Περίπου δέκα στους εκατό οφειλέτες της εφορίας χρωστούν ποσό μικρότερο από ένα ευρώ. Επί συνόλου 3,75 εκατομμυρίων φορολογουμένων με ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τη Φορολογική Διοίκηση, οι 367.253 έχουν καταγραφεί από τα πληροφοριακά συστήματα ΤΑΧΙS και ΤΑΧΙSnet της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) ως οφειλέτες ποσών μέχρι 0,99 ευρώ. Τ
Tο παράδοξο αυτό γεγονός αποκαλύπτεται από τα όσα αναφέρονται σε ειδικό κεφάλαιο της δημοσιευθείσας χθες τριμηνιαίας έκθεσης του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, στο οποίο παρατίθενται στοιχεία για την εξέλιξη των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο κατά το β’ τρίμηνο του τρέχοντος έτους.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα όσα περιλαμβάνονται στο συγκεκριμένο κεφάλαιο της έκθεσης, ο συνολικός αριθμός των οφειλετών της εφορίας στο β’ τρίμηνο του 2019 ανήλθε σε 3.750.195 και από αυτούς 367.253 ή ποσοστό 9,79% έχουν ληξιπρόθεσμα χρέη μικρότερα από ένα ευρώ. Σε σύγκριση με το β’ τρίμηνο του 2018 ο συνολικός αριθμός των οφειλετών έχει αυξηθεί κατά 22.779 πρόσωπα (φυσικά και νομικά), ενώ ο αριθμός όσων χρωστούν λιγότερα από ένα ευρώ έχει αυξηθεί κατά 13.206 πρόσωπα.
Γιατί καταγράφονται ως «οφειλέτες»
Το γεγονός ότι στα στοιχεία της ΑΑΔΕ καταγράφονται ως «οφειλέτες» της εφορίας πρόσωπα με χρέη κάτω του ενός ευρώ δείχνει ότι οι οφειλές αυτού του τόσο χαμηλού ύψους δεν διαγράφονται πάντοτε από τα πληροφοριακά συστήματα TAXIS και ΤΑΧΙSnet. Η ισχύουσα νομοθεσία προβλέπει μεν ότι ποσά οφειλών κάτω από ένα πολύ χαμηλό ύψος δεν βεβαιώνονται και δεν αναζητούνται από τις φορολογικές αρχές, όμως αυτό δεν είναι ένας γενικός κανόνας.
Σύμφωνα με πληροφορίες, στις περιπτώσεις των 367.253 φορολογουμένων, τα κάτω του ενός ευρώ χρέη που φαίνονται απλήρωτα και… διεκδικούμενα από τις φορολογικές αρχές δεν είναι ποσά τα οποία βεβαιώθηκαν πρωτογενώς, κατόπιν υποβολής δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος, ΦΠΑ ή άλλων φόρων και στη συνέχεια δεν πληρώθηκαν εμπρόθεσμα. Συνεπώς δεν υπάγονται στον κανόνα των αυτόματων διαγραφών.
Πρόκειται, αντιθέτως, για ποσά οφειλών τα οποία προέκυψαν εκ των υστέρων εξαιτίας ελλιπών πληρωμών που πραγματοποίησαν, άθελά τους ορισμένες φορές, οι φορολογούμενοι. Δηλαδή, τα… χρέη αυτά εμφανίστηκαν ως «ληξιπρόθεσμα» στα ονόματα των 367.253 φορολογουμένων, ως μικρά απλήρωτα υπόλοιπα δόσεων διαφόρων φορολογικών οφειλών για τους εξής διαφορετικούς λόγους:
Οι φορολογούμενοι πλήρωσαν τα ποσά των δόσεων όπως νόμιζαν αυτοί ότι διαμορφώνονται με βάση πληρωμές προηγούμενων μηνών, όμως τα ποσά αυτά ήταν τελικά λίγο μεγαλύτερα από των προηγούμενων δόσεων. Π.χ. οφειλή πέμπτης και τελευταίας μηνιαίας δόσης ΕΝΦΙΑ η οποία ήταν μεγαλύτερη κατά 0,01 ευρώ από την κάθε προηγούμενη μηνιαία δόση πληρώθηκε από τον φορολογούμενο στο ίδιο ύψος με των προηγούμενων δόσεων, με αποτέλεσμα να παραμείνει απλήρωτο το υπόλοιπο του 0,01 ευρώ.
Οι φορολογούμενοι πλήρωσαν σε μηχανήματα τραπεζών τις οφειλές τους αφήνοντας ανεξόφλητα πολύ μικρά υπόλοιπα, επειδή τα μηχανήματα δεν δέχονται κέρματα κάτω των δέκα λεπτών. Μπορεί π.χ. από ένα χρέος 60,42 ευρώ να πληρώθηκαν 60,40 ευρώ και να έμειναν απλήρωτα τα 0,02 ευρώ επειδή το μηχάνημα δεν δεχόταν μικρά κέρματα, κάτω των δέκα λεπτών. Αξίζει να διευκρινιστεί ότι οι οφειλέτες αυτοί μπορούν να πάρουν αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας, καθώς η ισχύουσα νομοθεσία προβλέπει ότι το αποδεικτικό αυτό, το οποίο απαιτείται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις συναλλαγών, δεν χορηγείται μόνο εφόσον υπάρχουν ληξιπρόθεσμα χρέη άνω των 30 ευρώ.
Συνεπώς, η ύπαρξη των πολύ μικρών αυτών οφειλών δεν αποτελεί γι’ αυτούς εμπόδιο να προχωρήσουν σε πωλήσεις ή άλλου είδους μεταβιβάσεις ακινήτων ή κινητών περιουσιακών στοιχείων για τις οποίες απαιτείται η προσκόμιση του συγκεκριμένου αποδεικτικού. Τι δείχνουν οι αριθμοί για το β’ τρίμηνο 2019 Ειδικότερα, τα στοιχεία της ΑΑΔΕ για τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς την εφορία τα οποία παρουσιάζονται στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής δείχνουν ότι κατά το β’ τρίμηνο του 2019:
Το συνολικό ποσό των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τη Φορολογική Διοίκηση διαμορφώθηκε στα 104,1 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση κατά 2,8 δισ. ευρώ σε σχέση με το β’ τρίμηνο του 2018. Ωστόσο, σε σύγκριση με το α’ τρίμηνο του 2019 διαπιστώνεται μείωση του συνολικού ποσού των ληξιπρόθεσμων οφειλών κατά 204,3 εκατ. ευρώ. Αυτή η μείωση οφείλεται στο γεγονός ότι μέχρι το τέλος του β’ τριμήνου του τρέχοντος έτους οι εισπράξεις και διαγραφές ληξιπρόθεσμων οφειλών ανήλθαν σε 3,7 δισ. ευρώ, ενώ οι νέες οφειλές που δημιουργήθηκαν ήταν 3,5 δισ. ευρώ.
Ο ρυθμός δημιουργίας νέων ληξιπρόθεσμων οφειλών μειώθηκε. Τα νέα ληξιπρόθεσμα της περιόδου 1/12/2018 – 31/5/2019 ανέρχονται σε 3,6 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας σημαντική μείωση κατά 1,6 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του προηγούμενου έτους.
Το συνολικό ποσό των εισπράξεων και των διαγραφών διαμορφώθηκε στα 3,7 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 69 εκατ. ευρώ σε σχέση με το β’ τρίμηνο του 2018, γεγονός που οφείλεται στην αύξηση των διαγραφών κατά 436,6 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, οι συνολικές εισπράξεις έναντι ληξιπρόθεσμων οφειλών μέχρι το τέλος του β’ τριμήνου του 2019 εμφανίζονται μειωμένες κατά 367,7 εκατ. ευρώ σε σχέση με αυτές της αντίστοιχης περιόδου του προηγούμενου έτους.
Η υστέρηση ερμηνεύεται σε μεγάλο βαθμό αφενός από τη μείωση των εισπράξεων έναντι του νέου ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, το οποίο συρρικνώθηκε σημαντικά κατά το τρέχον έτος, και αφετέρου από την ενίσχυση των εισπράξεων του 2018, έναντι παλαιού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου.
Το «πραγματικό» συνολικό ποσό των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τη Φορολογική Διοίκηση, δηλαδή το ποσό που προκύπτει μετά την αφαίρεση των οφειλών οι οποίες χαρακτηρίζονται ως ανεπίδεκτες είσπραξης διαμορφώθηκε στα 85,6 δισ. ευρώ (1/7/2019), σημειώνοντας αύξηση κατά 119,1 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το β’ τρίμηνο του 2018. Συγκρινόμενο, όμως, με το α’ τρίμηνο του 2019, το «πραγματικό» ποσό των ληξιπρόθεσμων οφειλών εμφανίζεται μειωμένο κατά 470 εκατ. ευρώ.
Ο συνολικός αριθμός των οφειλετών της Φορολογικής Διοίκησης ανήλθε σε 3.750.195 σημειώνοντας αύξηση κατά 22.779 πρόσωπα (φυσικά και νομικά) ή κατά ποσοστό 0,61% σε σύγκριση με το β’ τρίμηνο του 2018. Σε σύγκριση, ωστόσο, με το α’ τρίμηνο του 2019 ο συνολικός αριθμός των οφειλετών μειώθηκε κατά 189.903 πρόσωπα.
Οι φορολογούμενοι που χρωστούν στη Φορολογική Διοίκηση κάτω από 500 ευρώ ανέρχονταν σε 2.036.005 ή στο 54,29% του συνόλου των οφειλετών. Σε σύγκριση με το β’ τρίμηνο του 2018 αυξήθηκαν κατά 1,19% ή κατά 24.051. Το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης στην κατηγορία αυτή πηγάζει από οφειλέτες με χρέη μικρότερα από ένα ευρώ, οι οποίοι, όπως ήδη προαναφέρθηκε, αυξήθηκαν κατά 13.206 πρόσωπα (φυσικά – νομικά) και ανήλθαν σε 367.253. Η αύξηση, ωστόσο, του αριθμού των φορολογουμένων με χρέη κάτω των 500 ευρώ δεν συνοδεύεται και από αύξηση του συνολικού ποσού των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους.
Συγκεκριμένα, το συνολικό ύψος των οφειλών της συγκεκριμένης κατηγορίας φορολογουμένων μειώθηκε σε ετήσια βάση (από το β’ τρίμηνο του 2018 μέχρι το β’ τρίμηνο του 2019) κατά 3,6 εκατ. ευρώ. Στον αντίποδα, οι φορολογούμενοι με χρέη άνω του 1.000.000 ευρώ στη Φορολογική Διοίκηση αυξήθηκαν κατά 196 σε σύγκριση με το β’ τρίμηνο του 2018 και έφθασαν τους 8.080, αντιπροσωπεύοντας το 0,22% του συνόλου των οφειλετών. Το συνολικό ύψος των οφειλών τους αυξήθηκε κατά 1,875 δισ. ευρώ, από 82,164 δισ. ευρώ το β’ τρίμηνο του 2018 σε 84,039 δισ. ευρώ στο β’ τρίμηνο του τρέχοντος έτους.
Δηλαδή, από τους οφειλέτες αυτούς προέρχεται και το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης του συνολικού ποσού των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τη Φορολογική Διοίκηση σε σύγκριση με το β’ τρίμηνο του 2018. Οι οφειλέτες ποσών από 501 έως 10.000 ευρώ ανήλθαν σε 1.421.814 ή στο 37,91% του συνόλου, σημειώνοντας μείωση κατά 1% ή κατά 14.408 σε σύγκριση με το β’ τρίμηνο του 2018. Το συνολικό ποσό των χρεών τους αυξήθηκε κατά 23,7 εκατ. ευρώ, από 3,369 δισ. ευρώ στο β’ τρίμηνο του 2018 σε 3,393 δισ. ευρώ στο β’ τρίμηνο του 2019. Οι οφειλέτες ποσών από 10.001 έως 100.000 ευρώ ανέρχονταν σε 249.208 ή στο 6,64% του συνόλου. Σε σύγκριση με το β’ τρίμηνο του 2018 ήταν περισσότεροι κατά 10.837. Το σύνολο των οφειλών τους αυξήθηκε κατά 328,7 εκατ. ευρώ μεταξύ β’ τριμήνου 2018 και β’ τριμήνου 2019 (από 6,55 δισ. ευρώ σε 6,879 δισ. ευρώ).
Οι φορολογούμενοι με χρέη από 100.001 έως 1.000.000 ευρώ είχαν φθάσει τους 35.088 ή το 0,93% του συνόλου των οφειλετών της Φορολογικής Διοίκησης. Σε σύγκριση με το β’ τρίμηνο του 2018 ήταν περισσότεροι κατά 2.103.