• Πώς μία φαινομενικά απλή αίτηση βεβαίωσης όρων δόμησης αποκάλυψε ένα δίκτυο χαριστικών χειρισμών, παρατυπιών και προσβάσεων -με επίκεντρο πρόσωπα μέσα από την υπηρεσία και τη συνεργασία τους με εξωτερικούς μηχανικούς
Το σκάνδαλο στην Πολεοδομία της Ρόδου έχει πολλά πρόσωπα. Το ένα από αυτά αφορά στην υπόθεση έκδοσης βεβαίωσης όρων δόμησης και προέγκρισης οικοδομικής άδειας για οικόπεδο που δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις, αλλά παρ’ όλα αυτά «διεκπεραιώθηκε».
Όχι μία φορά. Αλλά μέσα από μία αλληλουχία τηλεφωνημάτων, ανταλλαγών πρωτοκόλλων, οικονομικών συμφωνιών και συνεχών αναπροσαρμογών.
Στην καρδιά της υπόθεσης, υπάλληλος της Πολεοδομίας εμφανίζεται να παρακάμπτει χρονοδιαγράμματα, να ανακυκλώνει παλιές αιτήσεις με παρεμβάσεις στο σύστημα e-Άδειες του TEE και να λειτουργεί συντονισμένα με πολιτικό μηχανικό και ιδιώτη, με στόχο να δώσουν σε μία αίτηση που είχε λήξει, δεύτερη ζωή.
«Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε…»
Η συνομιλία που αποκαλύφθηκε μεταξύ της υπαλλήλου και του ιδιώτη ήταν αποκαλυπτική:
«Θυμάσαι την προέγκριση που είχαμε βγάλει στο οικόπεδο αυτό που θέλεις να χτίσεις δίπλα στον α…; Μπήκα στο σήμα του ΤΕΕ, λήγει 18/11… Εμείς δεν μπορούμε να πάμε σε άδεια γιατί δεν έχουμε. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι, αν η (…) έχει ένα πρωτόκολλο, να μου το δώσει να ξανακάνουμε την αίτηση από την αρχή».
Η υπάλληλος προτείνει την ανακύκλωση παλιάς αίτησης, που είχε υποβληθεί από την ίδια μηχανικό και βρισκόταν ανενεργή. Μάλιστα, ομολογεί ότι «τα σχέδια που είχαμε εγκρίνει, θα τα κάνω download, ξανά μανά τα ίδια».
Η απροκάλυπτη φύση της κουβέντας φανερώνει κάτι βαθύτερο: τη θεσμοθέτηση της παρατυπίας ως εργαλείο τακτοποίησης. Οι χρονικοί περιορισμοί της νομοθεσίας, απλά παρακάμπτονται.
Πρωτόκολλα- πασπαρτού
Οι διάλογοι αποκαλύπτουν και το πώς επαναχρησιμοποιήθηκαν αιτήσεις με άλλον δικαιούχο, σε διαφορετική περιοχή και χρήση. Χαρακτηριστικά, ένα αρχικό αίτημα του 2022, που αφορούσε νέο κτίσμα εντός σχεδίου στη Ρόδο, «μεταλλάχθηκε» και επανακαταχωρήθηκε το 2024 για περιοχή εκτός σχεδίου, με νέο κύριο έργου.
«Αυτή τη φορά όμως, επειδή πραγματικά θα λήξουνε… Τράβα βάλε μία πινακίδα να το πουλήσεις παιδί μου, μην πάει χαμένο το χωράφι», λέει η μηχανικός στον ιδιώτη.
Το πραγματικό «χαμένο» σε αυτή την υπόθεση δεν ήταν το χωράφι. Ήταν η νομιμότητα.
Τα φορολογικά, ο… μηχανισμός «διόρθωσης»
Το οικονομικό κομμάτι ήταν ξεκάθαρο: για κάθε νέα υποβολή, χρειαζόταν εκ νέου πληρωμή παραβόλων. Αυτό, όμως, δεν ήταν αποτρεπτικός παράγοντας. Το αντίθετο:
«Τα φορολογικά αυτά που πληρώσαμε, θα χρειαστεί να τα πληρώσουμε από την αρχή».
«Κανένα πρόβλημα. Προχώρα το. Πείτε μου πόσο είναι να στα δώσω».
Η ελαφρότητα στον τρόπο που αναφέρονται σε ποσά, σε πράξεις, σε διαδικασίες που οφείλουν να είναι αυστηρά θεσμικές, δείχνει τη φυσικοποίηση του παράνομου.
«Μην μου λέει “δεν έχω”, όταν αγοράζει ακίνητα»
Μία από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές προκύπτει από την αγανάκτηση της υπαλλήλου, όταν αναφέρεται σε «αθέμιτα οφέλη» που λάμβανε από τον ιδιώτη:
«Δεν μπορεί να με λέει “δεν έχω” και να αγοράζει δύο και τρία ακίνητα. Πού τα βρίσκει και τα αγοράζει;».
Η αναφορά αυτή αποκαλύπτει και μια προσωπική σχέση. Μια άτυπη, ανεπίσημη οικονομική σύνδεση με όρους εξυπηρετήσεων, «δωρεών», και διαπλοκής. Η ίδια παραδέχεται ότι δεν έλαβε χρήματα για συγκεκριμένη πράξη, αλλά το σύστημα παροχών – ανταλλαγών υπήρχε και λειτουργούσε.
Το σχέδιο «ελαστικότητας»
Από την ανάλυση προκύπτει ξεκάθαρα ότι το χρονικό περιθώριο μεταξύ αρχικής υποβολής και τελικής καταχώρησης ήταν 15 μήνες. Η υπάλληλος, αντί να απορρίψει την αίτηση ως εκπρόθεσμη, την «επέστρεψε» για επανέλεγχο και στη συνέχεια την αναλαμβάνει εκ νέου. Όλα αυτά, ενώ είχε λήξει η ισχύς της αίτησης, και η περιοχή του έργου είχε αλλάξει.
Το επιχείρημα; Να μπορεί το οικόπεδο να πουληθεί. Όχι να χτιστεί. Να αποκτήσει χαρτιά. Αυτό ήταν το ζητούμενο.
Το μοτίβο
Δεν πρόκειται για μία μεμονωμένη παρανομία. Πρόκειται για ένα μοτίβο. Για μία πρακτική που έχει δομηθεί στην καθημερινότητα της υπηρεσίας και λειτουργεί παράλληλα με τη θεσμική διαδικασία -σαν παράλληλη γραφειοκρατία με ιδιωτικά κλειδιά.
Το ερώτημα
Τι σημαίνει για τη Ρόδο – και γενικά για τη χώρα – το γεγονός ότι μία άδεια μπορεί να αποκτηθεί χωρίς τα νόμιμα στοιχεία, χωρίς ισχύοντες τίτλους, χωρίς κανονικές αιτήσεις, χωρίς ουσιαστικό έλεγχο;
Το ζήτημα δεν είναι μόνο η ηθική εκτροπή. Είναι η πρακτική επίπτωση: χτίζονται κτήρια, αλλάζουν χέρια ιδιοκτησίες, με βάση πλασματικά δεδομένα. Και όλα αυτά, κάτω από το ραντάρ του νόμου.
Και κάπως έτσι, η Πολεοδομία έγινε εργαλείο διευθέτησης. Όχι ελέγχου.