Ενίσχυση μεν των σχέσεων με τη Ρωσία, αλλά όχι ρήξη με τους εταίρους, ζητεί το Ποτάμι, με ανακοίνωσή του για τη συνάντηση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα με τον πρόεδρο της Ρωσίας Βαντίμιρι Πούτιν στη Μόσχα.
«Η εξωτερική πολιτική, όμως, οφείλει να έχει συνέχεια και συνέπεια. Να ασκείται στη βάση μακροπρόθεσμων στόχων και όχι μέσω σπασμωδικών κι ευκαιριακών κινήσεων. Ο πρωθυπουργός πρέπει να γνωρίζει ότι η πολιτική λύση που επιδιώκει με την Ευρώπη προϋποθέτει μια σχέση πολιτικής εμπιστοσύνης. Και η εμπιστοσύνη δεν χτίζεται με συμπεριφορές “μια στο καρφί και μια στο πέταλο”», υποστηρίζει το Ποτάμι, επισημαίνοντας την ανάγκη προσέλκυσης επενδυτών αλλά και την επίτευξη συμφωνιών στον ενεργειακό τομέα.
«Η Ελλάδα είναι ισχυρό μέλος της ΕΕ. Αυτός είναι ο διαχρονικός στρατηγικός προσανατολισμός της χώρας. Μια Ελλάδα εκτός ευρωζώνης και εκτός ΕΕ, αποδυναμωμένη και απομονωμένη, θα είναι έρμαιο στις στρατηγικές επιδιώξεις εκείνων που επιδιώκουν να αυξήσουν τις δικές τους ζώνες επιρροής», εκτιμά το Ποτάμι, θεωρώντας ότι «για να ενισχύσουμε τη διεθνή θέση μας και να ασκούμε πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική με ειδικό βάρος, οφείλουμε να μείνουμε στο κέντρο της ΕΕ. Ετσι θα μπορούμε να έχουμε και ενεργότερο ρόλο ως “γέφυρα” με χώρες εκτός της ΕΕ και του ΝΑΤΟ».
Ζημιωμένος θα βγει ο λαός από την επίσκεψη Τσίπρα στη Μόσχα, σύμφωνα με το ΚΚΕ.
«Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, διατηρώντας τον ευρωατλαντικό της προσανατολισμό, που περιλαμβάνει και τις κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, επιδιώκει την επέκταση των διαύλων συνεργασίας ανάμεσα στους εγχώριους μονοπωλιακούς ομίλους και τους αντίστοιχους ρωσικούς, εμπλέκοντας ακόμα περισσότερο τη χώρα στη δίνη των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών» αναφέρει σε ανακοίνωσή του ο Περισσός και συμπληρώνει:
«Απ’ αυτούς τους σφοδρούς ανταγωνισμούς που βρίσκονται σε εξέλιξη για το ποια μονοπώλια, ρωσικά, ευρωενωσιακά ή αμερικάνικα θα καρπωθούν αυτόν τον πλούτο, ο λαός θα είναι και πάλι ο ζημιωμένος».
Από το Γραφείο Τύπου του ΠΑΣΟΚ διατυπώθηκε το ακόλουθο σχόλιο σχετικά με την επίσκεψη του Πρωθυπουργού στην Μόσχα και την συνέντευξη που έδωσε με τον Πρόεδρο Πούτιν:
«Η καλλιέργεια και αναβάθμιση των Ελληνορωσικών σχέσεων είναι σταθερή επιλογή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που ακολούθησαν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις, όπως κάνουν και οι κυβερνήσεις όλων σχεδόν των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο των σχετικών πολιτικών της Ε.Ε., κυρίως της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και της ενεργειακής πολιτικής.
Από την άποψη αυτή μια επίσκεψη του έλληνα Πρωθυπουργού στη Μόσχα είναι σημαντικό γεγονός για τις διμερείς σχέσεις, όπως και η επίσκεψη του ρώσου Υπουργού Εξωτερικών Σ. Λαβρόφ στην Αθήνα τον Οκτώβριο του 2013.
Χαιρόμαστε επίσης γιατί προχωρούν κανονικά οι προετοιμασίες για τον εορτασμό του 2016 ως έτους Ελλάδας στην Ρωσία και έτους Ρωσίας στην Ελλάδα που είχε συμφωνηθεί εδώ και καιρό. Ο εορτασμός αυτός ενισχύει και την πολιτιστική και την τουριστική συνεργασία.
Είναι προφανές ότι όσα ειπώθηκαν στη κοινή συνέντευξη τύπου θέτουν σε ρεαλιστική βάση όλα τα κρίσιμα θέματα :
– Οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας θα αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της σχέσης με το ΔΝΤ.
– Τα ρωσικά αντίμετρα σε σχέση με τα ευρωπαϊκά αγροτικά προϊόντα δεν μπορούν να διαφοροποιηθούν ως προς την Ελλάδα.
– Οι ομόφωνες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σχετικά με τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας διαμορφώνονται κατά τη διάρκεια των σχετικών συνόδων, όταν τα κράτη-μέλη τοποθετούνται επισήμως και όχι κατά τη διάρκεια διμερών συναντήσεων που είναι αναμφίβολα χρήσιμες και έχει σημασία να είναι πολύ φιλικές.
– Η ελληνική συμμετοχή σε αγωγούς φυσικού αερίου διαμορφώνεται με κριτήριο την ενεργειακή ασφάλεια, τη διαφοροποίηση πηγών προέλευσης και οδών διέλευσης και τις δυνατότητες επιχειρηματικής χρηματοδότησης επενδύσεων σε υποδομές που ενισχύουν τον περιφερειακό ρόλο της χώρας, στο πλαίσιο πάντα της Ευρωπαϊκής έννομης τάξης.
– Η επενδυτική συνεργασία των δυο χωρών θα διευκολυνθεί, εάν αποσαφηνισθεί η θέση της ελληνικής κυβέρνησης ως προς τις ιδιωτικοποιήσεις, στο πλαίσιο και πάλι της Ευρωπαϊκής έννομης τάξης, ιδίως από πλευράς ανταγωνισμού και κρατικών ενισχύσεων».