Ο κόσμος ανησυχεί. Πού το πάει ο Ερντογάν; Γιατί ο Τραμπ δεν του τράβηξε το αυτί; Μήπως τα ξαναβρούν ΗΠΑ – Τουρκία; Σε μια τέτοια περίπτωση μήπως θα είμαστε εμείς η παράπλευρη απώλεια; Φυσιολογικά και αυτονόητα ερωτήματα για μια πραγματική απειλή. Διότι σε αντίθεση με κατά καιρούς διαλαμβανόμενα, η ελληνοτουρκική διαμάχη δεν σχετίζεται με ψυχολογικές αιτίες αντιπαλότητας που ανάγονται στην Ιστορία.
Οι διαφορές μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας οφείλονται σε αντικρουόμενα συμφέροντα, σχετικώς με τον ρόλο που επιθυμεί κάθε χώρα να διαδραματίσει στην Ανατολική Μεσόγειο, στα Βαλκάνια και στον Εύξεινο Πόντο. Στη γεωπολιτική σκακιέρα της Ανατολικής Μεσογείου η Ελλάδα διαθέτει δύο κρίσιμα ερείσματα. Την Κύπρο, που τη φέρνει σε επαφή με τα κράτη της Μέσης Ανατολής, και το Αιγαίο, στο οποίο η απόλυτη ελληνική κυριαρχία οδηγεί σε πλήρη έλεγχο των περασμάτων προς τον Εύξεινο Πόντο. Αυτά τα δύο στοιχεία προσπαθεί να ακυρώσει η τουρκική πολιτική, διότι συγκρούονται με τη δική της αντίληψη για τον ρόλο που θέλει να διαδραματίσει στην περιοχή. Για όσον καιρό δεν υπάρχει ταυτότητα συμφερόντων μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, θα υπάρχει αυτή η αντιπαλότητα.
Από το 2011 η Τουρκία αισθάνεται ότι τις εξελίξεις γύρω από τα ενεργειακά της Ανατολικής Μεσογείου καθοδηγεί η Κύπρος. Αυτή την κατάσταση επιθυμεί να διακόψει με τα σεισμογραφικά και γεωτρητικά σκάφη που στέλνει γύρω από το νησί. Τα απέκτησε δαπανώντας 1 δισ. ευρώ τα έξι τελευταία χρόνια. Είναι πολλά λεφτά. Αυτό και μόνον καταδεικνύει ότι δεν είναι θεατρική κίνηση του Ερντογάν για να αποσπάσει την προσοχή της τουρκικής κοινής γνώμης από τα εσωτερικά προβλήματα, όπως κατά καιρούς ακούγεται στην Ελλάδα. Αποτελεί στρατηγική επιλογή. Θα τη δούμε σε πλήρη ανάπτυξη τους επόμενους μήνες.
Πρέπει επίσης να έχουμε υπ’ όψιν μας ότι η Τουρκία θεωρεί απολύτως θεμιτό να ασκεί πιέσεις στην Ελλάδα μέσω της στρατιωτικής της μηχανής. Το τουρκικό υποσυνείδητο είναι εθισμένο στις συχνές τηλεοπτικές εικόνες κηδειών στρατιωτικών που σκοτώθηκαν στο καθήκον. Αποκαλυπτικές της τουρκικής νοοτροπίας είναι και οι συζητήσεις του 2005 μεταξύ Αμερικανών και Τούρκων εν σχέσει προς τις υπερπτήσεις κατοικημένων νησιών ή τη διενέργεια στρατιωτικών ασκήσεων στην Κύπρο. Σε τηλεγραφήματα που έφερε στο φως το WikiLeaks φαίνεται ότι οι Τούρκοι αδιαφορούσαν στις αμερικανικές επισημάνσεις να αποφευχθούν τέτοιες ενέργειες. Θεωρούσαν ότι θα αποσπούσαν κέρδη από την ψυχολογική εξουθένωση της ελληνικής πλευράς. Επομένως, οι τουρκικές έρευνες στην Ανατολική Μεσόγειο θα συνοδεύονται και από την τουρκική στρατιωτική απειλή.
Δεν πρόκειται για κάτι καινοφανές. Η μεταπολιτευτική Ελλάδα έμαθε να ζει με μια Τουρκία απειλητική και επικίνδυνη, που κατά καιρούς ετοιμαζόταν για πόλεμο. Για να την αντιμετωπίσουμε, δαπανούμε ένα υπέρογκο ποσόν για τις αμυντικές μας ανάγκες. Η αποτρεπτική δύναμη των Ενόπλων Δυνάμεων παραμένει πάντοτε ένας παράγων που σέβεται η Αγκυρα. Παρά τη σχετική στρατιωτική υπεροχή της Τουρκίας έναντι της Ελλάδος, οι Τούρκοι δεν νιώθουν αρκετά ασφαλείς για την έκβαση ενός ελληνοτουρκικού πολέμου, ώστε να είναι αδιάφοροι για την κλιμάκωση ενός θερμού επεισοδίου. Πάντως, όσο πιο σαφείς είναι οι κανόνες και οι κόκκινες γραμμές, τόσο απομακρύνεται το ενδεχόμενο ενός κατά λάθος θερμού επεισοδίου. Η διασάφηση των ορίων λειτουργεί αποτρεπτικά.
Κάτι που απασχολεί την ελληνική κοινή γνώμη είναι οι τουρκικές προτάσεις που ακούγονται περί συνδιαχειρίσεως/συνεκμεταλλεύσεως της Ανατολικής Μεσογείου. Η Τουρκία μιλάει για συνεκμετάλλευση στις περιοχές νοτίως της Κρήτης ή της Κύπρου. Θεωρεί ότι η υπόλοιπη Ανατολική Μεσόγειος της ανήκει. Είναι θετικό που ο Ελληνας υπουργός Εξωτερικών επανέλαβε, για πρώτη φορά την προηγούμενη εβδομάδα, την πάγια από το 1974 ελληνική θέση επί του συγκεκριμένου θέματος: η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας προηγείται των οποιωνδήποτε συζητήσεων περί συνεκμεταλλεύσεως.
Τέλος, στην ελληνική πλευρά επικρατεί η αντίληψη ότι είναι δυνατόν να προσέλθει σε πλασματικό διάλογο για να αποφύγει τη διαπραγμάτευση. Η αντίληψη αυτή είναι λανθασμένη. Η πολιτική του διαλόγου δεν διασφαλίζει ότι κάποια στιγμή δεν θα καταλήξει σε διαπραγματεύσεις. Αντιθέτως, καθιστά βέβαιον ότι η Ελλάδα θα δεχθεί ισχυρές πιέσεις για διαπραγματεύσεις. Αυτό σημαίνει ότι η ελληνική πλευρά πρέπει να αναλάβει την πρωτοβουλία των κινήσεων, ορίζοντας το πεδίο στο οποίο θα κινηθούν οι διαπραγματεύσεις. Σε άλλη περίπτωση, θα τρέχει πίσω από τις τουρκικές προτάσεις. Το θέμα του διαλόγου άλλωστε εξαρτάται και τις νέες συμμαχίες που διαμορφώνονται στην περιοχή. Μια ισχυρή ελληνική κυβέρνηση, που ελπίζουμε να προκύψει από τις σημερινές εκλογές, θα μετρήσει ιδιαιτέρως στις ευρύτερες ανακατανομές ισχύος.
* Ο κ. Αγγελος Συρίγος είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής, βοτλευτής της Ν.Δ. στην Α΄ Αθηνών.