Την πολύ κακή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις συνέπειες που επιφέρει η καθυστέρηση στο κλείσιμο της περιβόητης ‘αξιολόγησης’ επισήμανε με δηλώσεις του στην «δημοκρατική» το μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (και μέλος του δ.σ. του ΟΟΕ Τμήμα Δωδεκανήσου) κ. Μιχάλης Μιχαήλ.
«Το ΟΕΕ σε εθνικό επίπεδο σε συνεργασία με δύο αρμόδια ινστιτούτα, εκτίμησε την κατάσταση του 2017 και έκρινε πως η κατάσταση με την ‘αξιολόγηση’ επιφέρει τόσο κοινωνικό όσο και οικονομικό κόστος. Δεν θα πρέπει να παραγνωρίσουμε πως οι καθυστερησεις σε ανάλογες διαδικασίες με το κλείσιμο αξιολόγησης είναι ένα φαινόμενο που παρατηρείται και σε προηγούμενες κυβερνήσεις (από το 2010 μέχρι και σήμερα). Αυτό εμείς το εστιάζουμε στο πολιτικό κόστος το οποίο φοβούνται να αναλάβουν διαχρονικά οι κυβερνήσεις. Το ίδιο ισχύει και με την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής αλλά και με τον εκσυγχρονισμό των δομών της δημόσιας διοίκησης. Όλες οι εκτιμήσεις από τα ινστιτούτα, τους οργανισμούς και τον ΟΟΣΑ συγκλίνουν στην εκτίμηση πως εάν διορθωθεί η γραφειοκρατία και εξορθολογιστούν οι δομές της δημόσιας διοίκησης, θα εξοικονομήσουν στο ελληνικό κράτος γύρω στα 8 – 12 δις ευρώ το χρόνο. Ωστόσο, αυτό προϋποθέτει ένα μεσοδιάστημα από ένα έως τρία χρόνια για να εφαρμοστούν αυτά στην πράξη», εξήγησε ο κ. Μιχαήλ.
Ο κ. Μιχαήλ, αναφέρθηκε ακόμη στην υπερ-φορολόγηση καθώς το αποτέλεσμα των καθυστερήσεων στην αξιολόγηση είναι να προσφεύγει η κυβέρνηση στις εύκολες λύσεις που είναι η φορολόγηση για να καλυφθεί το κενό.
«Όλα αυτά μας έχουν οδηγήσει σε έναν φαύλο κύκλο υπερ-φορολόγησης με αποτέλεσμα ο κόσμος να αδυνατεί να ανταποκριθεί, ενώ έχει ήδη υπερβεί την φοροδοτική του ικανότητα. Η διοίκηση του ΟΕΕ κεντρικά, εκτιμά πως η ‘ανάπτυξη’ για το 2017 δεν θα υπερβεί την… μισή μονάδα –έναντι των προβλέψεων της κυβέρνησης ότι θα είναι πάνω από 1,5%. Αυτό εμείς το εστιάζουμε σε κάποιες αποτυπώσεις της οικονομικής δραστηριότητας, που είναι εξ αρχής αρνητικές: α) έχουν μειωθεί ‘τρομακτικά’ οι καταθέσεις –ενώ το 2016 είχε γίνει μια προσπάθεια προσέλκυσης καταθέσεων και εισροής ξένων κεφαλαίων στην χώρα, β) η ανεργία παραμένει σε υψηλά ποσοστά, γ) ο δείκτης οικονομικής δραστηριότητας που μετράει το ΙΟΒΕΕ είναι σε πάρα πολύ αρνητικά επίπεδα ενώ δεν υπάρχει ρευστότητα, δ) αυξάνονται τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο με ταχύτατους ρυθμούς ε) σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ) το ταμειακό πρωτογενές πλεόνασμα υποχώρησε το πρώτο δίμηνο του 2017 στα 1,1 δισ. ευρώ από 2 δισ. ευρώ το αντίστοιχο δίμηνο του 2016.
Αυτό που εκτιμώ και προσωπικά, για να βγούμε από αυτό τον φαύλο κύκλο, χρειάζεται μια ευρύτερη συναίνεση –τόσο κοινωνική όσο και πολιτική. Σίγουρα απαιτείται ένα στρατηγικό σχέδιο ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας που να στηρίζεται στα συγκριτικά της πλεονεκτήματα και θα πρέπει να τηρηθεί στο έπακρο», είπε ο κ. Μιχαήλ.
Σε ερώτηση σχετικά με την υπερ-φορολόγηση που οδηγεί σε ‘ασφυξία’ καθώς δεν υπάρχει ρευστότητα και με δεδομένο ότι η κατάργηση των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ στην περιοχή μας –παράλληλα με τις συνεχείς αυξήσεις που καταγράφονται στους συντελεστές φορολόγησης- αποδείχτηκε ότι δεν απέδωσε τα αναμενόμενα στα ταμεία του κράτους, ο κ. Μιχαήλ δήλωσε:
«Φυσικά και αυτά τα μέτρα δεν απέφεραν εισπράξεις στα ταμεία του κράτους, διότι έχουμε υπερβεί κατά πολύ τον δείκτη ισορροπίας. Δηλαδή από εδώ και στο εξής, όσο κι αν ανεβάζουμε τους συντελεστές φορολόγησης, τα αποτελέσματα θα είναι συνεχώς αρνητικά. Κι αυτό γιατί οι υψηλοί συντελεστές φορολόγησης λειτουργούν ως ‘δέλεαρ’ για κάποιους να φοροδιαφεύγουν. Δημιουργείται δηλαδή ροπή προς την φοροδιαφυγή. Κι αυτό θα πρέπει να γίνει κατανοητό».
Ο κ. Μιχαήλ είπε ακόμη πως μπορεί το Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής να λήγει τον Αύγουστο του 2018, όμως λόγω του τρόπου, με τον οποίο σχεδιάζονται τα μέτρα της οικονομικής πολιτικής και των στόχων, που τίθενται για τα πρωτογενή πλεονάσματα και το χρέος, όχι μόνο για την ελληνική οικονομία, αλλά για όλη την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, πολλά σημεία αυτών έχουν εφαρμογή και για την περίοδο μετά το 2018. Συνεπώς, οι τωρινοί χειρισμοί καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό το μεσοπρόθεσμο μέλλον της Ελλάδος. Γι’ αυτό και η ευθύνη της κυβέρνησης, αλλά και όλου του πολιτικού συστήματος εκτείνεται πέρα από τη διάρκεια του πολιτικού τους κύκλου.
«Ο λόγος, που η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε στο Γ΄ Μνημόνιο, ήταν η πολύμηνη διαπραγμάτευση του πρώτου εξαμήνου του 2015 και οι συνακόλουθες επιπτώσεις στο τραπεζικό σύστημα, που οδήγησαν στην εφαρμογή των capital controls. Έτσι, για μία ακόμη φορά, η ελληνική οικονομία βρέθηκε εκτός διεθνών αγορών κεφαλαίων και τα ελλείμματά της κλήθηκαν να τα χρηματοδοτήσουν οι εταίροι της.
Αυτό, που έχει σημασία σήμερα, είναι να υλοποιηθεί και να κλείσει η αξιολόγηση και, παράλληλα, να τεθούν οι βάσεις για μία αναπτυξιακή προοπτική εντός του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας.
Θέλουμε να πιστεύουμε ότι αυτά τα αρνητικά πρόδρομα δε θα σταθούν ικανά να οδηγήσουν ξανά σε ύφεση την Ελληνική οικονομία το 2017. Στο σημείο, όμως, που βρισκόμαστε, μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι θα πρέπει να αναμένουμε μια υποβάθμιση των δεικτών της οικονομίας για το 2017 τουλάχιστον όσον αφορά στις διακηρυγμένες προβλέψεις του ΔΝΤ, της κυβέρνησης. Με βάση όλα τα παραπάνω, καταλήγουμε ότι η αβεβαιότητα, που έχει προκληθεί στη χώρα από την καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης, έχει υψηλό κοινωνικό και οικονομικό κόστος, το οποίο αποτυπώνεται στην πραγματική οικονομία».