Γράφει ο
Κώστας Λαμπριανός
Ανερμάτιστος στον «ενθουσιασμό» του, επικίνδυνα αφελής στις εκτιμήσεις και προσδοκίες του, ο δήμαρχος Ροδίων κ. Φώτης Χατζηδιάκος ανακοίνωσε (με τη συνέντευξη του της περασμένης Παρασκευής) με τον πλέον επίσημο τρόπο το «ξεπούλημα» της ακίνητης περιουσίας του Δήμου, αρχής γενομένης με το ιστορικό κτηριακό συγκρότημα της Νέας Αγοράς.
Σαν τον πραματευτή που διαλαλεί την πραμάτεια του, όσα – όσα, κυνικά εξομολογητικός και θλιβερά εμετικός, ο πρώτος πολίτης του νησιού, επιβεβαίωσε την πολιτική χαμέρπειά του, δηλώνοντας ξεδιάντροπα ότι – εδώ και καιρό – εκλιπαρεί – άκουσον, άκουσον – το ΤΑΙΠΕΔ νε προχωρήσει στην προκήρυξη διαγωνισμού για την αξιοποίηση του τουριστικού λιμένα Μανδρακίου και μαζί της Νέας Αγοράς.
Ασεβής προς την ιστορική μνήμη, περιφρονητικός και ως προς τη συναισθηματική αξία του κτηριακού συγκροτήματος για τους παππούδες και τους πατεράδες μας, το δίνει «πανωπροίκι» στο ΤΑΙΠΕΔ, του οποίου ο ρόλος είναι ένας και μοναδικός: να ξεπουλήσει, όσα – όσα, τη γενικότερη δημόσια περιουσία, σ’ όλου του κόσμου τις φυλές, εκτελώντας πιστά τις μνημονιακές εντολές των σύγχρονων, και πιο χυδαίων, αποικιοκρατών – εταίρων μας.
Στη μακρά δημοσιογραφική διαδρομή μου γνώρισα, και έζησα από κοντά, τα έργα και τις ημέρες όλων των δημάρχων στα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Μπορεί ορισμένοι να μην ανταποκρίθηκαν επαρκώς στις λαϊκές απαιτήσεις και προσδοκίες, κανένας όμως δεν διανοήθηκε να ξεπουλήσει τα χρυσαφικά και τ’ ασημικά του τόπου. Κανένας δεν πούλησε την ψυχή του στον διάβολο, ως Μεφιστοφελής, για να διατηρηθεί στην εξουσία.
Μόνη μελανή σελίδα η πολύχρωμη περιπέτεια του ιστορικού ξενοδοχείου των «Ρόδων».
Καθολική λαϊκή απαίτηση ήταν να παραχωρηθεί κατά κυριότητα στον Δήμο Ρόδου πράγμα που, τελικώς, έγινε, όμως κατά μίζερο τρόπο από την πλευρά του κράτους, διότι το ιστορικό κτήριο είχε, στο μεταξύ, εγκαταληφθεί και ρημάξει, με συνέπεια ο δημοτικός προϋπολογισμός της εποχής εκείνης να μην αντέχει την ολική αποκατάστασή του.
Στην απόγνωση των πολιτών της Ρόδου για την άθλια εικόνα του, η ελπίδα ήρθε τότε από τον αείμνηστο Ανδρέα Παπανδρέου, όταν επέλεξε τη Ρόδο για την πραγματοποίηση της Συνόδου Κορυφής, τον Δεκέμβριο του 1988. Το ιστορικό ξενοδοχείο δέχτηκε ένα γενικό λίφτινγκ για τις ανάγκες φιλοξενίας των αποστολών των τότε κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για να περάσει και πάλι στην εγκατάλειψη.
Μέχρι το 1996, οπότε χρησιμοποιήθηκε, σε συμφωνία Κράτους και Δήμου, για την εγκατάσταση και λειτουργία του Καζίνου, με επιχείρημα τη διάσωση του κτηρίου.
Οφείλω εδώ να ομολογήσω, ότι ποτέ δεν είδα την – πολυδιαφημισμένη τότε – επένδυση στον τζόγο, με θετική οπτική. Απεναντίας στάθηκα απέναντί της με σειρά άρθρων, εκτιμώντας κυρίως ότι η ελεύθερη είσοδος των Ροδίων θα προκαλούσε μείζον κοινωνικό και οικονομικό ζήτημα, με τραγικές οικογενειακές ιστορίες, όπως και συνέβη.
Και γιατί ακόμα ποτέ δεν πείστηκα ότι η λειτουργία του θα συνέβαλε τα μέγιστα στην τουριστική ανάπτυξη του νησιού, ότι δηλαδή η Ρόδος θα γινόταν ένα ευρωπαϊκό Λας Βέγκας, όπως μεγαλόστομα διαφημιζόταν.
Σήμερα – ακριβώς είκοσι χρόνια μετά – λυπούμαι που τα γεγονότα με δικαίωσαν.
Θλίβομαι μάλιστα ακόμα περισσότερο που ο κύριος δήμαρχος συνομιλεί στο παρασκήνιο με τον γενικό διευθυντή της εταιρείας ΚΑΖΙΝΟ ΑΕ κ. Ενρίκο Αϊντάν για «επενδύσεις» στη Ρόδο ύψους 70 εκατ. ευρώ. Ο ίδιος ο κ. Αϊντάν με δηλώσεις του σε τοπικό ραδιοσταθμό ομολόγησε ότι είναι ελκυστική η αξιοποίηση της Νέας Αγοράς «πακέτο» με την Μαρίνα Μανδρακίου, και ότι συζητά με τον δήμαρχο (ΡΟΔΙΑΚΗ 11 Οκτωβρίου 2017).
Πρόσθεσε μάλιστα ότι θα είναι ακόμα πιο ενδιαφέρουσα η περίπτωση, αν μαζί με τη Νέα Αγορά και τη Μαρίνα Μαδρακίου συμπεριληφθεί στο «πακέτο» και το Εθνικό Θέατρο. Δηλαδή «τρία στη συσκευασία του ενός», κατά την ορολογία των σούπερ μάρκετ.
«Το πλάνο που επεξεργάζεται ο Φώτης Χατζηδιάκος με τους συνεργάτες του είναι σημαντικό και είμαι αισιόδοξος ότι θα έχουν αίσιο αποτέλεσμα οι συζητήσεις μας», είχε αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Αϊντάν. Στη συνέντευξη όμως της Παρασκευής ο κ. δήμαρχος συνελήφθη ψευδόμενος. «Ο δήμαρχος δεν συζητάει με κανέναν επενδυτή. Ούτε με Τούρκους, ούτε με Ρωμιούς, ούτε …απ’ το Ντουμπάι. Υπάρχει ενδιαφέρον εντονότατο. Ούτε έχει κανένα όφελος ο δήμαρχος» ανέφερε χαρακτηριστικά για να αυτοδιαψευστεί αμέσως μετά, όταν σε σχετική ερώτηση των δημοσιογράφων επιβεβαίωσε ότι προσωπικά «έχει κάνει πολλές συζητήσεις από την αρχή της θητείας του με στελέχη και με τον πρόεδρο της ΚΑΖΙΝΟ ΑΕ». Με τις αντιφάσεις του ο κ. δήμαρχος εγείρει ηθικοπολιτικό ζήτημα. Διότι είναι ανεπίτρεπτο, ηθικά και θεσμικά ένας δήμαρχος να συζητά για μπίζνες με πιθανούς επενδυτές, πολύ περισσότερο όταν αυτές οι συζητήσεις γίνονται παρασκηνιακά και όχι εις γνώσιν τού δημοτικού συμβουλίου, όπως απαιτεί η αρχή της δημοκρατικής λειτουργίας του οργάνου αφενός και αφετέρου η αρχή ης διαφάνειας, ώστε να μην αφήνεται περιθώριο στην λαϊκή κρίση για ύποπτες συναλλαγές.
Ποια είναι, όμως, η Καζίνο ΑΕ που της …τρέχουν τα σάλια για την ανεκτίμητη αξία της δημοτικής περιουσίας;
Πρώτα απ’ όλα είναι αφερέγγυα, αναξιόπιστη για τις επενδύσεις που – υποτίθεται – θα υλοποιήσει στη Ρόδο.
Το παραμύθι αυτό είναι πολύ παλιό και δεν νομίζω ότι συγκινεί πλέον κανένα. Επί 20 χρόνια αρνείται πεισματικά και προκλητικά να υλοποιήσει την συμβατική υποχρέωσή της, η οποία απορρέει από τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας του καζίνου (από το 1996 αν δεν με απατά η μνήμη) για επενδύσεις 20 δις δραχμών (τότε).
Όχι μόνον επενδύσεις δεν έκανε αλλά υπήρξε, και ο πολιορκητικός κριός του Επιμελητηρίου στη μάχη του κατά του Δήμου για την κατάργηση του Δημοτικού Φόρου με συνέπεια την απώλεια περίπου 10-12 εκατ. ευρώ ετησίως μόνο για τον Δήμο Ρόδου.
Αλλά το σημαντικότερο είναι ότι δεν πρόκειται για επενδυτικό κολοσσό, όπως ίσως πιστεύουν πολλοί ακόμα.
Σε δημοσίευμα της ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ (29 Σεπτεμβρίου 2017) με αφορμή μια δίκη στο Μονομελές Πρωτοδικείο, για εργασιακές διαφορές, μετά από τρεις αγωγές των εργαζομένων, αποκαλύπτεται με αδιάσειστα στοιχεία ότι η εταιρεία Καζίνο ΑΕ έχει υπαχθεί με απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου στις διαδικασίες εξυγίανσης, λόγω των «εξακολουθητικών ζημιογόνων χρήσεων και οικονομικών προβλημάτων της επιχείρησης».
Δεν το γνώριζε, άραγε, ο κ. δήμαρχος; Όπως και να ’χει, το βέβαιο είναι ότι είναι πολλαπλώς εκτεθειμένος. Για να είμαι δίκαιος, ωστόσο, ο κ. Χατζηδιάκος δεν θα ενεργούσε κατά τον κυνικό, αμοραλιστικό και αντιδημοκρατικό τρόπο, αν οι παρατάξεις της μειοψηφίας ανταποκρίνονταν, στοιχειωδώς έστω, στο ύψος των περιστάσεων, ασκώντας σοβαρή, υπεύθυνη και τεκμηριωμένη αντιπολίτευση.
Εν κατακλείδι το «πανωπροίκι» του ΤΑΙΠΕΔ με την Νέα Αγορά, είναι μια όζουσα υπόθεση, όπως και η ώσμωση Δημοτικής Αρχής και ΚΑΖΙΝΟ ΑΕ.
Ο κ. δήμαρχος όχι μόνο δεν έχει κανένα ηθικό, νομικό και πολιτικό έρεισμα για το ξεπούλημα ιστορικών και προστατευόμενων μνημείων, αλλά ναρκοθετεί ταυτόχρονα, με τις κατακριτέες ενέργειές του, την πρωτοβουλία της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου για τη διεκδίκηση της δημόσιας περιουσίας στα Δωδεκάνησα, μέσω της δικαστικής οδού, καθώς η υπόθεση έχει ανατεθεί, προ καιρού, σε έγκριτο δικηγορικό γραφείο των Αθηνών.
Ποιο, στ’ αλήθεια, δικαστήριο θα δικαιώσει την Περιφέρεια στη διεκδίκησή της όταν ο ίδιος ο δήμαρχος της πρωτεύουσας του νομού σπεύδει να «δωρίσει» σε κρατικό φορέα ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά μνημεία της Ρόδου, ιδιοκτησίας του Δήμου;
Όμως ες αύριον τα σπουδαία…