Την ανάγκη υποστηρικτικής – παρηγορικής φροντίδας των ασθενών με χρόνιο πόνο και άλλα βασανιστικά συμπτώματα, στους οποίους οι θεραπείες της πρωτογενούς νόσου έχουν αποτύχει, δίνοντας έμφαση στην επαναπόκτηση της ποιότητας ζωής τους, υπογραμμίζουν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ δύο επιστήμονες που καθημερινά έρχονται σε επαφή με τον ανθρώπινο πόνο.
Η ομότιμη καθηγήτρια Αναισθησιολογίας και Θεραπείας Πόνου ΕΚΠΑ, αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρίας Θεραπείας Πόνου και Παρηγορικής Φροντίδας – ΠΑΡΗ.ΣΥ.Α, Ιωάννα Σιαφάκα και ο πρόεδρος της Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρίας, Ευάγγελος Φιλόπουλος, επισημαίνουν το δικαίωμα του ασθενούς στην παρηγορική φροντίδα, τα κενά που υπάρχουν και τις παρεμβάσεις που πρέπει να γίνουν, τόσο για την ανάπτυξη των ιατρείων πόνου και παρηγορικής φροντίδας αλλά και για την κατανόηση του ρόλου τους.
«Η Ελλάδα είναι από τις ελάχιστες χώρες που δεν έχει οργανωμένο σύστημα παροχής παρηγορικής φροντίδας», αναφέρει η κυρία Σιαφάκα, προσθέτοντας ότι «ατυχώς μέχρι σήμερα η αντιμετώπιση του πόνου και η παρηγορική φροντίδα είναι μια ευρέως παραμελημένη περιοχή του ελληνικού συστήματος υγείας, με αποτέλεσμα οι Έλληνες ασθενείς και οι οικογένειές τους να μην έχουν την υποστήριξη που χρειάζονται».
Η διαχείριση του καρκινοπαθούς με πόνο
Ο καρκίνος, σοβαρή και απειλητική για τη ζωή νόσος, αντιπροσωπεύει μια “θύελλα” για τη ζωή των ασθενών και των οικογενειών τους σε σωματικό, ψυχολογικό, κοινωνικό και υπαρξιακό επίπεδο. Ετσι, λοιπόν, η διαχείριση του καρκινοπαθούς με πόνο είναι κάτι παραπάνω από τη συνταγογράφηση κάποιου αναλγητικού. Η διαχείριση του καρκινικού πόνου απαιτεί ένα πολύπλοκο αλληλοσχετιζόμενο πρόγραμμα, που να ενσωματώνει πολλές ειδικότητες θεραπευτών, αναφέρει η κυρία Σιαφάκα. Προσθέτει ότι, οι ασθενείς με καρκίνο βιώνουν πολλά συμπτώματα ως αποτέλεσμα της νόσου ή της θεραπείας. Πόνος βιώνεται από το 30-50% των καρκινοπαθών στη φάση ενεργού θεραπείας και από το 70-90% σε προχωρημένη νόσο. Επιπρόσθετα στον πόνο οι καρκινοπαθείς αναφέρουν κόπωση, αδυναμία, δύσπνοια, ναυτία και έμετο. Ψυχιατρικές επίσης διαταραχές συμβαίνουν σε ποσοστό πάνω από 60%, με διαταραχές προσαρμογής, κατάθλιψη, άγχος και παραλήρημα να αποτελούν τις πλέον συνηθισμένες.
Όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κυρία Σιαφάκα, «στην Ελλάδα σήμερα, η αντιμετώπιση του καρκινοπαθούς με πόνο και άλλων ασθενών με ανίατη νόσο είναι ανεπαρκής, επιβλαβής για το ίδιο το άτομο και δαπανηρή για το σύστημα υγείας. Ο αθεράπευτος πόνος είναι η αιτία που ο ασθενής υποφέρει άδικα, κάνοντας σκέψεις απελπισίας, αυτοκτονίας και σε ακραίες περιπτώσεις ευθανασίας».
Σε πρόσφατη μελέτη υπολογίσθηκε ότι 120.000 έως 135.000 ασθενείς και οι οικογένειές τους στην Ελλάδα χρειάζονται υπηρεσίες παρηγορικής φροντίδας ετησίως, με τη διάθεση 500 κλινών για τη νοσηλεία και 300 ομάδων για τις ανάγκες της κατ’ οίκον φροντίδας. «Ο στόχος αυτός θα χρειαστεί πιθανόν δεκαετίες για να εκπληρωθεί στην Ελλάδα», σημειώνει.
Επιπλέον, «με βάση πρόσφατα ευρήματα ερωτηματολογίου σε Έλληνες γιατρούς, νοσηλευτές και ασθενείς, φαίνεται οτι ένα από τα σοβαρά εμπόδια για την ανάπτυξη παρηγορικής θεραπείας είναι η μη κατανόηση του τι είναι τα ιατρεία πόνου και παρηγορικής φροντίδας και πώς υποστηρίζουν τους ανθρώπους που ζουν με απειλητικές και περιοριστικές ασθένειες, καθώς και τις οικογένειες και τους φροντιστές τους».
Στην Ελλάδα λειτουργούν 55 ιατρεία πόνου και παρηγορικής φροντίδας σε δημόσια νοσοκομεία με εθελοντές αναισθησιολόγους, οι οποίοι έχουν εκπαιδευτεί ειδικά στην αντιμετώπιση του πόνου. «Αυτά τα ιατρεία λειτουργούν λόγω της φιλανθρωπίας και της προσφοράς των αναισθησιολόγων προς τον πάσχοντα ασθενή», τονίζει η κυρία Σιαφάκα, υπογραμμίζοντας το πρόβλημα της υποστελεχωσής τους. Πρόσφατα, αναφέρει, έκλεισε το ιατρείο πόνου του Γενικού Νοσοκομείου Καλαμάτας.
Επιτακτική ανάγκη η καθολική υποστήριξη των ασθενών
“Δυστυχώς στη χώρα μας δεν έχει γίνει ακόμα αντιληπτό ότι ο καρκίνος δεν είναι μόνο ένα θέμα διαγνωστικής ή θεραπευτικής παρέμβασης, αλλά ένα πολύ σύνθετο σωματικό και ψυχικό πρόβλημα, που αφορά όχι μόνο τους πάσχοντες, αλλά και το οικογενειακό, φιλικό, επαγγελματικό περιβάλλον και γενικότερα την κοινωνία. Η πρόληψη μπορεί να αποτελεί την πρώτη προτεραιότητα αν επιθυμούμε να μειώσουμε στο μέλλον τον αριθμό των νέων περιστατικών, αλλά η καθολική υποστήριξη των ασθενών αποτελεί ανάγκη επιτακτική του σήμερα. Δυστυχώς, όμως, η υποστηρικτική – παρηγορική φροντίδα των ασθενών αποτελεί την μαύρη τρύπα στο σύστημα υγείας της χώρας μας. Οι ελλείψεις σ’ αυτόν τον τομέα δεν είναι μόνο απελπιστικά επώδυνες, αλλά καθιστούν επιτακτική την άμεση κινητοποίηση όλων μας για την εξάλειψη τους», υπογραμμίζει από την πλευρά του ο κ. Φιλόπουλος.
Προσθέτει, δε, ότι η Ελλάδα οφείλει άμεσα να αξιοποιήσει τις υφιστάμενες δομές, να υλοποιήσει σταθερά, και οικονομικά εφικτά, μέτρα που θα διευρύνουν το πλήθος των εξυπηρετούμενων ασθενών, θα βοηθήσουν να κατανοηθούν καλύτερα οι επιμέρους ανάγκες και θα αναδείξουν τις βέλτιστες δυνατότητες ικανοποίησης τους. «Μεγαλόπνοα σχέδια, έτσι όπως έχουν αποτυπωθεί στο χαρτί είτε με τη μορφή νόμων (π.χ. Εθνικό Ινστιτούτο Νεοπλασιών) είτε με τη μορφή “εθνικών μελετών” χωρίς να αναιρούν το καλοπροαίρετο των εμπνευστών τους, είναι καταδικασμένα σε αποτυχία λόγω του μεγαλοιδεατισμού τους και της μέσω αυτών προσπάθειας που καταβάλουν κάποιες ομάδες να επικρατήσουν στο αγώνισμα “κάνω κουμάντο στο χώρο της ογκολογίας”. Γνωστό πλέον “αγώνισμα” στη χώρα μας, αλλά μη αποδεκτό, πλέον, αφού στη διεξαγωγή και στον τερματισμό του δεν υπάρχει κάποιο μετάλλιο για τον Έλληνα καρκινοπαθή».
Καταλήγει ότι η ΕΑΕ σε συνεργασία με την ΠΑΡΗΣΥΑ και άλλες οργανώσεις επεξεργάζονται προτάσεις προς την Ελληνική Πολιτεία, «ώστε με την ευθύνη της να ληφθούν τα πρώτα άμεσα υλοποιήσιμα μέτρα για την υποστήριξη και την παρηγορία του Έλληνα ογκολογικού ασθενή».
ΑΠΕ-ΜΠΕ
Εφη Φουσέκη