Aκόμη μια δίκη που αφορά απαλλοτρίωση για την οποία υπήρξε μακροχρόνια αδράνεια από την διοίκηση είχε επιτυχή έκβαση υπέρ των θιγόμενων ιδιοκτητών ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ρόδου.
Τρείς κάτοικοι της Ρόδου εστράφησαν συγκεκριμένα κατά της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Δωδεκανήσου και του Δήμου Ιαλυσού και το δικαστήριο με την 145/2014 απόφαση του διατάσσει τη διοίκηση να άρει την απαλλοτρίωση του ακινήτου τους με τροποποίηση του οικείου ρυμοτομικού σχεδίου στην Ιαλυσό.
Οι προσφεύγουσες φέρονται ως εξ αδιαιρέτου συγκύριες κατά ποσοστό 50% η πρώτη, 25% η δεύτερη και 5% η τρίτη ενός οικοπέδου που βρίσκεται στην τοποθεσία «Άγιος Γεώργιος» του Δήμου Ιαλυσού, εκτάσεως 2.654 τ.μ. .
Με το β.δ/γμα της 22.1.1971, με το οποίο εγκρίθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο της Κοινότητας Τριαντών, επιβλήθηκε ρυμοτομική απαλλοτρίωση στο ως άνω ακίνητο, προκειμένου να δημιουργηθεί κοινόχρηστος χώρος (πρασιά).
Η ανωτέρω δέσμευση, εξάλλου, διατηρήθηκε, με το από 8.8.1995 π.δ/γμα, με το οποίο αναθεωρήθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο του Δήμου Ιαλυσού Ρόδου.
Με την από 18.12.2006 αίτησή τους προς τον πρώην Δήμο Ιαλυσού και ήδη Δήμο Ρόδου, οι προσφεύγουσες ζήτησαν την άρση της απαλλοτρίωσης του εν λόγω ακινήτου, λόγω μη συντέλεσής της για μακρό χρονικό διάστημα. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε σιωπηρώς με την πάροδο άπρακτου τριμήνου από την υποβολή της σχετικής αίτησης.
Ισχυρίστηκαν συγκεκριμένα ότι από την κήρυξη της επίμαχης απαλλοτρίωσης το έτος 1971 έως την υποβολή της αίτησης για την άρση της απαλλοτρίωσης, έχει παρέλθει χρονικό διάστημα 36 ετών, χωρίς η απαλλοτρίωση αυτή να έχει συντελεσθεί, με αποτέλεσμα να αποτελεί οικονομικό και νομικό βάρος της ιδιοκτησίας τους, κατά παράβαση του άρθρου 17 του Συντάγματος.
Προς επίρρωση δε του ως άνω ισχυρισμού τους, οι προσφεύγουσες υποστήριξαν ότι, για τον υπολογισμό του ανωτέρω χρονικού διαστήματος δέσμευσης της ιδιοκτησίας τους, δεν ασκεί επιρροή ότι, μετά τον αρχικό χαρακτηρισμό του ακινήτου τους ως απαλλοτριωτέου, επακολούθησε νέα πολεοδομική διαρρύθμιση της περιοχής με τις ίδιες συνέπειες για το εν λόγω ακίνητο, ενώ, σε κάθε περίπτωση, για την κίνηση της προθεσμίας και την υποχρέωση της Διοίκησης να άρει την απαλλοτρίωση είναι αδιάφορη η αρχή στην οποία υποβλήθηκε το αίτημα.
Αντιθέτως, τόσο ο Δήμος Ρόδου, με το 881/2012 έγγραφο του, όσο και το Ελληνικό Δημόσιο, με το υπόμνημά του, υποστηρίζουν ότι η διατήρηση της επίμαχης απαλλοτρίωσης δεν υπερβαίνει τα εύλογα χρονικά όρια δέσμευσης της ιδιοκτησίας των προσφευγουσών, ώστε να αποτελεί οικονομικό και νομικό βάρος αυτής, κατά παράβαση της ανωτέρω συνταγματικής διάταξης. Εξάλλου δε, το Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίζεται ότι δεν προβλέπεται κατά νόμο αυτοδίκαιη άρση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων, όπως εν προκειμένω, και ως εκ τούτου δε γεννάται υποχρέωση της Διοίκησης να άρει την επίδικη απαλλοτρίωση λόγω παρόδου ευλόγου χρόνου από την κήρυξη της, ενώ σε κάθε περίπτωση δεν επιτρέπεται, ο αποχαρακτηρισμός των κοινοχρήστων χώρων. Επιπροσθέτως, ο Δήμος ισχυρίστηκε ότι οι προσφεύγουσες δεν είχαν καταθέσει, μολονότι είχαν υποχρέωση προς τούτο, σύμφωνα με την 69509/1079/86 (ΦΕΚ Β’854/8.12.1986) απόφαση του Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά (τοπογραφικό σχεδιάγραμμα συσχετισμού της ιδιοκτησίας τους και των παρόδιων ιδιοκτησιών, έρευνα των ιδιοκτησιών αυτών από το Κτηματολόγιο Ρόδου), προκειμένου να συνταχθεί η σχετική πράξη αναλογισμού. Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι η αρμόδια Πολεοδομική Υπηρεσία της πρώην Νομαρχίας Δωδεκανήσου ήταν επιβαρυμένη με μεγάλο φόρτο εργασίας, ενώ ο συνήθης χρόνος που απαιτείται, για τη σύνταξη μιας πράξης αναλογισμού και τη συντέλεση, εν συνεχεία, της απαλλοτρίωσης, είναι δύο με πέντε χρόνια.