Σχεδόν δύο στα τρία νοικοκυριά μόλις τα βγάζουν πέρα, ενώ εννέα στα δέκα θεωρούν μη πιθανή την αποταμίευση το επόμενο δωδεκάμηνο. Πρόκειται για ευρήματα που συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, στην τελευταία έρευνα οικονομικής συγκυρίας για τον μήνα Ιούλιο, που διενεργεί το Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ). Πρόκειται ταυτόχρονα για ευρήματα που εξηγούν τον λόγο για τον οποίο οι πωλήσεις στο λιανεμπόριο, ακόμη και στον κλάδο τροφίμων, μειώνονται δραματικά.
Δείχνουν δε το εξής: η σταθερότητα σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο που επικρατεί τους τελευταίους μήνες στη χώρα –ειδικά σε σύγκριση με πολύ πρόσφατες περιόδους– δεν αρκεί για να ανακάμψει η οικονομία.
Ειδικά, μάλιστα, καθώς έπειτα από έξι χρόνια δημοσιονομικής προσαρμογής και υψηλής ανεργίας, το λεγόμενο «λίπος» που υπήρχε σε αρκετά ελληνικά νοικοκυριά και διατηρούσε σε ικανοποιητικά επίπεδα την κατανάλωση δεν υπάρχει πλέον.
Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που κατά την τελευταία έρευνα του ΙΟΒΕ παρατηρήθηκε από τη μια ελαφρά βελτίωση του δείκτη επιχειρηματικών προσδοκιών, η οποία αποδίδεται κυρίως στη σχετική σταθερότητα μετά και την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης στα τέλη του περασμένου Μαΐου, και από την άλλη επιδείνωση του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης στις -69,2 μονάδες τον Ιούλιο από -68 μονάδες τον Ιούνιο (σ.σ. ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης υπολογίζεται με βάση τις προβλέψεις για τη γενικότερη οικονομική κατάσταση της χώρας, την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών, την πρόθεση αποταμίευσης και την πρόβλεψη για την ανεργία).
Οι προβλέψεις κινούνται στο διάστημα +100 (όλοι προβλέπουν αύξηση) έως -100 (όλοι προβλέπουν μείωση) και εμφανίζονται ως διαφορές θετικών-αρνητικών απαντήσεων. Αρνητική διαφορά σημαίνει ότι το ποσοστό αυτών που προβλέπουν μείωση κάθε μεγέθους υπερτερεί του ποσοστού όσων προσδοκούν αύξηση και αντίστροφα. Η υποχώρηση του δείκτη προήλθε από τις δυσμενέστερες προβλέψεις για την εξέλιξη της ανεργίας και την εξασθένηση της πρόθεσης για αποταμίευση. Πιο συγκεκριμένα, το 75% των καταναλωτών αναμένει άνοδο της ανεργίας, ενώ το 91% θεωρεί απίθανη την αποταμίευση το επόμενο δωδεκάμηνο.
Λογικό, καθώς το 64% δηλώνει ότι «μόλις τα βγάζει πέρα», ενώ την ίδια ώρα τα νοικοκυριά σκέφτονται πως με ό,τι περισσεύει πρέπει να αντιμετωπίσουν τη νέα φοροκαταιγίδα σε επίπεδο άμεσων αλλά και έμμεσων φόρων.
Στα όρια
Η δεινή θέση στην οποία έχουν περιέλθει τα ελληνικά νοικοκυριά, θέση που δείχνει ότι έχουν φτάσει στα όριά τους, αποτυπώνεται και στα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ). Το πρώτο τρίμηνο του 2016 καταγράφηκε η δεύτερη χαμηλότερη τελική καταναλωτική δαπάνη νοικοκυριών και ΜΚΙΕΝ (μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που εξυπηρετούν νοικοκυριά) μετά το πρώτο τρίμηνο του 2013 κατά την περίοδο από το 2007. Ειδικότερα, το φετινό πρώτο τρίμηνο διαμορφώθηκε σε 31,72 δισ. ευρώ, ενώ το πρώτο τρίμηνο του 2010, λίγο δηλαδή πριν η χώρα εισέλθει σε καθεστώς μνημονίου, είχε διαμορφωθεί σε 41,35 δισ. ευρώ, υποχώρηση δηλαδή της τάξης του 24% περίπου. Εξάλλου, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία το διαθέσιμο ακαθάριστο εισόδημα βρέθηκε το πρώτο τρίμηνο του 2016 στο χαμηλότερο σημείο (σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο όλων των ετών από το 2007), καθώς διαμορφώθηκε σε 29,86 δισ. ευρώ έναντι 30,39 δισ. ευρώ το 2015, καταγράφοντας μείωση 1,74%. Σε σύγκριση δε με το πρώτο τρίμηνο του 2010 η μείωση του διαθέσιμου ακαθάριστου εισοδήματος είναι 35%.
Η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος ως συνέπεια των μειώσεων στους μισθούς, της υψηλής ανεργίας και των διαρκώς αυξανόμενων φορολογικών επιβαρύνσεων, με πλέον πρόσφατες τις αλλαγές στη φορολογία εισοδήματος και τη νέα αύξηση του ΦΠΑ, έχει άμεσες αρνητικές επιπτώσεις στην καταναλωτική ζήτηση. Η μείωση της αξίας πωλήσεων στο λιανεμπόριο κατά 8% και του όγκου πωλήσεων κατά 6,4% τον Μάιο του 2016 σε σύγκριση με τον Μάιο του 2015 είναι μια ισχυρή απόδειξη του τι συμβαίνει στην καθημερινότητα των Ελλήνων, όταν μάλιστα παρατηρούνται ποσοστά υποχώρησης του τζίρου κοντά στο 7% στα σούπερ μάρκετ και στα υπόλοιπα καταστήματα τροφίμων.
Ραγδαία υποχώρηση σημείωσε τον Μάιο και ο κύκλος εργασιών στη βιομηχανία, κατά 13,4% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2015. Πέρα από τη μείωση στη βιομηχανία πετρελαιοειδών, που οφείλεται στην υποχώρηση των τιμών, παρατηρείται σημαντική μείωση του τζίρου στον κλάδο της βιομηχανίας τροφίμων (5,3%) και ειδών ένδυσης (17,9%).
Τα σημάδια δεν είναι θετικά, δυστυχώς ούτε για το επόμενο διάστημα. Η αγοραστική κίνηση κατά τις θερινές εκπτώσεις δεν είναι ικανοποιητική, ενώ οι προβλέψεις για τον κλάδο του λιανεμπορίου, που γίνονται στο πλαίσιο της έρευνας οικονομικής συγκυρίας του ΙΟΒΕ, δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ενθαρρυντικές.
Ειδικότερα, οι αισιόδοξες προβλέψεις των εμπόρων για την εξέλιξη των πωλήσεων το επόμενο τρίμηνο εξασθενούν σημαντικά, με το σχετικό ισοζύγιο των +25 μονάδων να περιορίζεται στις +6 μονάδες (6% περισσότεροι αυτοί που απαντούν θετικά). Εξάλλου, το 56% των καταναλωτών δηλώνει ότι θα προβεί σε πολύ λιγότερες δαπάνες για μείζονες αγορές (έπιπλα, ηλεκτρικές συσκευές κ.ά.) το προσεχές δωδεκάμηνο, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό τον Ιούνιο ήταν 51%.
Καθημερινή