Τη συνέχιση του διαλόγου με την Αθήνα στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας διαμηνύουν τα στελέχη των θεσμών στην ανακοίνωσή τους μετά την τρίτη μετα-προγραμματική αποστολή στην Ελλάδα.
Παράλληλα, σημειώνουν ότι έλαβαν υπόψη την ανακοίνωση νέων μέτρων από τον Αλέξη Τσίπρα, τα οποία θα αξιολογηθούν με βάση την τήρηση των συμφωνηθέντων δημοσιονομικών στόχων.
Οπως αναφέρει η ανακοίνωση, «στελέχη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σε συνεργασία με στελέχη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας επισκέφθηκαν την Αθήνα από τις 6 έως τις 8 Μαΐου για την τρίτη αποστολή στην Ελλάδα μετά το πρόγραμμα.
Στελέχη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου συμμετείχαν στο πλαίσιο του κύκλου διαβουλεύσεων του άρθρου 4 για το 2019.
Στελέχη του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας συμμετείχαν στο πλαίσιο του συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης. Τα ευρήματα της αποστολής αυτής θα τροφοδοτήσουν την επερχόμενη έκθεση ενισχυμένης εποπτείας.
Η αποστολή διεξήγαγε συζητήσεις σχετικά με τις βασικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία. Αυτό περιλάμβανε συζητήσεις σχετικά με τη δημοσιονομική κατάσταση και τις προοπτικές μετά την δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων του 2018 και την υιοθέτηση του προγράμματος σταθερότητας της Ελλάδας.
Εν προκειμένω, η αποστολή έλαβε υπόψη την ανακοίνωση νέων μέτρων, τα οποία θα αξιολογηθούν με βάση την τήρηση των συμφωνηθέντων δημοσιονομικών στόχων και τη συνέπεια με τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η Ελλάδα έναντι του Eurogroup για την περίοδο μετά το πρόγραμμα.
Η αποστολή πραγματοποίησε επίσης απολογισμό της τρέχουσας κατάστασης όσον αφορά τη γενική δέσμευση για συνέχιση και ολοκλήρωση των βασικών μεταρρυθμίσεων που δρομολογήθηκαν βάσει του προγράμματος και ιδίως της προόδου σε ό,τι αφορά την εφαρμογή των 15 ειδικών δεσμεύσεων για μεταρρυθμίσεις για τα μέσα του 2019 που επισυνάπτονται στη δήλωση του Eurogroup του Ιουνίου 2018. Ο στενός διάλογος για τις προκλήσεις και τις προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής θα συνεχιστεί».
Σημειώνεται ότι όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση, το προσωπικό της ΕΚΤ συμμετείχε στην αποστολή σύμφωνα με τις αρμοδιότητες της ΕΚΤ και, ως εκ τούτου, παρείχε την εμπειρογνωμοσύνη του στις πολιτικές του χρηματοπιστωτικού τομέα και σε μακροοικονομικά ζητήματα καίριας σημασίας, όπως οι πρωταρχικοί δημοσιονομικοί στόχοι και οι ανάγκες βιωσιμότητας και χρηματοδότησης.