Ελεύθεροι με τους περιοριστικούς όρους της καταβολής χρηματικής εγγύησης ύψους 5.000 ευρώ έκαστος και της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα κρίθηκαν χθες, μετά την απολογία τους, με ομόφωνη απόφαση του τακτικού Ανακριτή και του Εισαγγελέως Υπηρεσίας, τρεις από τους επτά κατηγορούμενους για απιστία από κοινού από de facto και από νόμιμο διαχειριστή κατ΄ εξακολούθηση, η ζημία της οποίας υπερβαίνει συνολικά το χρηματικό ποσό των 120.000 ευρώ, πλαστογραφία (κατάρτιση πλαστού) κατ’ εξακολούθηση με συνολική ζημία άνω των 120.000 ευρώ, συνέργεια και ηθική αυτουργία στις πράξεις αυτές κατά περίπτωση.
Ελεύθεροι χωρίς όρους αφέθηκαν μετά την απολογία τους οι τέσσερις συγκατηγορούμενοί τους.
Η υπόθεση αφορά σε αντιδικία δύο ξενοδοχειακών εταιρειών.
Η εγκαλούσα τούς κατηγορεί, ειδικότερα, για απιστία η οποία αφορά συνοπτικώς στην πορεία συμφωνίας μετά την κατάρτιση προσυμφώνου την 5η Δεκεμβρίου 2021 για μελλοντική πώληση των μετοχών της εγκαλούσας εταιρείας.
Η πώληση συμφωνήθηκε με τμηματική καταβολή του τιμήματος και παρακράτηση κυριότητας των μετοχών από τους πωλητές, οι οποίες (μετοχές) όσο θα διαρκούσε η παρακράτηση θα παραδίδονταν σε θεματοφύλακα.
Κατά τον ανωτέρω χρόνο οι εγκαλούντες υπέγραψαν πρακτικό Γενικής Συνέλευσης της εγκαλούσας εταιρείας με το οποίο διορίσθηκε διοικητικό συμβούλιο αυτής. Ωστόσο, δημοσιεύθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. πρακτικό Γενικής Συνέλευσης της εγκαλούσας εταιρείας με φερόμενη ημερομηνία 15η Ιανουαρίου 2014, με θέματα της φερόμενης Γενικής Συνέλευσης μεταξύ άλλων την αλλαγή μελών του Δ.Σ., όπου τη θέση του ενός πήρε συγκατηγορούμενός του και ιδίως, άλλαξε η επωνυμία της εγκαλούσας εταιρείας, ώστε, σύμφωνα με το κατηγορητήριο να εμφανίζεται η εγκαλούσα εταιρεία στις συναλλαγές ως μέλος του ομίλου των εταιρειών του ενός κατηγορούμενου.
Εν συνεχεία, με χρήση του ανωτέρω πρακτικού Γενικής Συνέλευσης εκδόθηκε από τράπεζα βιβλιάριο επιταγών επί τραπεζικού λογαριασμού της εταιρείας με σκοπό, όπως υποστηρίζεται από τους εγκαλούντες, την παραπλάνηση των καλόπιστων τρίτων αφενός μεν σχετικά με την εκπροσώπηση της εταιρείας, αφετέρου δε σχετικά με τη σύνδεση της εγκαλούσας εταιρείας με τις λοιπές επιχειρηματικές δραστηριότητες του ενός κατηγορούμενου.
Εκδόθηκαν επιταγές και διατέθηκαν με αποτέλεσμα την ζημία της εταιρείας σε ποσό που υπερβαίνει κατά πολύ το όριο των 120.000 ευρώ του κακουργήματος.
Οι κύριοι κατηγορούμενοι, εκπροσωπούμενοι από τους δικηγόρους κ.κ. Στέλιο Αλεξανδρή και Πολυξένη Χατζηγιάννη, ισχυρίστηκαν μεταξύ άλλων πως οι επιταγές που εξεδόθησαν αφορούσαν ως επί το πλείστον επιταγές για ανακαίνιση του ξενοδοχείου διότι ως νεοσύστατη εταιρεία δεν είχε τη δυνατότητα να εκδίδει μεταχρονολογημένες επιταγές.
Ισχυρίστηκαν μάλιστα ότι υπέστησαν και οικονομική ζημία τουλάχιστον 4 εκατ. ευρώ.
Οι δύο τελευταίοι κατηγορούμενοι εκπροσωπήθηκαν από τους δικηγόρους κ.κ. Ακη Δημητριάδη και Γιώργο Μαυρομάτη.