Έχουμε την αίσθηση μερικές φορές ότι ο κόσμος διακατέχεται από ακηδία, έλλειψη ενδιαφέροντος, δηλαδή, για όσα συμβαίνουν. Ίσως η κόπωση, ίσως και η πεποίθηση ότι δεν αλλάζουν εύκολα τα πράγματα οδηγούν τον καθένα μας σε αυτήν την αδράνεια. Ἀκηδία η αρχική λέξη και η ανάλυση στα συνθετικά της μας δίνει το ἀ –, το λεγόμενο στερητικό, που μπαίνει μπροστά από το θέμα ενός λεκτικού τύπου και κάνει αντίθετη την σημασία του (πβ φόβος – άφοβος) και κῆδος, φροντίδα. Άρα ακηδία είναι, η αδιαφορία, η αμέλεια, η παραμέληση. Κάποτε, συνοδεύεται από παραίτηση από κάθε εργασία, πνευματική κούραση και δυσθυμία. Στα παλαιότερα κείμενα είχαμε και την ἀκήδειαν, την αφροντισιά θα λέγαμε. Τα επίθετα ἀκηδής και ἀκήδεστος χρησιμοποιούνταν πολύ συχνά, για να περιγράψουν αυτόν που έμενε άταφος και δεν είχε προηγουμένως απολαύσει την περιποίηση των συγγενών του αναφορικά με την ταφή του. Για παράδειγμα, ο Έκτορας, στην ραψωδία Ω της Ιλιάδος, στ. 554, κεῖται ἀκηδής, άφροντις, και δεν έχει λάβει ακόμη τις απαραίτητες ταφικές τιμές, μετά τον θάνατό του. Εξάλλου, η φροντίδα του νεκρού ήταν η κηδεία του. Η κηδεία ανάγεται στο ρήμα κήδομαι, που περιελάμβανε την εθιμοτυπική τελετή προς τιμήν του νεκρού πριν από την ταφή του
(Με την ετυμολογική βοήθεια του liberal.gr)