Εφεξής, όλα τα θέματα που αφορούν στη διαχείριση και αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας θα ρυθμίζονται με Κανονισμούς της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, σύμφωνα με τροπολογία που κατατέθηκε στη Βουλή από τους συναρμόδιους υπουργούς Γιάννη Στουρνάρα, Κωνσταντίνο Αρβανιτόπουλο, Κυριάκο Μητσοτάκη και Μιχάλη Χρυσοχοΐδη. Οι Κανονισμοί που αφορούν τη διοίκηση, διαχείριση, έλεγχο, διαφύλαξη, καταγραφή και αξιοποίηση του συνόλου της εκκλησιαστικής περιουσίας θα ψηφίζονται από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο.
Με τη συγκεκριμένη τροπολογία αντικαθίσταται διάταξη του Ν. 590/1977 (άρθρο 46 παράγραφος 2) που προέβλεπε ότι «ο τρόπος διοικήσεως, διαχειρίσεως και της εν γένει αξιοποιήσεως της εκκλησιαστικής περιουσίας, ήτοι της μοναστηριακής, διατηρητέας τε και μη, της Μητροπολιτικής, ενοριακής και της ανηκούσης εις τα λοιπά εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, καθορίζεται δι’ αποφάσεων της Δ.Ι.Σ., εγκρινομένων υπό της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας (ΙΣΙ) και βάσει των ιερών κανόνων και των νόμων της Πολιτείας, δημοσιευομένων διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως».
Η τροπολογία δίνει επίσης τη δυνατότητα σε φορείς της Εκκλησίας να συνιστούν κάθε είδους εταιρείες, ακόμα και μονοπρόσωπες, για την εξυπηρέτηση μόνο των θρησκευτικών, φιλανθρωπικών, πολιτιστικών σκοπών τους. Εισάγεται, ωστόσο, σαφής απαγόρευση να συμμετέχουν στις εταιρείες αυτές φυσικά ή νομικά πρόσωπα κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
Με τις προωθούμενες διατάξεις ορίζεται επίσης ρητά ότι οι Μουφτείες θεωρούνται δημόσιες υπηρεσίες επιπέδου γενικής διεύθυνσης.
Πιο αναλυτικά, η τροπολογία προβλέπει ότι:
Διορισμοί κληρικών των Ιερών Μητροπόλεων της Εκκλησίας της Ελλάδος, οι οποίοι πραγματοποιήθηκαν έως το 2010 και δεν δημοσιεύθηκαν εκ παραδρομής στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επιτρέπεται να δημοσιευθούν αναδρομικά από την ημερομηνία ανάληψης της υπηρεσίας εντός αποκλειστικής προθεσμίας έξι μηνών.
Η κάθε Μουφτεία (Κομοτηνής, Ξάνθης, Διδυμοτείχου), η οποία εκ του νόμου 1920/1991 είναι δημόσια υπηρεσία και ο προϊστάμενος της Μουφτής κατέχει θέση γενικού διευθυντή, βρίσκεται σε επίπεδο γενικής διεύθυνσης.
Εισάγεται γενική ρύθμιση για εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα (Εκκλησία της Κρήτης, Ιερές Μητροπόλεις Δωδεκανήσου και Εξαρχίας Πάτμου, Ισραηλιτικές Κοινότητες, Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο, Οργανισμός Περιθάλψεως και Αποκαταστάσεως Ισραηλιτών Ελλάδος), προκειμένου να διευκρινιστεί ότι αυτά δεν ταυτίζονται με τα κρατικά ΝΠΔΔ και δεν υπάγονται στις διατάξεις δημοσίου δικαίου, που αφορούν τη Γενική Κυβέρνηση και τον δημόσιο τομέα -στενό ή ευρύτερο- εκτός αν το ορίζει ρητά κάποια συγκεκριμένη διάταξη.
Ωστόσο, συνεχίζουν να ισχύουν οι τυχόν μέχρι σήμερα εφαρμοζόμενες σ’ αυτά διατάξεις, που αφορούν στην εποπτεία τους και τον δημοσιονομικό έλεγχό τους, καθώς και την πρόσληψη και την κατάσταση του προσωπικού τους.
Διευκρινίζεται επίσης ότι σε όσες περιπτώσεις τα παραπάνω θρησκευτικά νομικά πρόσωπα λαμβάνουν επιχορηγήσεις και κάθε είδους χρηματοδοτήσεις από το Κράτος ή ευρωπαϊκούς πόρους, υποχρεούνται να ακολουθούν την κείμενη νομοθεσία δημοσίου δικαίου κατά τη διαχείριση αυτών των χρηματικών ποσών (πχ ανάθεση συμβάσεων έργων) και ότι υπάγονται στον ίδιο δημοσιονομικό έλεγχο που υπάγονται και τα επιχορηγούμενα κρατικά ΝΠΔΔ.
Για τη διάταξη αυτή, γίνεται επίκληση στην αιτιολογική έκθεση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο «έχει αποσαφηνίσει και σε ελληνική υπόθεση και σε υποθέσεις μεταξύ άλλων ευρωπαϊκών κρατών και εκκλησιών με τη μορφή ΝΠΔΔ ότι, παρ’ ότι στα κράτη αυτά οι Εκκλησίες είναι ΝΠΔΔ, είναι μη κυβερνητικοί οργανισμοί και έχουν πλήρως δικαίωμα αυτοδιοίκησης των υποθέσεων τους έναντι του κράτους, με αποφάσεις των διοικητικών οργάνων τους».
Δίνεται η δυνατότητα στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο να συνιστά ως ΝΠΙΔ, εκκλησιαστικά ιδρύματα, προς διευκόλυνση της καθημερινής πρακτικής και της φιλανθρωπικής δράσης τους, καθ’ όσον πρόκειται για μη κερδοσκοπικούς φορείς της Εκκλησίας, που έχουν επιφορτισθεί με το κύριο βάρος του μορφωτικού, κοινωνικού και φιλανθρωπικού έργου της Εκκλησίας και ήδη στην πράξη έχουν αναπτύξει έννομες σχέσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, με πλήθος νομικών συνεπειών.
Επίσης, προβλέπεται μεταβατική διάταξη για όσα εκκλησιαστικά ιδρύματα έχουν ήδη λειτουργήσει με δημοσιευμένους κανονισμούς, ώστε να εναρμονιστούν με τις νέες προβλέψεις εντός συγκεκριμένης προθεσμίας ενός έτους, άλλως να συνεχίσουν τη λειτουργία τους όχι ως αυτοτελή νομικά πρόσωπα, αλλά ως αποκεντρωμένες υπηρεσίες των εκκλησιαστικών ΝΠΔΔ για την επικουρία των οποίων αναπτύχθηκαν.
Όλα τα θέματα που αφορούν στη διαχείριση και αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας ρυθμίζονται με Κανονισμούς της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Κανονισμοί που αφορούν τη διοίκηση, διαχείριση, έλεγχο, διαφύλαξη, καταγραφή και αξιοποίηση του συνόλου της εκκλησιαστικής περιουσίας ψηφίζονται από τη ΔΙΣ και, κατόπιν εγκρίσεως τους από την ΙΣΙ, δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η διάταξη ορίζει ότι η παράγραφος 2 του άρθρου 46 του Ν. 590/1977 αντικαθίσταται ως εξής: «2. Ο τρόπος διοικήσεως, ελέγχου, διαφυλάξεως και καταγραφής, λογιστικής διαχειρίσεως, αναθέσεως, εκπονήσεως και διενέργειας έργων, μελετών, προμηθειών και υπηρεσιών, εκποιήσεως και εκμισθώσεως και γενικά κάθε ζήτημα της διαχειρίσεως και αξιοποιήσεως της περιουσίας κάθε νομικού προσώπου του άρθρου 1 παρ.4 του παρόντος καθορίζεται, κατόπιν εισηγήσεως του επιχωρίου Μητροπολίτου ή του αρμοδίου οργάνου της Εκκλησίας της Ελλάδος (προκειμένου για την περιουσία που διοικεί και διαχειρίζεται), με Κανονισμούς της ΔΙΣ και βάσει των Ιερών Κανόνων, δημοσιευόμενων στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Κανονισμοί, οι οποίοι αφορούν τη διοίκηση, διαχείριση, έλεγχο διαφύλαξη, καταγραφή, και αξιοποίηση του συνόλου της εκκλησιαστικής περιουσίας ψηφίζονται από τη ΔΙΣ και, κατόπιν εγκρίσεως τους από την ΙΣΙ, δημοσιεύονται στην εφημερίδα της κυβερνήσεως».
Με στόχο τον εκσυγχρονισμό της διαχείρισης της εκκλησιαστικής περιουσίας, αντικαθίστανται διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος και επιβεβαιώνεται η δυνατότητα των φορέων της Εκκλησίας να συνιστούν κάθε είδους εταιρίες, ακόμα και μονοπρόσωπες, για την εξυπηρέτηση μόνο των θρησκευτικών, φιλανθρωπικών, πολιτιστικών σκοπών τους, με σαφή απαγόρευση να συμμετέχουν σ΄αυτές φυσικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
Απαλλάσσονται των τελών μεταγραφής η δωρεάν παραχώρηση εμπράγματων δικαιωμάτων ή κατοχής επί εκκλησιαστικών δημοσίων ακινήτων ή ακινήτων ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ, καθώς και η άνευ ανταλλάγματος μεταβίβαση προς το οικείο εκκλησιαστικό πρόσωπο, ακινήτων του Δημοσίου, ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ ή ιδιωτών, επί των οποίων λειτουργεί ή πρόκειται να ανεγερθεί Ιερός Ναός ή Επισκοπείο ή Ιερά Μονή.
Σε περίπτωση σύστασης νέων Ιερών Ναών, Μητροπόλεων ή Ενοριών, τα εκκλησιαστικά ακίνητα περιέρχονται κατά κυριότητα στα νέα νομικά πρόσωπα, ως οιονεί καθολικοί διάδοχοι. Οι σχετικές εκθέσεις απογραφής δεν αποτελούν μεταβιβαστικές εμπραγμάτων πράξεις και συντάσσονται και καταχωρίζονται χωρίς φόρους, εισφορές, αμοιβές, δικαιώματα και τέλη. Τα προαναφερόμενα ισχύουν και στην περίπτωση συγχώνευσης ή ανασύστασης Ιερών Μονών ή σύστασης Μετοχίων και λοιπών οριζόμενων εκκλησιαστικών νομικών προσώπων. Για την εφαρμογή των ανωτέρω, δεν θίγονται οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών και κερδών από Λαχεία και του Κώδικα ΦΠΑ, όπως ισχύουν.
Οι διατάξεις των άρθρων 18- 26 του Ν. 3986/2011, περί σύστασης δικαιώματος επιφανείας, εφαρμόζονται αναλογικά και για τα εκκλησιαστικά ΝΠΔΔ.