Μια σοβαρή καταγγελία ομαδικού βιασμού Αγγλίδας από τρεις ομοεθνείς της, που μετά από απαλλακτική κρίση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου, έφτασε με ενέργειες της φερόμενης ως θύματος μέχρι το δικαστήριο της Χάγης, θα απασχολήσει το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Ρόδου την 8η Οκτωβρίου 2018.
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου είχε κρίνει ότι δεν θα πρέπει να γίνει κατηγορία για το αδίκημα του ομαδικού βιασμού στους τρεις κατηγορούμενους, διαψεύδοντας τους ισχυρισμούς της φερόμενης ως θύματος ότι είχαν χρησιμοποιήσει βία για να έλθουν σε εξώγαμη συνουσία από κοινού μαζί της.
Το ιστορικό της υπόθεσης, σύμφωνα με το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου έχει ως εξής:
Την 28η Μαΐου 2008 και περί ώρα 8:15 π.μ. η Αγγλίδα μετέβη στο Αστυνομικό Τμήμα Φαληρακίου και σε ένορκη εξέτασή της, η οποία έγινε με το διορισμό διερμηνέα, κατήγγειλε ότι την ίδια ημέρα και ώρα 5:00 π.μ. πήγε στο δωμάτιο ενός φίλου της, με τον οποίο διασκέδαζε προηγουμένως σε μπαρ της περιοχής, με σκοπό να πιουν ένα ποτό και τότε αυτός μαζί με άλλα δύο άτομα, που ήρθαν στο δωμάτιο πέντε λεπτά αργότερα, την βίασαν.
Υποστήριξε συγκεκριμένα ότι ο ένας την έσπρωξε στο κρεβάτι, ενώ ήταν μεθυσμένη και οι άλλοι δύο τον βοήθησαν να της αφαιρέσει το παντελόνι, ακινητοποιώντας τα χέρια και τα πόδια της. Και οι τρεις, όπως είπε, ήλθαν σε επαφή μαζί της ταυτόχρονα. Αφού ολοκλήρωσαν, εγκατέλειψε το δωμάτιο, τηλεφώνησε στην αδερφή της και πήγαν κατευθείαν στο παραπάνω Αστυνομικό Τμήμα.
Από εκεί, όπως προκύπτει από κατάθεση αστυνομικού, η κοπέλα μαζί με την αδερφή της, μετέβησαν με περιπολικό στο Γενικό Νοσοκομείο Ρόδου προκειμένου να της γίνουν οι απαραίτητες εξετάσεις και να ελεγχθεί από ιατροδικαστή. Κατά την αναμονή της και ενώ θα παρουσιαζόταν στον ιατροδικαστή, η κοπέλα άρχισε να φωνάζει, λέγοντας ότι ήθελε να φύγει από το Γ.Ν. Ρόδου γιατί θα ταξίδευε το μεσημέρι με αεροπλάνο για την Αγγλία.
Τότε ο αστυνομικός τις μετέφερε ξανά στο Αστυνομικό Τμήμα απ’ όπου έφυγαν χωρίς να δώσουν άλλα στοιχεία για να βοηθήσουν στο έργο της έρευνας. Ο αστυνομικός ανέφερε μάλιστα ότι η συνεργασία των δύο γυναικών προς αυτούς ήταν μηδενική.
Η Αγγλίδα στις 29 Μαΐου 2008, μία ημέρα μετά το περιστατικό εμφανίστηκε στην αστυνομία της Northumbria, όπου έδωσε κατάθεση, καταγγέλλοντας αυτή τη φορά τους κατηγορούμενους για βιασμό και εξετάστηκε από ιατροδικαστή 48 ώρες περίπου μετά το περιστατικό.
Σύμφωνα με την ιατροδικαστική εξέταση η Αγγλίδα κατά τη διάρκεια της εξέτασης ήταν ήρεμη και συνεργάσιμη, βρέθηκαν πολλαπλοί κυρίως μικροί μώλωπες σε πολλά σημεία του σώματός της, ενώ δεν αναγνωρίστηκαν άλλες κακώσεις ή τραυματισμοί κατά την εξέτασή της στο κεφάλι, στο λαιμό, στο στήθος-θώρακα, πλάτη, κοιλία και άκρα. Περαιτέρω στην περιοχή των γεννητικών οργάνων δεν φάνηκε καμία κάκωση, ανωμαλία ή παρουσία αίματος. Καμία κάκωση δεν παρατηρήθηκε και στην περιοχή του πρωκτικού δακτυλίου, ούτε η παρουσία αίματος.
Με βάση τα παραπάνω το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν δημόσια κατηγορία στο ακροατήριο σε βάρος των τριών κατηγορουμένων για τη διωκόμενη αξιόποινη πράξη του ομαδικού βιασμού, ιδίως από το γεγονός ότι δεν υπήρξαν κακώσεις στα γεννητικά όργανα και στον πρωκτικό δακτύλιο, αλλά και λόγω της αντιφατικότητας των καταθέσεών της.
Η υπόθεση επανεξετάστηκε όμως από το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου μετά την άσκηση έφεσης κατά του πρωτόδικου απαλλακτικού βουλεύματος.
Ο κ. Εισαγγελέας αναφέρθηκε στην εισήγησή του στο δευτεροβάθμιο συμβούλιο σε αναλυτική περιγραφή των όσων εξιστόρησε στις αρχές της Αγγλίας η φερόμενη ως θύμα και συγκεκριμένα ότι οι κατηγορούμενοι την έγδυσαν, ότι την κτύπησαν και της απηύθυναν χυδαιολογίες, ότι εισέδυσαν με τα γεννητικά τους μόρια τόσο στον κόλπο όσο και στον πρωκτό της, ότι έθεσαν τα εν λόγω γεννητικά μόρια στο στόμα της φιμώνοντάς της, ότι τελικά την άφησαν να φύγει. Τονίζει επιπλέον ότι η Αγγλίδα έφερε μία σειρά σωματικών βλαβών και συγκεκριμένα μώλωπες στο κέντρο της πλάτης, στο οπίσθιο και εμπρόσθιο μέρος των μπράτσων, στο δεξιό καρπό, στο δεξιό γλουτό, στο δεξιό ώμο και στις δεξιά και αριστερή γάμπες. Εκρινε ωστόσο ότι δεν υφίστανται επαρκείς ενδείξεις για την τέλεση του αδικήματος και πρότεινε την απόρριψη της έφεσης.
Το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου έκρινε ωστόσο ότι τελέστηκε το αδίκημα επισημαίνοντας ότι και οι τρεις κατηγορούμενοι στην προσπάθειά τους να ακινητοποιήσουν το θύμα άσκησαν βία πάνω της, κάτι το οποίο επαληθεύεται από τις συνημμένες φωτογραφίες και την ιατροδικαστική έκθεση.
Κρίθηκε συγκεκριμένα ότι ο σχηματισμός μωλώπων και γδαρσιμάτων των άκρων (χέρια – πόδια) συμφωνεί με τους ισχυρισμούς της Αγγλίδας περί κακοποίησής της από μια ομάδα ανθρώπων. Εξάλλου και οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι στις απολογίες τους εκτός από έναν, δεν αρνούνται ότι συνευρέθηκαν μαζί της αλλά υποστηρίζουν ότι συνευρέθηκαν με τη θέλησή της.