«Εάν ο αδερφός μου ήταν όντως μπλεγμένος σε αυτή την ιστορία καλά κάνατε και τον πιάσατε. Από σήμερα το νησί μας ανάσανε!».
Αυτά ήταν τα λόγια της αδερφής ενός εκ των συλληφθέντων προς έναν αξιωματικό της Υποδιεύθυνσης Αντιμετώπισης Οργανωμένου Εγκλήματος, που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην εξάρθωση του εγκληματικού δικτύου που δρούσε σε Αττική και Κω, με την διακίνηση ναρκωτικών και μεταναστών και από ότι φαίνεται ίσως και με το εκβιασμό καταστημάτων, για τα οποία όμως δεν μπόρεσαν να βρουν αποδείξεις μέχρι στιγμής οι αστυνομικοί που ερευνούν την υπόθεση.
Ανάμεσα στους συλληφθέντες του νησιού, ήταν ως «εγκέφαλος» του δικτύου διακίνησης μεταναστών ένας γνωστός επιχειρηματίας και ιδιοκτήτης κλαμπ και στην περίπτωση της διακίνησης ναρκωτικών, ανάμεσα στους συλληφθέντες και ένας γνωστός ραδιοφωνικός παραγωγός.
Τα κατώτερα μέλη των τριών εγκληματικών οργανώσεων σε Αττική και Κω δρούσαν ως τα συγκοινωνούντα δοχεία και προμηθεύονται μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών η μία οργάνωση από την άλλη και στην συνέχεια μεταπωλούσαν, σχηματίζοντας έτσι ένα συμπαγές εγκληματικό δίκτυο. Ο «εγκέφαλος» της οργάνωσης στην Αττική, ήταν ένας Αλβανός και αποκαλούνταν το «εργοστάσιο».
Σε ταυτόχρονες αστυνομικές επιχειρήσεις που πραγματοποιήθηκαν πρωινές ώρες της 5 Ιουνίου 2017 σε Αττική και Κω, συνελήφθησαν συνολικά 44 μέλη των εγκληματικών οργανώσεων, από τους οποίους οι 23 είναι Αλβανοί, ανάμεσά τους και τα 7 αρχηγικά μέλη, 20 Έλληνες και ένας Πακιστανός. Για την υπόθεση κατηγορούνται ακόμη 23 άτομα.
Σε βάρος τους σχηματίσθηκε δικογραφία κακουργηματικού χαρακτήρα για εγκληματική οργάνωση, διακεκριμένες περιπτώσεις διακίνησης ναρκωτικών και διευκόλυνση της εξόδου από το ελληνικό έδαφος, πολιτών τρίτων χωρών, χωρίς να υποβληθούν στον έλεγχο.
Για την πλήρη διακρίβωση όλου του εύρους των παράνομων δραστηριοτήτων των μελών των εγκληματικών οργανώσεων, προηγήθηκε πολύμηνη, μεθοδική και εμπεριστατωμένη έρευνα, στο πλαίσιο της οποίας αναλύθηκαν σημαντικά στοιχεία και δεδομένα, ενώ αξιοποιήθηκαν ειδικές ανακριτικές τεχνικές και τεχνολογικά μέσα.
Το “modus operandi” του εγκληματικού δικτύου
Από την πρόοδο της έρευνας, διαπιστώθηκε η ύπαρξη «δαιδαλώδους» εγκληματικού δικτύου, το οποίο αποτελούνταν από τρεις πυραμιδικού τύπου εγκληματικές οργανώσεις (κάθετη ιεραρχία). Με έδρα στην Αττική και στην Κω, λειτουργούσαν ως συγκοινωνούντα δοχεία, με κοινά μέλη και από τις αρχές του τρέχοντος έτους διακίνησαν περισσότερα από 200 κιλά κάνναβη και 5 κιλά κοκαΐνη, αποκομίζοντας κέρδη εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ.
Επίσης, καταδείχθηκε η ύπαρξη διεθνικής εγκληματικής οργάνωσης, με έδρα στην Κω και στην Τουρκία, τα μέλη της οποίας (ημεδαποί και αλλοδαποί), από τις αρχές τρέχοντος έτους, πέτυχαν τη διευκόλυνση της παράνομης εισόδου στο ελληνικό έδαφος, μέσω των ελληνοτουρκικών συνόρων, τουλάχιστον 25 αλλοδαπών και την περαιτέρω προώθηση αυτών στην Αττική, έχοντας ως τελικό προορισμό χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης.
Πιο αναλυτικά:
Στο εγκληματικό δίκτυο διακίνησης ναρκωτικών, αρχηγός ήταν συλληφθείς υπήκοος Αλβανίας, ο οποίος διαχειριζόταν το σύνολο των υπό διακίνηση ναρκωτικών, και για το λόγο αυτό τα υπόλοιπα μέλη τον προσφωνούσαν «αφεντικό» ή «εργοστάσιο».
Το εγκληματικό δίκτυο, υπό τον συντονισμό του αρχηγού, προμηθευόταν, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, μεγάλες ποσότητες κοκαΐνης και κάνναβης από την Αλβανία, οι οποίες εισάγονταν στην Ελλάδα και τοποθετούνταν σε ειδικούς χώρους αποθήκευσης «καβάτζες» σε περιοχή της Αττικής. Στη συνέχεια, τα ηγετικά μέλη που διέμεναν στην Αττική, προέβαιναν στη διακίνηση των ναρκωτικών εντός Αττικής και στην Κω.
Στην Αττική, τα μέλη της οργάνωσης συναντούσαν σχεδόν σε καθημερινή βάση υποψήφιους αγοραστές σε σημεία πέριξ συγκεκριμένης λεωφόρου. Η επιλογή των σημείων γινόταν με βάση την μικρότερη δυνατή απόσταση από τις «καβάτζες» για να ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος εντοπισμού από τις Αρχές, καθώς δεν χρειαζόταν να μεταφέρουν τα ναρκωτικά. Στη συνέχεια, η αγοραπωλησία γινόταν μέσα σε χωράφια, τα οποία τα μέλη της οργάνωσης επέλεγαν με τέτοιο τρόπο ώστε ο αγοραστής να μην μπορεί να δει το ακριβές σημείο που ήταν αποθηκευμένα τα ναρκωτικά.
Οι τιμές πώλησης των ναρκωτικών ανέρχονταν στα 800 ευρώ το κιλό κάνναβης και στα 38 ευρώ το γραμμάριο κοκαΐνης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αν το σύνολο των χρημάτων δινόταν «μπροστά» ή αν ένας «πελάτης» ήταν παλιός και αξιόπιστος, η εγκληματική οργάνωση έκανε «εκπτώσεις».
Στην Κω, τα ναρκωτικά μεταφέρονταν σταδιακά (100 γραμμάρια κοκαΐνη και 10 κιλά κάνναβη τη φορά) από στρατολογημένα μέλη, συνήθως γυναίκες που συνοδεύονταν από ανήλικα παιδιά, τα οποία χρησιμοποιούσαν για τη μετακίνηση τους το πλοίο της γραμμής Πειραιάς – Κω. Με την άφιξη των ναρκωτικών στην Κω, τα εκεί διαμένοντα μέλη, ενεργώντας πάντοτε υπό τον συντονισμό και τις εντολές του σκληρού πυρήνα της Αθήνας, προέβαιναν στην παραλαβή και αποθήκευση των ποσοτήτων, συνήθως σε ξενοδοχεία ή ενοικιαζόμενα δωμάτια, τα οποία μίσθωνε το εγκληματικό δίκτυο, για να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά ως «καβάτζες».
Η περαιτέρω διακίνηση των ναρκωτικών, λάμβανε χώρα μέσα από ένα δαιδαλώδες δίκτυο προμηθευτών και διακινητών μικρής εμβέλειας/«βαποράκια», οι οποίοι παρότι είχαν συγκροτήσει τρεις διαφορετικές εγκληματικές οργανώσεις, συνεργάζονταν στενά (διάρθρωση με τη μέθοδο των «συγκοινωνούντων δοχείων»), πετυχαίνοντας με τον τρόπο αυτό να καλύπτουν τις ανάγκες του συνόλου του «αγοραστικού κοινού».
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι και η μικρότερη διακίνηση (π.χ. ένα γραμμάριο κοκαΐνη), δεν ολοκληρωνόταν, εάν δεν δινόταν έγκριση από τα μέλη του δικτύου στην Αττική, τα οποία είχαν τον τελικό λόγο και αποφάσιζαν για όλες τις συναλλαγές.
Όσον αφορά τις τιμές πώλησης των ναρκωτικών, ήταν πολύ υψηλότερες σε σχέση με την Αττική, καθώς το ένα κιλό κάνναβη κόστιζε 1.500 ευρώ και το ένα γραμμάριο κοκαΐνη από 80 έως 100 ευρώ.
Όσον αφορά στη διεθνική εγκληματική οργάνωση διακίνησης μεταναστών, τα διαμένοντα στην Τουρκία μέλη και Τούρκοι υπήκοοι, εντόπιζαν αλλοδαπούς που επιθυμούσαν να προωθηθούν παράνομα από τους οποίους λάμβαναν, προκαταβολικά και εξ ολοκλήρου τοις μετρητοίς, το αντίτιμο διακίνησης, το οποίο κυμαινόταν από 3.000 ευρώ έως 12.000 ευρώ, ανάλογα με τον επιθυμητό τελικό προορισμό.
Κατά την ημέρα της διακίνησης, επιβίβαζαν τους διακινούμενους στο σκάφος, το οποίο άμεσα κατέπλεε με προορισμό την Κω. Το σκάφος της οργάνωσης ήταν χωρητικότητας περίπου 10 ατόμων και στις περιπτώσεις που οι διακινούμενοι ήταν υπεράριθμοι, το ίδιο σκάφος πραγματοποιούσε διαδοχικά δρομολόγια από τα Τουρκικά παράλια στην Κω και αντιστρόφως.
Στην Κω αποβιβάζονταν σε περιοχή κοντά σε ξενοδοχειακά συγκροτήματα και μετά από σχετική συνεννόηση παραλαμβάνονταν από τα μέλη της οργάνωσης στην Κω. Η μεταφορά πραγματοποιούνταν από «οδηγούς» της εγκληματικής οργάνωσης, εκ των οποίων ο ένας επαγγελματίας οδηγός ΤΑΧΙ, σε «συνεργαζόμενα» ξενοδοχεία.
Πριν από κάθε παραλαβή διακινούμενων, οι «οδηγοί» επόπτευαν τον περιβάλλοντα χώρο, μέχρις ότου βεβαιωθούν ότι δεν κινούνται στην περιοχή περιπολίες της Αστυνομίας ή του Λιμενικού. Σε ενδεχόμενο εντοπισμό διωκτικών Αρχών, η παραλαβή των διακινούμενων αναβάλλονταν προσωρινά και τα μέλη της οργάνωσης επανέρχονταν στο σημείο μετά την παρέλευση του «κινδύνου».
Καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής των διακινουμένων στην Κω και μέχρι την έναρξη της περαιτέρω προώθησης τους στην Ηπειρωτική Ελλάδα, τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης μεριμνούσαν, μεταξύ άλλων, για τη σίτισή τους και την πληρωμή των ξενοδοχείων, όπου κατέλυαν προσωρινά. Η κάλυψη αυτών των εξόδων γινόταν με χρήματα τα οποία έστελναν τα μέλη της οργάνωσης στην Τουρκία, μέσω εταιρείας χρηματικών συναλλαγών.
Κάθε ολοκληρωμένο περιστατικό διακίνησης συνοδευόταν από αντίστοιχες αποστολές χρημάτων (εμβάσματα), από τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης που ζουν στην Τουρκία, προς τα αντίστοιχα μέλη στην Κω. Οι αποστολές γινόταν μέσω εταιρείας χρηματικών μεταφορών και παραλήπτης αυτών, συνήθως, ήταν διευθύνων την ελληνική υποομάδα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, εκτός από την αποστολή χρηματικών εμβασμάτων, η εγκληματική οργάνωση εφάρμοζε και τη μέθοδο των «cash couriers», μεταφέροντας χρήματα μέσω των διακινούμενων.
Παράλληλα, τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης στην Κω προετοίμαζαν την περαιτέρω προώθηση των διακινούμενων στην Ηπειρωτική Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Αττική, με τα πλοία της γραμμής. Ειδικότερα, επέλεγαν το καταλληλότερο δρομολόγιο, αξιολογώντας όλες τις παραμέτρους που θα μπορούσαν να δυσχεράνουν τον έλεγχο τον Λιμενικών Αρχών κατά την επιβίβαση. Τέτοιες παράμετροι ήταν ο αριθμός των επιβατών στο εκάστοτε δρομολόγιο (συνωστισμός) και οι επικρατούσες καιρικές συνθήκες (λ.χ. βροχόπτωση).
Μετά την επιλογή του καταλληλότερου δρομολογίου ένα από τα μέλη της οργάνωσης παραλάμβανε τα ακτοπλοϊκά εισιτήρια, χωρίς να παρίστανται οι διακινούμενοι. Δεδομένου ότι οι αλλοδαποί δεν κατείχαν τα απαραίτητα ταξιδιωτικά έγγραφα για την έκδοση των εισιτηρίων, η εγκληματική οργάνωση τους εφοδίαζε με βουλγαρικά δελτία ταυτότητας (προφανώς πλαστά), ενώ η επιλογή του καταλληλότερου δελτίου γινόταν με κριτήριο το βαθμό ομοιότητας μεταξύ του εικονιζόμενου (πραγματικού κατόχου) και του διακινούμενου.
Στη συνέχεια, λάμβαναν χώρα οι τελευταίες «προετοιμασίες» πριν από την έναρξη της περαιτέρω προώθησης των αλλοδαπών και πιο συγκεκριμένα:
• παρεμβάσεις στην εξωτερική εμφάνιση των διακινούμενων, έτσι ώστε αφενός να μοιάζουν με Ευρωπαίο πολίτη (ευπρεπής ενδυμασία, γυαλιά κ.λπ.) και αφετέρου να προσομοιάζουν στον πραγματικό κάτοχο του δελτίου ταυτότητας που θα χρησιμοποιούσαν (βάψιμο μαλλιών, κούρεμα κ.λπ.) και
• παροχή οδηγιών και κατευθύνσεων στους διακινούμενους, αναφορικά με τη διαδικασία που θα έπρεπε να ακολουθήσουν μέχρι την επιβίβασή τους στο πλοίο.
Μετά την ολοκλήρωση των «προετοιμασιών», οι υπό διακίνηση αλλοδαποί κινούνταν πεζοί, συνοδεία των μελών, από το εκάστοτε ξενοδοχείο που διέμεναν, σε προκαθορισμένα σημεία στο λιμάνι της Κω.
Αμέσως μετά την άφιξη των διακινούμενων στην είσοδο του λιμανιού, τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης επεδίωκαν να αποσπάσουν την προσοχή των Λιμενικών που ήταν επιφορτισμένοι με τον έλεγχο των εισιτηρίων, προς αποφυγή πιθανού ελέγχου.
Η επιτυχής επιβίβαση των διακινουμένων στο πλοίο και η άφιξη τους στην Αττική, συνοδευόταν (όπως και στο 1οστάδιο) από αντίστοιχες αποστολές χρημάτων (εμβάσματα), από τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης που ζουν στην Τουρκία, προς τα αντίστοιχα μέλη στην Κω.
Τα μέλη της εν λόγω εγκληματικής οργάνωσης, ακολουθώντας τον τρόπο δράσης που αναλύεται παρακάτω, πέτυχαν:
• σε δύο διαφορετικά περιστατικά διακίνησης (19/03/2017 και 01/04/2017), τη διευκόλυνση της παράνομης εισόδου στη χώρα, τουλάχιστον 24 αλλοδαπών (μέσω των θαλάσσιων ελληνοτουρκικών συνόρων με τη χρήση πλωτών μέσων).
• σε 13 διαφορετικά περιστατικά διακίνησης, την περαιτέρω προώθηση από την Κω στην ηπειρωτική Ελλάδα (Αττική), τουλάχιστον 33 αλλοδαπών (με τη χρήση των πλοίων της γραμμής Κως – Πειραιά).
Το κέρδος της εγκληματικής οργάνωσης για αυτά τα περιστατικά διακίνησης υπολογίζεται στις 72.000 ευρώ (περίπου 3.000 ευρώ ανά διακινούμενο).
Κατά το επιχειρησιακό σκέλος, πραγματοποιήθηκαν συνολικά 44 έρευνες σε οικίες, «καβάτζες» και λοιπούς χώρους και, μεταξύ άλλων, κατασχεθήκαν: 100 κιλά κάνναβη, 1.400 γραμμάρια κοκαΐνη, νοθευτικές ουσίες, 12 ζυγαριές ακριβείας, 2 πυροβόλα όπλα, ένα όπλο κρότου, πλήθος κινητών τηλεφώνων και καρτών sim, 4 αυτοκίνητα, 2 μηχανές και χρηματικό ποσό 27.000 ευρώ.
Οι συλληφθέντες, με τη σε βάρος τους σχηματισθείσα δικογραφία, οδηγήθηκαν στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, ο οποίος παρήγγειλε τη διενέργεια κύριας Ανάκρισης, ενώ οι έρευνες για τον εντοπισμό των μη συλληφθέντων δραστών συνεχίζονται.
news247.gr