση δαπάνη στην Ελλάδα υπερτερεί αυτής της Ισπανίας κατά € 41 και € 72 αντίστοιχα (από € 461 και € 417 αντίστοιχα).
Διαφορετικές πηγές τουριστών
Μέρος της διαφοράς του 2019 οφείλεται στο ό,τι οι δύο χώρες δέχονται τουρίστες από διαφορετικές αγορές και, συγκεκριμένα, η Ελλάδα δέχεται μεγάλο αριθμό τουριστών από τις όμορες Βαλκανικές χώρες. Οι τουρίστες αυτοί έχουν χαμηλότερη μέση δαπάνη και ωθούν τον συνολικό μέσο όρο της μέσης δαπάνης προς χαμηλότερα επίπεδα. Ως εκ τούτου, η διαφορά αναστρέφεται υπέρ της Ελλάδας τα τελευταία δύο πανδημικά χρόνια, λόγω αύξησης του μεριδίου των κύριων αγορών μας και μείωσης των βαλκανικών και όμορων αγορών. Με την υπόθεση εργασίας ότι η Ελλάδα έχει το ίδιο market mix με την Ισπανία, η διαφορά στη μέση δαπάνη που μένει στην κάθε χώρα διαμορφώνεται στα € 44 για το 2019, € 69 το 2020 και € 120 για το 2021 υπέρ της Ελλάδας.
Στη συνέχεια εξετάζεται η μέση δαπάνη ως προς το σύνολο της δαπάνης, δηλαδή περιλαμβανομένης όχι μόνο της δαπάνης που καταλήγει στη χώρα-προορισμό, αλλά και της δαπάνης που γίνεται εκτός αυτής (π.χ. αεροπορικό εισιτήριο, προμήθεια ενδιάμεσων κ.λπ.).
Το 2019, για τις αγορές που υπάρχουν στοιχεία, παρατηρείται ότι η μέση δαπάνη των τουριστών στην Ελλάδα είναι υψηλότερη σε όλες τις αγορές -20 ευρώ στην Γερμανία, 350 ευρώ στην Γαλλία- σε σύγκριση με την Ισπανία, με εξαίρεση τις αγορές της Ολλανδίας (€ -86), των ΗΠΑ (€ -50) και της Ρωσίας (€ -458). Για το 2020, για τις τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, στις δύο (Γερμανία και Ιταλία) η μέση δαπάνη των τουριστών στην Ελλάδα είναι χαμηλότερη -€ 10 στην Ιταλία έως € 64 στην Γερμανία- απ’ ό,τι η αντίστοιχη στην Ισπανία, ενώ στις υπόλοιπες δύο είναι υψηλότερη – € 6 για το Ην. Βασίλειο έως € 433 για τη Γαλλία. Για το 2021, για τις πέντε ευρωπαϊκές χώρες για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, στις δύο (Γερμανία και Ιταλία) η μέση δαπάνη των τουριστών στην Ελλάδα είναι χαμηλότερη -€ 30 στην Ιταλία έως € 92 στην Γερμανία- απ’ ό,τι η αντίστοιχη στην Ισπανία, ενώ στις υπόλοιπες τρεις είναι υψηλότερη – από € 46 στο Βέλγιο έως € 390 για τη Γαλλία, από την οποία η Ισπανία έλκει μεγάλο μέρος του οδικώς εισερχόμενου τουρισμού της.
Τα δύο συμπεράσματα
Η μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ καταλήγει σε δύο συμπεράσματα. Πρώτον ότι αντικρούεται η άποψη ότι η Ελλάδα, συγκρινόμενη με τους κύριους ανταγωνιστές, είναι ένας φθηνός προορισμός για τους Ευρωπαίους αφού σε πολλές περιπτώσεις οι Ευρωπαίοι τουρίστες στην Ελλάδα δαπανούν περίπου τα ίδια ή περισσότερα απ’ ό,τι στην Ισπανία. Οι διαφορές στα συνολικά μεγέθη οφείλονται σε σημαντικό βαθμό στο διαφορετικό market mix και όχι στο ότι οι τουρίστες από κάποια χώρα δαπανούν λιγότερα στην Ελλάδα απ΄ ό,τι δαπανούν αντίστοιχα στην Ισπανία.
Δεύτερον ότι στην Ελλάδα περίπου το 1/3 του εισερχόμενου τουρισμού για το 2019 και σχεδόν το 1/5 του 2020 και του 2021 είναι οδικές αφίξεις από τις όμορες βαλκανικές αγορές. Οι αγορές αυτές έχουν χαμηλότερη ΜΚΔ από τις άλλες Ευρωπαϊκές αγορές έλκοντας τη συνολική ΜΚΔ σε χαμηλότερα επίπεδα. Θα πρέπει όμως να επισημανθεί ότι η πελατεία αυτή δεν υποκαθιστά αλλά προστίθεται στην πελατεία με την υψηλότερη δαπάνη και απορροφάται, κατά κύριο λόγο, από το τουριστικό προϊόν της Β. Ελλάδας (Μακεδονία, Θράκη), όπου η ξενοδοχειακή υποδομή είναι χαμηλότερης κατηγορίας σε σχέση με την αντίστοιχη σε άλλες Περιφέρειες της χώρας.
Πηγή capital.gr