Ο Αντιπρόεδρος της Βουλής βουλευτής Δωδεκανήσου Δημήτρης Κρεμαστινός μίλησε στη Διαρκή Επιτροπή Κοινωνικών υποθέσεων, αρμόδια για την επεξεργασία του ασφαλιστικού και φορολογικού νομοσχεδίου. Ο Δημήτρης Κρεμαστινός ανέλυσε ότι το διαρκές δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας δεν λύνεται ούτε με κυβερνήσεις οριακών πλειοψηφιών ούτε με άδικη υπερφορολόγηση των πολιτών επιβάλλοντας άμεσους ή έμμεσους φόρους αλλά με σωστή είσπραξη του ΦΠΑ και, ασφαλώς, πολιτική σταθερότητα που θα αποκαταστήσει το κλίμα οικονομικής εμπιστοσύνης προς τη χώρα από εσωτερικούς και εξωτερικούς επενδυτές.
Ακολουθεί η πλήρης τοποθέτησή του:
«Το ασφαλιστικό-φορολογικό νομοσχέδιο κύριε Υπουργέ, όπως ξέρετε θα συζητηθεί στην Ολομέλεια το Σάββατο και την Κυριακή ο λόγος είναι προφανής: είναι να δώσει η κυβέρνηση ένα στίγμα αξιοπιστίας στο Eurogroup και, ενδεχομένως, για όσους σκέφτονται πονηρά, να αποφύγει και τις κινητοποιήσεις που συνήθως συνοδεύουν τη συζήτηση ενός τέτοιου νομοσχεδίου. Τις κινητοποιήσεις που παίρνουν πανελλήνιο χαρακτήρα. Αντιλαμβάνομαι την δυσκολία του Υπουργού, όπως και κάθε Υπουργού σε παρόμοια περίπτωση να εμφανιστεί στην Βουλή και να προσπαθήσει να αποδείξει ότι δεν είναι ελέφαντας, αλλά βεβαίως και της δικής μας αντιπολίτευσης η οποία προσπαθεί, με τη σειρά της, να αποδείξει ακριβώς το αντίθετο.
Το τραγικό όμως είναι ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται και όταν επαναλαμβάνεται η ιστορία οδηγεί σε τραγωδίες. Και τι εννοώ με αυτό: όλη η συζήτηση γίνεται για το αν περικόπτονται μισθοί, αν περικόπτονται συντάξεις, πόσο περικόπτονται, όχι δεν περικόπτονται και ο κόσμος έχει κουραστεί. Αλλά όταν έχουμε έμμεση φορολογία δεν περιορίζουμε τους μισθούς και τις συντάξεις εκ του αποτελέσματος; όταν υπάρχουν, δηλαδή, οι έμμεσοι φόροι επειδή δεν μπορούμε να συλλάβουμε την φοροδιαφυγή επί χρόνια τώρα η οποία είναι της τάξεως των 10 δις τουλάχιστον ετησίως κατά τους πιο συντηρητικούς υπολογισμούς;
Όταν δεν πληρώνεται ο ΦΠΑ ο οποίος όμως καταβάλλεται από τους πολίτες δεν γίνεται κλοπή των πολιτών; Διότι δεν μπορούμε να αποδώσουμε τον ΦΠΑ δεν μπορούμε να συλλάβουμε την φοροδιαφυγή και φυσικά το κενό ποιος το καλύπτει; ή με φόρους των πολιτών που είναι συνεπείς ή το χειρότερο, αν θέλετε, με την φοροδιαφυγή που φοροδιαφεύγουν αυτοί που πρέπει να πληρώνουν. Γι’ αυτό, όσο και αν φαίνεται περίεργο, αυτό που είπε ο κ. Βαρουφάκης και γελούσαν όλοι, δεν στερούνταν πραγματικότητας. Δηλαδή θα έπρεπε το Υπουργείο, το έχω πει και στον Υπουργό Οικονομικών, να έχει εκτάκτους εποχικούς υπαλλήλους που πραγματικά να αστυνομεύουν τη συλλογή του ΦΠΑ. Είναι αδιανόητο να πληρώνουν οι συνεπείς πολίτες τον ΦΠΑ τον οποίο εισπράττει αλλά δεν αποδίδει αυτός ο οποίος το εισπράττει. Με όλους τους τρόπους θα έπρεπε να αποδίδεται το 100% του ΦΠΑ, δυστυχώς όμως αυτό δεν γίνεται και κατά συνέπεια ερχόμαστε στην επόμενη παράγραφο η οποία επόμενη παράγραφος είναι ποια;
Είναι δυνατόν χωρίς να υπάρχει αξιοπιστία και εμπιστοσύνη πολιτική σε οποιαδήποτε κυβέρνηση να επανέλθουν οι καταθέσεις στις τράπεζες; Τι λέτε, είναι δυνατόν; Αυτοί που έχουν τα λεφτά τους στο σπίτι ή στο εξωτερικό να τα φέρουν πίσω στις τράπεζες όταν οι τράπεζες βρίσκονται υπό capital controls; και όσο αυτό δεν γίνεται πως είναι δυνατόν η οικονομία να αναζωογονηθεί;
Είναι δυνατόν αυτός που έχει βγάλει την επιχείρησή του στο εξωτερικό, στην Βουλγαρία, στα Σκόπια, να τη φέρει πίσω όταν βλέπει ότι υπάρχει αστάθεια, όταν βλέπει ότι η κυβέρνηση με 153 βουλευτές μετά δυσκολίας επιβιώνει και περνάει αυτά τα σκληρά νομοσχέδια και η αξιωματική αντιπολίτευση ζητάει εκλογές για να γίνει και αυτή κυβέρνηση με την ίδια οριακή πλειοψηφία; Πως είναι δυνατόν;
Δηλαδή, με 153 βουλευτές η Αξιωματική Αντιπολίτευση, εάν γίνει κυβέρνηση, θα είναι πιο αξιόπιστη από την σημερινή κυβέρνηση;
Γι’ αυτό επικαλείται κανείς την κοινή λογική και η κοινή λογική λέει ότι πρέπει επιτέλους να καταλάβουμε ότι πρέπει να συμφωνήσουμε με έναν οποιονδήποτε κοινής αποδοχής ικανό Πρωθυπουργό. Όχι τον οποιονδήποτε που θα επιλέξουμε, του δρόμου, τον ικανότερο. Και ικανούς κοινοβουλευτικούς ή μη κοινοβουλευτικούς (εάν δεν υπάρχουν), να δώσουμε μια αξιοπιστία στο εσωτερικό και το εξωτερικό για να επανέλθει η οικονομία στις βάσεις της.
Εάν, όμως, συνεχίζουμε αυτή την ιστορία, αξιότιμε Υπουργέ Εργασίας, αντιλαμβάνεστε ότι κι εσείς θα είσαστε σε δύσκολη θέση την επόμενη φορά.
Δηλαδή, κάποια στιγμή δε πρέπει να τα συζητήσουμε αυτά τα πράγματα; Αυτό είναι το τραγικό ερώτημα. Να τα συζητήσουμε ή να μη τα συζητήσουμε; Ή να πολιτικολογούμε συνέχεια και να εμφανίζονται όλοι σαν Μεσσίες, ότι όταν έρθει ο Μεσσίας τότε θα λυθούν όλα τα προβλήματα του ελληνικού λαού; Αυτή είναι η άποψή μου και την διατυπώνω συνεχώς εδώ και αρκετά χρόνια, ακόμη και επί κυβερνήσεως ΠΑ.ΣΟ.Κ. και επί Πρωθυπουργού Γεωργίου Α. Παπανδρέου.»