- Για συκοφαντική δυσφήμιση και ψευδή καταμήνυση
Nέα διάσταση προσέλαβε η ένδικη διαφορά, αυτή τη φορά στο αστικό πεδίο, μεταξύ συγγενών, μετόχων γνωστής ξενοδοχειακής εταιρείας του νησιού.
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου με απόφαση που εξέδωσε επεδίκασε σε 4 μετόχους της εταιρείας, που διαμένουν στη Ρόδο, αποζημίωση ένεκα αδικοπραξίας και δη συκοφαντικής δυσφήμισης και ψευδούς καταμήνυσης, που αποδίδεται σε τρείς ομογενείς συγγενείς τους, που τους κατεμήνυσαν και προκάλεσαν την δίωξη τους για υπεξαίρεση και απιστία.
Το δικαστήριο με την ίδια απόφαση απέρριψε εξάλλου και την ανταγωγή των εναγομένων.
Κατεδίκασε συγκεκριμένα τους αντενάγοντες στα δικαστικά έξοδα των αντεναγομένων, τα οποία ορίζει στο ποσό των 14.000 ευρώ.
Υποχρεώνει τον πρώτο εναγόμενο να καταβάλει σε καθένα των εναγόντων το ποσό των 30.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, και καθεμιά από τις δεύτερη και τρίτη των εναγομένων να καταβάλει σε καθένα των εναγόντων το ποσό των 10.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
Καταδίκασε εξάλλου τους εναγόμενους σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων και συγκεκριμένα το μεν πρώτο εναγόμενο στην καταβολή ποσού 900 ευρώ σε καθένα των εναγόντων, τις δε δεύτερη και τρίτη εναγόμενες στην καταβολή ποσού 300 ευρώ σε καθένα των εναγόντων.
Η υπόθεση είχε απασχολήσει και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου, που απάλλαξε τους 4 ενάγοντες από τα αδικήματα της απιστίας, της οποίας η περιουσιακή ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ και της υπεξαίρεσης ως εντολοδόχων συνολικής αξίας άνω των 73.000 ευρώ.
Για τη διαλεύκανσή της υπόθεσης διενεργήθηκαν δύο οικονομικές πραγματογνωμοσύνες ενώ διορίστηκαν και δύο τεχνικοί σύμβουλοι.
Τον Ιούλιο του 2008 ένας εκ των μετόχων γνωστής ξενοδοχειακής εταιρείας υποστήριξε σε έγκλησή του ότι οι συγγενείς – συνέταιροί του προέβησαν σε παράνομες πράξεις τόσο σε βάρος του νομικού προσώπου της εταιρείας όσο και σε βάρος του ίδιου.
Ο μηνυτής, με τη σύζυγο και τις θυγατέρες του ήταν μέτοχοι σε ποσοστό 1/3 της ξενοδοχειακής εταιρείας, που συστήθηκε το 1979. Είχαν αναθέσει τη λειτουργία του ξενοδοχείου στους συγγενείς τους διότι οι ίδιοι διέμεναν εκτός Ελλάδος. Το έτος 2005, όπως υποστήριξαν, διαπίστωσαν ότι η πορεία της εταιρείας ήταν ζημιογόνα, ζητώντας τη διενέργεια εσωτερικού ελέγχου από ορκωτό λογιστή. Υποστήριξαν ότι ένα κονδύλι ύψους 2.999.039,44 ευρώ της εταιρείας το οποίο εμφανιζόταν στο παθητικό σκέλος του ισολογισμού, αποτελούσε σύνολο πλασματικών εγγραφών προς συγκάλυψη παρανομιών του διοικητικού συμβουλίου, η δε πλευρά των κατηγορουμένων ότι αποτελεί εισφορά ενός εξ΄αυτών προς την εταιρεία προερχόμενο από την πώληση ακινήτων.
Από την έρευνα που διενεργήθηκε προέκυψε ωστόσο ότι το υπό έρευνα ποσό των 2.999.039,44 ευρώ, που εμφανίζεται στο παθητικό του Ισολογισμού της ανώνυμης εταιρείας κατά την χρήση του έτους 2006, αποτελεί το προοδευτικό υπόλοιπο των τμηματικών χρηματικών καταβολών των μετόχων, που δίνονταν με σκοπό τη μελλοντική αύξηση του κεφαλαίου της εταιρείας από το έτος 1992 και εντεύθεν, αφαιρουμένων των τμηματικών επιστροφών χρημάτων στους μετόχους στο ίδιο χρονικό διάστημα (1992-2006).
Ο δε ισολογισμός της εταιρείας της 31-12-2003, στον οποίο περιλαμβάνεται και το υπό έρευνα κονδύλιο, που το έτος αυτό είχε διαμορφωθεί στο ποσό των 2.698.891,16 ευρώ, εγκρίνεται ομόφωνα απ’ όλους τους μετόχους της εταιρείας. Τα επόμενα έτη (2004-2005), οι μέτοχοι με τις ίδιες διαδικασίες συνεχίζουν τις τμηματικές καταβολές χρημάτων, υπό μορφή δανεισμού, με αποτέλεσμα το υπό έρευνα κονδύλιο να ανέλθει στο ποσό των 2.999.039,44 ευρώ και να παραμείνει ως τέτοιο έως και την χρήση του 2007. Το ποσό αυτό, όπως διαμορφώθηκε, προκύπτει ότι, προέρχεται από πραγματικές και τεκμηριωμένες καταβολές των μετόχων προς παροχή ρευστότητας στην εταιρεία για την κάλυψη των ταμειακών αναγκών της κατά τη διάρκεια των ετών (ταμειακή διευκόλυνση με την μορφή δανεισμού) και δεν συνιστά σύνολο πλασματικών εγγραφών προς συγκάλυψη παρανομιών εκ μέρους των κατηγορουμένων, όπως ισχυρίζεται ο εγκαλών.
Αντίθετα, μάλιστα, ολόκληρο το ανωτέρω ποσό τεκμηριώνεται και επιβεβαιώνεται αφενός από τις τραπεζικές καταθέσεις στους λογαριασμούς της εταιρείας (κατά το μεγαλύτερο μέρος του) και αφετέρου από καταθέσεις σε μετρητά απευθείας στο ταμείο της επιχείρησης, οι περισσότερες εκ των οποίων έγιναν κατά το έτος 1995, οπότε και ανεγέρθηκε το δεύτερο ξενοδοχείο της εταιρείας, σύμφωνα με όσα προέκυψαν από την τελευταία διενεργηθείσα λογιστική πραγματογνωμοσύνη.
Αλλωστε, η πραγματικότητα των καταβολών αυτών επιβεβαιώνεται κι από τους Ορκωτούς ελεγκτές της εταιρείας, που ελέγχουν την εταιρεία από το 1995 και μετά και εκδίδουν το αντίστοιχο πιστοποιητικό, χωρίς να διαπιστώνουν αμφισβητούμενες καταβολές, οι δε ισολογισμοί της εταιρείας μέχρι και το έτος 2003 εγκρίνονταν ομόφωνα από τους μετόχους -μεταξύ των οποίων και ο εγκαλών-, στους οποίους (ισολογισμούς), μάλιστα, περιλαμβάνεται και το επίμαχο κονδύλιο.
Το ίδιο συμπέρασμα, εξάλλου, προκύπτει και από τον έλεγχο των οικονομικών της εταιρείας από το υπουργείο Οικονομικών (κατά το έτος 2006), το οποίο όταν εντόπισε το παραπάνω ποσό, το θεώρησε δανεισμό των μετόχων προς την εταιρεία και γι’ αυτό το λόγο επέβαλε πρόστιμο μη καταβολής χαρτοσήμου. Πάντως, αυτή η φορολογική παρατυπία εκ μέρους της εταιρείας, όχι μόνο δεν αναιρεί το παραπάνω συμπέρασμα -όπως ισχυρίζεται ο εγκαλών-, αντιθέτως το ενισχύει, καθώς επιβεβαιώνει αυτό που συμβαίνει συνήθως στις ανώνυμες εταιρείες, στις οποίες συνιστά συχνό φαινόμενο οι καταθέσεις εκ μέρους των μετόχων να αποσκοπούν στην κάλυψη των ταμειακών αναγκών της ανώνυμης εταιρείας.
Από τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά προέκυψε ότι δεν υπήρξε υπεξαίρεση κεφαλαίων από το ταμείο της εταιρείας από τους κατηγορουμένους ως εντολοδόχους κι ούτε συνεπώς και ζημία της εταιρείας και της περιουσίας του εγκαλούντος.
Τους ενάγοντες εκπροσώπησε ο δικηγόρος κ. Κ. Σαρρής.