Στους 41 μειώθηκαν από τους 48 οι ασθενείς που νοσούν με κορωνοϊό και νοσηλεύονται στο Γενικό Νοσοκομείο Ρόδου. Πρόκειται κυρίως για ηλικιωμένους που δεν έχουν εμβολιαστεί ή έχουν λάβει τη δεύτερη δόση των εμβολίων κατά της Covid-19 πριν από περισσότερους από επτά μήνες. Οι περισσότεροι ασθενείς έχουν ήπια συμπτώματα πλην δύο οι οποίοι έχουν διασωληνωθεί και πιθανότατα να δαιμονισθούν σε νοσοκομείο αναφοράς για να νοσηλευτούν σε ΜΕΘ Covid, όταν το επιστρέψουν οι συνθήκες.
«Τα πράγματα όσον αφορά τις νοσηλείες Covid δεν έχουν διαφοροποιηθεί. Παραμένει σταθερά υψηλός ο αριθμός των νοσηλευόμενων ασθενών στο ΓΝΡ. Δεν μπορούμε να προεξοφλήσουμε από τώρα ότι υπάρχει αποκλιμάκωση του κύματος της πανδημίας σε τοπικό επίπεδο. Θα πρέπει να περιμένουμε ακόμη λίγες ημέρες για να δούμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Χρειάζεται ακόμη μεγάλη προσοχή», δήλωσε στη «δ» ο διοικητής του Γενικού Νοσοκομείου Ρόδου, Γρηγόρης Ρουμάνης.
Και μπορεί η Ρόδος να παρουσιάζει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά εμβολιασμού του γενικού πληθυσμού πανελλαδικά, οι εμβολιαστικοί ρυθμοί παρουσιάζουν απότομη πτώση το τελευταίο διάστημα. Συνολικά 223.000 πραγματοποιήθηκαν στη Ρόδο σε διάστημα ενός έτους, ενώ σχεδόν 93.000 άτομα έχουν λάβει τις δύο δόσεις των εμβολίων ενώ σε περίπου 57.000 άτομα έχει χορηγηθεί και η τρίτη/αναμνηστική δόση.
Δεν έχει ακόμη ξεκαθαρίσει πόσα πιστοποιητικά εμβολιασμού στη Ρόδο είναι πλέον άκυρα καθώς έχει παρέλθει το χρονικό διάστημα των επτά μηνών από τη λήψη της δεύτερης δόσης. Πάντως όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς από στατιστικά στοιχεία, ένας αρκετά μεγάλος αριθμός συμπολιτών μας που δεν έχει προγραμματίσει έγκαιρα τη λήψη της τρίτης δόσης των εμβολίων, πλέον δεν διαθέτει πιστοποιητικό εμβολισμού που να είναι σε ισχύ.
Πάντως τα ραντεβού στο κέντρο Υγείας Ρόδου έχουν μειωθεί στο μεταξύ στα 50 ημερησίως και δεν διαφαίνονται αυξητικές τάσεις, παρόλο που τέθηκε από προχθές σε ισχύ το μέτρο της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού με την τρίτη δόση για όλους τους ενήλικες που έχουν εμβολιαστεί και έχει παρέλθει χρονικό διάστημα τουλάχιστον επτά μηνών από τη χορήγηση της δεύτερης δόσης (ή στην περίπτωση μονοδοσικών εμβολίων, από τη χορήγηση της μοναδικής δόσης).