Η κλιματική κρίση και η αλλαγή της θερμοκρασίας στις θάλασσές μας, έχει προσελκύσει μεγάλο αριθμό λεοντόψαρων (lionfish) που έχουν κατακλύσει την Aνατολική Μεσόγειο κι έχουν αυξηθεί υπέρμετρα στα νησιά μας, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αλιέων.
Τα ψάρια αυτά, των τροπικών θαλασσών- από Ειρηνικό και Ινδικό Ωκεανό- ανήκουν στο γένος Πτερόεις (Pterois) της οικογένειας των Σκορπαινίδων. «Η πραγματική αποτύπωση της αύξησης των λεοντόψαρων και γενικά των λεσεψιανών εισβολέων απαιτεί μακρά περίοδο έρευνας και δεν είναι δυνατό εύκολα να τεκμηριωθεί, όμως το λεοντόψαρο είναι βρώσιμο και πολύ νόστιμο, άρα η αύξησή τους δεν είναι αρνητική» δηλώνει στη «δ» ο ιχθυολόγος του Υδροβιολογικού Σταθμού Ρόδου του ΕΛΚΕΘΕ Μάκης Κονδυλάτος.
Τροπική η καταγωγή του
Το λεοντόψαρο, κατάγεται από τον Ινδικό Ωκεανό και μπήκε στη Μεσόγειο το 1991 μέσω του Σουέζ. Το 2015 εμφανίσθηκε στο Φαληράκι, την Ακαντιά και τη Λίνδο. Από εκεί πήγε στην Κάσο, τη Γαύδο, την Κρήτη και στην συνέχεια εξαπλώθηκε σε Αιγαίο και Ιόνιο, αλλά η εξάπλωσή του αυτή δεν είναι μεγάλο πρόβλημα για τον άνθρωπο. Είναι όμως για το οικοσύστημα, αφού τα ενδημικά είδη ψαριών δεν αναγνωρίζουν αυτόν τον νεοφερμένο «θηρευτή» και εύκολα γίνονται λεία του. Τα «ντόπια» ψάρια δεν αναγνωρίζουν το είδος αυτό, ούτε ως θήραμα ούτε ως θηρευτή, με αποτέλεσμα αφενός τα λεοντόψαρα να μην κινδυνεύουν από άλλα ψάρια και αφετέρου να βρίσκουν εύκολα τροφή.
Οι παρατηρήσεις των επιστημόνων δείχνουν μια γρήγορη εξάπλωση στην Ανατολική Μεσόγειο και γι’ αυτό το έχουν κατατάξει μεταξύ των χωροκατακτητικών εισβολέων, που μαζί με άλλα είδη εισβολέων τα ονομάζουν «Λεσεψιανούς μετανάστες». Το όνομα αυτό δόθηκε προς τιμήν του Φερντινάρντ ντε Λεσέψ, αρχιτέκτονα κατασκευής της διώρυγας του Σουέζ.
Στον πόλεμο εισέβαλαν οι «γερμανοί»!
Οι «γερμανοί» εμφανίσθηκαν στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου απ’ όπου πήραν το όνομά τους λόγω του χρωματικής τους παραλλαγής. Μετά την εισβολή των «γερμανών», πιθανώς λόγω της παρουσίας φυσικών εμποδίων στη μετανάστευση, συμπεριλαμβανομένων των Πικρών Λιμνών, ενός φυσικού φράγματος υπεραλατούχου νερού και του λοφίου γλυκού νερού του ποταμού Νείλου που ρέει μπροστά από το μεσογειακό άνοιγμα της Διώρυγας του Σουέζ, το φαινόμενο παρουσίασε ύφεση. Η κατασκευή του φράγματος του Ασουάν όμως το 1960, η οποία μειώνει την εκροή του Νείλου και η διαπλάτυνση της ίδιας της διώρυγας, η οποία αραιώνει τις Πικρές Λίμνες (μέσω της αυξημένης παλιρροιακής εμβέλειας) περιόρισε αυτά τα φυσικά εμπόδια, με αποτέλεσμα την αύξηση του ποσοστού μετανάστευσης των Λεσσεψιανών βιοεισβολέων στη Μεσόγειο.
Λαγοκέφαλος, τρομπέτα, αγριοσάλπες, καβούρια εισέβαλαν στα νερά της Μεσογείου και ειδικά ο λαγοκέφαλος που ισοπεδώνει τον βυθό καταπίνοντας τα πάντα συνεχίζει να αποτελεί πονοκέφαλο για τους αλιείς. Το λεοντόψαρο (P. Miles) καταγράφηκε για πρώτη φορά το 1991, κατά μήκος της ανατολικής ακτής της λεκάνης της Μεσογείου, αλλά δεν παρατηρήθηκαν επιπλέον άτομα μέχρι το 2015. Η εμφάνισή του είναι τρομαχτική στην αρχή και εντυπωσιακή στη συνέχεια λόγω του έντονου χρωματισμού τους που έχουν και των πτερυγίων που φέρουν. Αυτή η εικόνα τους, είναι που τα καθιστά από τα πιο δημοφιλή ψάρια των ενυδρείων.
Το λεοντόψαρο δεν έχει πολλούς θηρευτές. Εκτός από τις περιπτώσεις μεγαλύτερων ενήλικων ατόμων που μπορεί να φάνε μικρότερα, τα λεοντόψαρα έχουν πολύ λίγους αναγνωρισμένους φυσικούς θηρευτές, πιθανότατα λόγω των δηλητηριωδών ακανθών τους. Οι σμέρνες, το ψάρι κορνέτα και οι μεγάλοι ροφοί, που όμως τέτοιους δεν έχουμε στα νερά μας, έχουν παρατηρηθεί να κυνηγούν λεοντόψαρα. Δεν είναι επιθετικό ψάρι και δεν θα πλησιάσει τον άνθρωπο για να του επιτεθεί εκτός και αν ο ίδιος το ενοχλήσει. Ο κίνδυνος για τον άνθρωπο προκύπτει, αν όταν δεν το δούμε, το πατήσουμε ή το ακουμπήσουμε.
«Το λεοντόψαρο είναι βρώσιμο είδος αν καθαριστεί σωστά, όπως η σκορπίνα και μάλιστα είναι πολύ θρεπτικό, σαν κόκκινο κρέας, αφού περιέχει πρωτεΐνη, ωμέγα 3 και επιβάλλεται οι καταναλωτές να το βάλουν στο μενού τους. Κάνει εξαιρετική σούπα, τρώγεται βραστό, τηγανητό, στα κάρβουνα, πλακί και επίσης γίνεται υπέροχο σούσι. Σε πάρα πολλά μέρη θεωρείται από τα πρώτα ψάρια» τονίζει ο ιχθυολόγος του ΥΣΡ Μάκης Κονδυλάτος.