Αθήνα, 7
Άγρια μεσάνυχτα της Παρασκευής προς Σάββατο, μόλις έπεσε το «μαύρο» στην ενημέρωση και ελάχιστες ώρες πριν εισαχθεί εσπευσμένα στην Βουλή για ψήφιση το φορολογικό νομοσχέδιο, εκατοντάδες χιλιάδες χαμηλόμισθοι και χαμηλοσυνταξιούχοι των 600-800 ευρώ το μήνα, έχασαν σε μια στιγμή 909 ευρώ από το αφορολόγητο που είχαν (ή σχεδόν 500 ευρώ παραπάνω από όσα ήξεραν και υπολόγιζαν όταν στην κυβέρνηση μιλούσαν για αφορολόγητο 9.100 ευρώ) αλλά και 50-200 ευρώ από την τσέπη τους για επιπλέον φόρους, ενώ πριν δεν πλήρωναν τίποτε σε φόρους εισοδήματος.
Χρειάστηκαν να περάσουν 6 μήνες εξαντλητικών διαπραγματεύσεων και 23 μέρες από τότε που δημόσια δήλωνε στις κάμερες ο υπουργός Οικονομικών κύριος Ευκλείδης Τσακαλώτος πως «δεν είμαι διατεθειμένος να καταθέσω στην Βουλή των Ελλήνων ένα νομοσχέδιο που θα έχει αφορολόγητο χαμηλότερο» από τα 9.100 ευρώ, για να έρθει τελικά η τροπολογία-σοκ, που «πετσοκόβει» το αφορολόγητο, από τα 9.550 ευρώ που ισχύει τώρα, κάτω όχι μόνον από τα 8.900 ευρώ όπως έλεγαν οι τελευταίες πληροφορίες, αλλά πιο κάτω και από τα 8.650 ευρώ, σε μόις 8.636 ευρώ το χρόνο.
Το «χαστούκι»
είναι διπλό και τριπλό!
– Για ζευγάρια χαμηλόμιθων και χαμηλοσυνταξιούχων που ζουν με εισοδήματα πείνας, οι απώλειες διπλασιάζονται, αν χάνει κάθε σύζυγος πχ από 200 ευρώ ή 400 ευρώ το νοικοκυριό αυτό.
– Για χιλιάδες μικρές εταιρείες που, με άλλη μία τροπολογία που μπήκε ταυτόχρονα στο ίδιο νομοσχέδιο, για τα χαμηλά κέρδη που ίσως έχουν φέτος, θα κληθούν τελικά να πληρώσουν 29% φόρο, και όχι 26% όπως ίσχυε ως τώρα -και έλεγε πως θα ισχύσει και στο μέλλον το νομοσχέδιο που «μονομερώς» κατέθεσε πριν το Πάσχα η κυβέρνηση.
Όλοι αυτοί, σύμφωνα με την έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που συνοδεύει τις τροπολογίες, θα πληρώσουν επιπλέον φόρους 200 εκατ. ευρώ, και αναδρομικά από 1ης Ιανουαρίου 2016, αντί να δουν … αύξηση του αφορολογήτου στα 12.000 ευρώ -όπως ίσως πίστευαν μέχρι και πέρυσι τέτοια εποχή.
Αλλού το όνειρο,
αλλού το θαύμα...
Με την τροπολογία Τσακαλώτου για το αφορολόγητο, ορίζεται πως η έκπτωση φόρου, από τα 2.100 ευρώ που ισχύει για μισθωτούς και συνταξιούχους, συρρικνώνεται τελικά στα 1.900 ευρώ και όχι στα 2.000 ευρώ, όπως έλεγε το νομοσχέδιο που είχε καταθέσει η κυβέρνηση και ψηφίζεται άμεσα στη Βουλή. Μόνο αν έχουν ανήλικο παιδί, η έκπτωση θα φτάνει στα 1.950 ευρώ και με δύο παιδιά στα 2.000 ευρώ, όπως προβλεπόταν. Για «αντιστάθμισμα», τρίτεκνοι και πολύτεκνοι θα διατηρήσουν την έκπτωση των 2.100 που έχουν και τώρα.
Πρακτικά, αν ψηφιστεί το νομοσχέδιο αυτό, ο φόρος στα εισοδήματα θα ξεκινά:
-Από τα 8.636 ευρώ για τον άγαμο (δηλαδή από μισθούς των 616 ευρώ στον ιδιωτικό τομέα ή από τα 720 για δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους),
-Από τα 8.865 ευρώ για μισθωτό με ένα παιδί,
-Από τα 9.100 ευρώ αν έχει δύο παιδιά, όπως εξ αρχής προέβλεπε -για όλους όμως- το νομοσχέδιο Τσακαλώτου.
– Από τα 9.545 ευρώ, όπως ισχύει σήμερα, αν είναι κάποιος τρίτεκνος ή πολύτεκνος.
Ωστόσο εδώ ίσως κρύβεται και άλλη παγίδα, αν δηλαδή τα παιδιά θεωρούνται “εξαρτώμενα μέλη” μόνον για τον ένα γονέα (τον υπόχρεο ή όποιον ασκεί γονική μέριμνα). Αν δεν αλλάξει κάτι στην διατύπωση πριν ψηφιστεί το νομοσχέδιο, ίσως χρειαστεί ειδική εγκύκλιος που θα εκδοθεί μετά για να αποσαφηνίζει αν την έκπτωση φόρου των 1.950-2.100 ευρώ δικαιούνται και οι δύο γονείς ή μόνον ο ένας.
“Θυσίασαν”
τους χαμηλόμισθους
Με την υποχώρηση αυτή, αλλά και με τις άλλες ρυθμίσεις που καταργούν Ταμεία, κόβουν συντάξεις και βγάζουν όλα τα κόκκινα δάνεια «στο σφυρί», ο κύριος Ευκλείδης Τσακαλώτος θα προσέλθει την Δευτέρα στο Eurogroup, για να δείξει πως παρά τις καθυστερήσεις πέρασε το πρώτο από τα εξοντωτικά νομοσχέδια που ετοίμασε η κυβέρνηση.
Ωστόσο, στις 13 Απριλίου, πριν ένα μήνα, ο υπουργός Οικονομικών υπεραμυνόταν των «κόκκινων γραμμών» και για να δείξει πόσο δίκαιο ήταν το νομοσχέδιο που ανακοίνωνε πως καταθέτει, έλεγε ότι για εισόδημα 15.000 ευρώ, με το δικό του σύστημα κάποιος θα πληρώνει 61 ευρώ παραπάνω και όχι 240 ευρώ που προέκυπτε με την πρόταση του ΔΝΤ.
Τελικά όμως, με τις νέες ρυθμίσεις που έρχονται για ψήφιση:
– Για εισόδημα 15.000 ευρώ, ένας μισθωτός θα επιβαρυνθεί 161 ευρώ. Ο φόρος εισοδήματος φέτος θα είναι 1.400 ευρώ, αντί 1.200 ευρώ, αν ο φορολογούμενος είναι άγαμος. Για έκτακτη εισφορά θα πληρώσει 66 ευρώ αντί 105 ευρω. Έτσι θα επιβαρυνθεί με 161 ευρώ σε σχέση με όσα θα πληρώσει φέτος για τα περσινά του εισοδήματα. Αν έχει ένα παιδί θα πληρώσει 111 ευρώ παραπάνω, αν έχει δύο θα πληρώσει τα 61 ευρώ –όπως έλεγε τον Απρίλιο ο κ. Τσακαλώτος- ενώ αν έχει τρία ή παραπάνω παιδιά, θα γλιτώσει 39 ευρώ.
– Εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα με μισθό 650 ευρώ το μήνα ή 9.100 ευρώ το χρόνο θα πληρώσει φόρο 100 ευρώ ενώ ως τώρα δεν πλήρωνε τίποτε. Αν έχει ένα παιδί θα πληρώσει 50 ευρώ. Με περισσότερα παιδιά, δεν πληρώνει όπως και πριν τίποτε.
– Υπάλληλος χωρίς παιδιά των 680 ευρώ το μήνα, για εισόδημα 9.545 ευρώ, θα πληρώσει 200 ευρώ φόρο, ενώ φέτος δεν πλήρωνε τίποτε. Αν έχει παιδιά, παραμένει αφορολόγητος.
– Χαμηλοσυνταξιούχος με 815 ευρώ το μήνα (κύρια και επικουρική) με ετήσιο εισόδημα 9.800 ευρώ, θα πληρώνει 256 ευρώ, αντί 56 που πληρώνει φέτος. Δηλαδή χάνει αυτομάτως 200 ευρώ περισσότερα ή 1-2 από τις «κουτσουρεμένες» επικουρικές συντάξεις του.
Υπενθυμίζεται ότι για επαγγελματίες και αυταπασχολούμενους που θα φορολογούνται πλέον με την ίδια κλίμακα μισθωτών και συνταξιούχων, δεν θα ισχύει καν αφορολόγητο.
Με άλλη τροπολογία που κατέθεσε επίσης τα μεσάνυχτα, επιβάλει και αύξηση- σοκ στη φορολογίας των επιχειρήσεων, από το 26% στο 29% για τα κέρδη έως 50.000 ευρώ.
Στον αέρα το πρόγραμμα των 27 αποκρατικοποιήσεων
Σε νέα φάση αβεβαιότητας εισέρχεται το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων, εξαιτίας του παρατεινόμενου κλίματος της πολιτικοοικονομικής αστάθειας που υπονομεύει το όποιο επενδυτικό ενδιαφέρον για τους εν εξελίξει διαγωνισμούς και υποσκάπτει τη δυνατότητα ολοκλήρωσης όσων έχουν προχωρήσει. Όπως αναφέρει η “Καθημερινή της Κυριακής”, με δεδομένο ότι ορισμένοι από εξ αυτών ήταν ούτως ή άλλως, θνησιγενείς, αμφισβητείται πλέον ευρέως η δυνατότητα του ΤΑΙΠΕΔ να φέρει έσοδα 6,4 δισ. ευρώ ως τα τέλη του 2018.
Παράλληλα, επιπλέον αβεβαιότητα επιφέρει η κυοφορούμενη ίδρυση του Νέου Ταμείου Αποκρατικοποιήσεων. Σύμφωνα με το πλάνο, το ΤΑΙΠΕΔ θα υπαχθεί μεν σε αυτό, όμως οι δανειστές απαιτούν την ολοκλήρωση της αξιοποίησης όλων των περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται στο χαρτοφυλάκιο του και πιέζουν μάλιστα και για την προσθήκη στο ΤΑΙΠΕΔ και όχι στο νέο ταμείο, πρόσθετων συμμετοχών του Δημοσίου σε περίπτωση σε περίπτωση που δεν προχωρήσουν τα εναλλακτικά μοντέλα αξιοποίησης τους, που προωθεί η κυβέρνηση.
Και σε αυτή την ατμόσφαιρα, έρχεται να προστεθεί το νέο κύμα επιθέσεων, τόσο κατά της διοίκησης του ΤΑΙΠΕΔ, όσο και κατά των αποκρατικοποιήσεων από υπουργούς της κυβέρνησης, που ενίοτε συνοδεύεται και από έμπρακτα εμπόδια και de facto άρνηση υλοποίησης ενεργειών που έχουν συμφωνηθεί. Όχι μόνον καθυστερήσεων δηλαδή, αλλά και νομοθετημάτων που σε κάποιες περιπτώσεις αξιολογούνται από τους επενδυτές ως αθέμιτη αλλαγή όρων.
Χαρακτηριστικό της κατάστασης είναι ότι ένα μεγάλο μέρος της κυβέρνησης- αλλά και της δημόσιας διοίκησης- εμφανίζεται να πιστεύει ότι υποχρέωση της χώρας είναι μόνο οι εννέα περιβόητες αποκρατικοποιήσεις που ανέφερε στο προεκλογικό του πρόγραμμα ο ΣΥΡΙΖΑ και όχι οι πλέον των 27 που περιλαμβάνονται τόσο στην συμφωνία του περασμένου καλοκαιριού, όσο και στα προσχέδια της συμφωνίας για την ολοκλήρωση της τρέχουσας αξιολόγησης.
Οι πολέμιοι
Ως εμπροσθοφυλακή κατά των αποκρατικοποιήσεων θεωρούνται τέσσερις υπουργοί της κυβέρνησης, οι οποίοι θεωρούνται ότι δημιουργούν τα μεγαλύτερα προβλήματα για την ολοκλήρωση κομβικών ιδιωτικοποιήσεων. Πρόκειται για τον υπουργό Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, Χρίστο Σπίρτζη, τον υπουργό Ναυτιλίας, Θεόδωρο Δρίτσα, τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Πάνο Σκουρλέτη και τον υπουργό Πολιτισμού, Αριστείδη Μπαλτά.
Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, είτε έχουν στραφεί με δημόσιες δηλώσεις τους κατά της επιχειρηματικής λειτουργίας του ΤΑΙΠΕΔ και ενίοτε και του προέδρου του Στέργιου Πιτσιόρλα, είτε έχουν εγείρει ζητήματα που δυσκολεύουν δραστικά το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων.
Και ενώ οι υπουργοί δημοσίως δέχονται την υποχρέωση της Αθήνας να ολοκληρώσει συγκεκριμένες ιδιωτικοποιήσεις, στην πράξη προκαλούν εκούσια ή ακούσια μεγάλες καθυστερήσεις. Μάλιστα κάποιοι τους καταλογίζουν ακόμα και την πρόθεση ματαίωσης των αποκρατικοποιήσεων, χωρίς να δέχονται την επιχειρηματολογία ότι εξασφαλίζου καλύτερους όρους για το δημόσιο συμφέρον.
Σε κάθε περίπτωση, εκτιμάται ευρέως πως έτσι απειλείται η ομαλή εξέλιξη του, αλλά και η προσέλκυση επενδυτών και ικανοποιητικών τιμημάτων. Επιπλέον είναι σαφές ότι πως εκπέμπεται ένα έντονα αρνητικό για το επενδυτικό κλίμα μήνυμα.