Αθήνα, 7
Τη δυσαρέσκειά της για τον ανεύθυνο τρόπο με τον οποίο όργανα της Πολιτείας προσεγγίζουν ζητήματα απονομής της Δικαιοσύνης, εκφράζει η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ) σε ανακοίνωση, ενώ επικρίνει τους αναπληρωτές υπουργούς Υγείας και Δικαιοσύνης Παύλο Πολάκη και Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, αντίστοιχα για τις δηλώσεις τους.
Παράλληλα, η ΕΔΕ υπογραμμίζει ότι «οι αστήρικτες και συκοφαντικές επιθέσεις στη Δικαιοσύνη και η αθεμελίωτη κριτική στις αποφάσεις που εκδίδονται δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται ούτε ως απόδειξη “εντιμότητας” και “διαφάνειας” του πολιτικού προσωπικού, ούτε ως μαρτυρία φιλολαϊκού και φιλεργατικού προσανατολισμού μιας κυβέρνησης» και προσθέτει ότι «Η ζημία που γίνεται στην χώρα και στην Δημοκρατία από τέτοιες δηλώσεις είναι ανυπολόγιστη».
Δεν παραλείπει η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων να τονίσει ότι «η αντιμετώπιση της Δικαιοσύνης ως “θεσμικού εμποδίου” είναι άκρως επικίνδυνη λογική, που τελικά συμβάλλει καθοριστικά στην αμφισβήτηση του κράτους δικαίου».
Το πλήρες κείμενο της ανακοίνωσης της ΕΔΕ έχει ως εξής:
«Τον τελευταίο καιρό παρατηρούμε μια νέα κλιμακούμενη επίθεση της εκτελεστικής κατά της δικαστικής εξουσίας. Αμφισβητείται δε για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση η νομιμότητα των αποφάσεων των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας μας και μάλιστα των Ολομελειών αυτών.
Με αφορμή τις δηλώσεις του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης στην Βουλή στις 5.7.2017 και την σφοδρή κριτική του αναπληρωτή υπουργού Υγείας σε δικαστικές αποφάσεις η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων εκφράζει τη δυσαρέσκειά της για τον ανεύθυνο τρόπο με τον οποίο όργανα της Πολιτείας προσεγγίζουν ζητήματα απονομής της Δικαιοσύνης.
Είναι κατ’ αρχήν κοινά αποδεκτό ότι κάθε έρευνα για την διαπίστωση πειθαρχικών ή και ποινικών παραπτωμάτων δικαστικών λειτουργών κατά την εκτέλεση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων είναι επιβεβλημένη.
Για την έρευνα όμως αυτή αρμοδιότητα έχουν μόνο τα προβλεπόμενα από το Σύνταγμα όργανα, ενώ είναι ανεπίτρεπτη η εκ των προτέρων ‘’έκδοση αποφάσεων’’ από οποιονδήποτε.
Οι αστήρικτες και συκοφαντικές επιθέσεις στη Δικαιοσύνη και η αθεμελίωτη κριτική στις αποφάσεις που εκδίδονται δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται ούτε ως απόδειξη “εντιμότητας” και “διαφάνειας” του πολιτικού προσωπικού, ούτε ως μαρτυρία φιλολαϊκού και φιλεργατικού προσανατολισμού μιας Κυβέρνησης. Ιδιαίτερα όταν για την θεμελίωση της επιχειρηματολογίας εκλαϊκεύονται επιστημονικές έννοιες και τους προσδίδεται εντελώς αντιεπιστημονικό περιεχόμενο με μοναδική επιδίωξη καιροσκοπικά πολιτικά οφέλη.
Η αντιμετώπιση της Δικαιοσύνης ως “θεσμικού εμποδίου” είναι άκρως επικίνδυνη λογική, που τελικά συμβάλλει καθοριστικά στην αμφισβήτηση του κράτους δικαίου.
Η ζημία που γίνεται στην χώρα και στην Δημοκρατία από τέτοιες δηλώσεις είναι ανυπολόγιστη. Οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί προασπίζονται και περιφρουρούν την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης που αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο για κάθε αδικημένο πολίτη».
Το ΣτΕ ακύρωσε
υπουργική απόφαση
για την ίδρυση των
φαρμακείων!
Με απόφαση της Ολομέλιας του Συμβουλίου της Επικρατείας ακυρώθηκε η υπουργική απόφαση, με την οποία καθορίζονται οι προϋποθέσεις ίδρυσης φαρμακείων και ρυθμίζονται θέματα του επαγγέλματός τους!
Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της χώρας επίσημαίνει ωστόσο ότι το περιεχόμενο της υπουργικής απόφασης μπορεί να γίνει Προεδρικό Διάταγμα και να ξεπεραστεί το θέμα. Η ακυρωθείσα υπουργική απόφαση προέβλεπε, μεταξύ των άλλων, ότι μπορούσαν να ιδρυθούν φαρμακεία από μη αδειούχους φαρμακοποιούς υποχρεωτικά υπό εταιρική μορφή (Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης) αρκεί ένα μέλος να είναι φαρμακοποιός και να έχει μετοχικό μερίδιο 20%.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου με τις υπ΄ αριθμ. 1804-1807/2017 αποφάσεις της, έκανε δεκτές τις αιτήσεις του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου και των Φαρμακευτικών Συλλόγων Αττικής και Θεσσαλονίκης με τις οποίες ζητούσαν να ακυρωθεί η από 20.5.2016 απόφαση των υπουργών Οικονομίας και Υγείας για «τις ρυθμίσεις επαγγέλματος φαρμακοποιού και την ίδρυση φαρμακείου».
Με τις αποφάσεις της η Ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε ότι θέματα άσκησης επαγγέλματος φαρμακοποιού, λειτουργίας φαρμακείου και δεοντολογίας φαρμακοποιών ρυθμίζονται ή με νόμο ή με Προεδρικό Διάταγμα. Επομένως, τα θέματα αυτά δεν μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο ρύθμισης υπουργικής απόφασης, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν ο νόμος 4336/2015 δεν παρέχει την προβλεπόμενη ειδική εξουσιοδότηση.