Με απόφαση που έλαβε το διοικητικό συμβούλιο του «ΦΟ.Δ.Σ.Α. Νοτίου Αιγαίου Α.Ε.» απορρίφθηκε η αίτηση τροποποίησης της σύμβασης παροχής της υπηρεσίας με αντικείμενο «Διαχείριση και Λειτουργία ΧΥΤΑ Νότιας Ρόδου» και επαναδιαπραγμάτευσης επί των όρων ενεργοποίησης του δικαιώματος προαίρεσης που υπέβαλε η κοινοπραξία «Στήριξις Τεχνική ΑΕ -Μηχανική Περιβάλλοντος ΑΕ».
Οπως έγραψε η «δημοκρατική», η κοινοπραξία ανέλαβε την διαχείριση και λειτουργία του Χ.Υ.Τ.Α. Νότιας Ρόδου με χρονική διάρκεια τα τρία έτη από της υπογραφής της ή την συμπλήρωση ποσότητας απορριμματικού όγκου 95.800 τόνων, που μεταφράζεται, σε ετήσια βάση, σε 18.600 τόνους και με δικαίωμα προαιρέσεως μονοετούς διάρκειας.
Η οικονομική προσφορά της κοινοπραξίας, όπως αναφέρεται στην αίτηση, διαμορφώθηκε στο ποσό των 20,80 ευρώ ανά τόνο διαχείρισης εισερχομένου φορτίου και είναι αυτονόητο ότι καθορίσθηκε στο ύψος αυτό σε συνέχεια των προβλέψεων των τευχών σχετικά με την συνολική ποσότητα διαχείρισης.
Οπως υποστήριξε, για λόγους που δεν ανάγονται σε υπαιτιότητά της, η ποσότητα απορριμμάτων που έχει διαχειριστεί είναι μειωμένη και συνολικά από την έναρξη της σύμβασης έως σήμερα, το φορτίο διαχείρισης ανήλθε μόλις σε 38.281,23 τόνους.
Αναπόφευκτη συνέπεια των ανωτέρω είναι, η συμφωνημένη και προσδοκώμενη, ως βεβαία, αμοιβή της να διαμορφωθεί σε καταφανώς χαμηλότερα, έναντι των προβλεπόμενων εσόδων, επίπεδα.
Επεσήμανε ότι μόνη περίπτωση αποκατάστασης της ομαλότητας εκτέλεσης της σύμβασης και της διαταραχθείσης οικονομικής ισορροπίας συνιστά η αναμόρφωση της αμοιβής, αναδρομικά από την εκκίνηση της συμβάσεως.
Το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας έκανε δεκτή την εισήγηση του νομικού συμβούλου κ. Γιώργου Μαυρομάτη που έκρινε μεταξύ άλλων ότι η ανάδοχος επί της ουσίας προτείνει τροποποίηση των όρων της συμβάσεως, επ’ωφελεία προφανώς της ιδίας, κάτι το οποίο ουδόλως συμφωνήθηκε.
Τόνισε πως είναι σαφές, ότι ισχύει ο κίνδυνος της επιχειρηματικής διακινδυνεύσεως, ο οποίος αφορά στην ίδια, αφού δεν υφίστανται ούτε εγγυημένα έσοδα, ούτε εγγυημένο κέρδος.
Επεσήμανε παραπέρα ότι η διαχειρισθείσα από αυτήν ποσότητα απορριμμάτων, ήταν εξ’αρχής ολιγότερη της υπολογισθείσας, ποσότητα, η οποία φαίνεται ότι περιορίσθηκε περαιτέρω, λόγω του περιορισμού των δραστηριοτήτων εξ’αιτίας της πανδημίας.
Χαρακτηρίζει δε αξιοπερίεργο το ό,τι το αίτημα για επαναδιαπραγμάτευση των όρων της συμφωνίας, δεν υποβλήθηκε πριν από δύο ή ένα τουλάχιστον χρόνο όταν προφανώς ήταν ήδη διαπιστωμένος ο περιορισμός των ποσοτήτων και των εσόδων της Κ/Ξ, αλλά επιλέχθηκε η υποβολή του, μόλις 45 ημέρες πριν από την συμπλήρωση της αρχικής διάρκειάς της, με σκοπό την αναθεώρηση προς όφελός της, των όρων της, αν συμφωνείτο η παράταση της διάρκειας της. Θεωρεί παραπέρα αυτονόητο, ότι η διαχείριση μικρότερης ποσότητας, συνεπάγεται και ολιγότερα λειτουργικά έξοδα, τόσο μισθοδοσίας, ασφαλιστικών εισφορών όσο και καταναλώσεως ενέργειας και αναλωσίμων υλικών.
Προσθέτει επίσης ότι διενεργήθηκαν επανειλημμένως έλεγχοι αναφορικά τόσο με την τήρηση των συμβατικών υποχρεώσεων της Κ/Ξ, όσο και επιθεωρήσεις των εγκαταστάσεων της Κ/Ξ, από τους οποίους διαπιστώθηκαν, σοβαρές παραλείψεις αυτής και πλημμέλειες στην ορθή εφαρμογή των συμφωνηθέντων.
Κατέληξε ότι δεν συντρέχει λόγος για οποιαδήποτε επαναδιαπραγμάτευση των οικονομικών όρων της συμβάσεως, ενώ αναφορικά με την εκδήλωση ενδιαφέροντος για επαναδιαπραγμάτευση των όρων της συμφωνίας, και προφανώς της αναπροσαρμογής της αμοιβής της Κ/Ξ, σε περίπτωση της ασκήσεως του δικαιώματος της προαιρέσεως, έκρινε ότι εκτός του ότι δεν προβλέπεται από κανένα όρο της συμβάσεως, κάτι τέτοιο, δεν συντρέχει ούτε κάποιος λόγος για να γίνει δεκτό.