Συνεντεύξεις

Γαρυφαλλιά Λουλέλη: Οι αλλαγές δεν γίνονται από τους πολιτικούς, γίνονται από τους ανθρώπους

Ο Νίκος Καζαντζάκης στο έργο του, αποδίδει με πιστότητα κοινωνικά μοντέλα, τα οποία κυριάρχησαν για δεκαετίες στην ελληνική πραγματικότητα και άφησαν το στίγμα τους στην κοινωνική ιστορία του τόπου. Στο μυθιστόρημα «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά», αναφέρει ότι «Οι μισές δουλειές, οι μισές κουβέντες, οι μισές αμαρτίες, οι μισές καλοσύνες έφεραν τον κόσμο στα σημερινά χάλια».
Και μπορεί ο κόσμος να έχει τα χάλια του, αλλά υπάρχουν πάντα οι άνθρωποι που μέσα από τις πράξεις τους μάς υπενθυμίζουν ότι θα μπορούσε να είναι καλύτερος αν ενεργοποιηθούμε κοινωνικά κι αν στρέψουμε το βλέμμα μας στους αδύναμους.
Η κ. Γαρυφαλλιά Λουλέλη είναι 77 ετών και έχει κάνει πράξη την αλληλεγγύη στην καθημερινότητά της αθόρυβα και διακριτικά. «Πώς θα αλλάξει η κατάσταση αν εμείς, η κοινωνία, οι άνθρωποι, δεν βάλουμε ένα χέρι ο καθένας με τον τρόπο που μπορεί για να γίνει καλύτερη;» αναρωτιέται στη συνέντευξη της σήμερα στη «δ».
Η ίδια μεγάλωσε με τη ρετσινιά του «πρόσφυγα» παρότι γεννήθηκε στην Ελλάδα αλλά η οικογένειά της ήρθε από τη Μικρά Ασία και αυτή η «κληρονομιά» σημάδεψε, όχι μόνο τα παιδικά της χρόνια, αλλά και την ενήλικη ζωή της. Αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στην Αυστραλία αλλά η νοσταλγία για την πατρίδα ήταν εκείνη που οδήγησε την ίδια και την οικογένειά της πίσω στην Πάτρα και από εκεί στη Ρόδο, σε ένα νησί «που είχε δει μόνο στον χάρτη», όπως λέει.
«Οι αλλαγές» λέει η κ. Λουλέλη, «δεν γίνονται από τους πολιτικούς, γίνονται από τους ανθρώπους. Μας λείπει η διάθεση να ενεργοποιηθούμε και η ενσυναίσθηση. Αυτά είναι που θα αλλάξουν ένα έτος και όχι το έτος εμάς…».

• Να ξεκινήσουμε τη συνέντευξη κ. Λουλέλη, ρωτώντας πώς βρεθήκατε στη Ρόδο.
Είναι μεγάλη ιστορία! Οι καταβολές μου είναι μικρασιάτικες, η μαμά μου ήρθε στην Ελλάδα από την Μικρά Ασία, όταν ήταν τριών ετών. Ηταν από το Αϊβαλί. Και ο πατέρας μου είναι Μικρασιάτης, από την Πέργαμο. Είναι γνωστές οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έφτασαν στην πατρίδα οι Ελληνες, στην καταστροφή της Σμύρνης. Εμείς, εγώ και τα αδέλφια μου, γεννηθήκαμε στην Πάτρα. Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα εκεί και όταν παντρεύτηκα πήγα στην Αυστραλία όπου γέννησα τα τρία παιδιά μου, δύο αγόρια και μια κόρη. Εκεί μείναμε περίπου έξι χρόνια, επιστρέψαμε στην Πάτρα κυρίως λόγω της νοσταλγίας για την Ελλάδα. Τα επαγγελματικά μας δεν πήγαν και τόσο καλά επιστρέφοντας. Ο σύζυγός μου -φωτογράφος στο επάγγελμα- είχε έναν εξάδελφο, διωκόμενο από τη δικτατορία, ο οποίος κρυβόταν στη Ρόδο και μας έκανε την πρόταση να έρθουμε εδώ. Οι επιλογές ήταν δύο, ή να επιστρέψουμε στην Αυστραλία ή να βρεθεί τρόπος να μείνουμε στην Ελλάδα. Στην Αυστραλία έμενε ο αδελφός μου ο οποίος ήξερε για την οικονομική μας κατάσταση, μας έστειλε 1.000 δολάρια, περίπου 30.000 δρχ για να μας στηρίξει να μετακομίσουμε είτε εκεί είτε σε κάποιο άλλο μέρος της Ελλάδας. Ηταν πολλά τα χρήματα για την εποχή εκείνη, πήραμε λοιπόν την απόφαση να έρθουμε εδώ, σε ένα νησί που μόνο στο χάρτη είχα δει, πριν από περίπου 50 χρόνια.
Αρα η διαδρομή ζωής είναι Πάτρα, Αυστραλία, Πάτρα, Ρόδο.
Πριν παντρευτώ είχα επισκεφθεί την Ιταλία, όπου έμενε μια αδελφή μου με τον Ιταλό σύζυγό της. Γράφτηκα σε μια σχολή εκεί, έμαθα τη γλώσσα -πράγμα που δεν κατάφερα στην Αυστραλία με τα αγγλικά. Ήμουν ευπροσάρμοστη.

• Η μητέρα σας ήρθε παιδί από την Μικρά Ασία ωστόσο μέσα στην οικογένεια φαντάζομαι θα ακούγατε ιστορίες για την περίοδο της ακμής αλλά και για τον διωγμό.
Βεβαίως, από τις αδελφές της μητέρας μου που ήταν μεγαλύτερες σε ηλικία αλλά και από τη γιαγιά μου. Όμως όταν μεγάλωσα διάβασα και εγώ η ίδια πάρα πολλά βιβλία. Όταν αυτοί οι άνθρωποι ήρθαν στην Ελλάδα, βρήκαν έχθρα μεγάλη. Τους αντιμετώπισαν με τον χειρότερο τρόπο. Και ήταν Ελληνες… Δεν ήταν άλλης καταγωγής όπως οι μετανάστες που έρχονται σήμερα στην Ελλάδα, οι οποίοι βιώνουν ρατσισμό. Οι Μικρασιάτες ήταν λοιπόν Έλληνες που επέστρεψαν στην πατρίδα αλλά τους πολέμησαν πολλοί και πολύ. Ηταν διωκόμενοι στην πατρίδα τους. Στην Μικρά Ασία ήταν Ελληνες και στην Ελλάδα Τούρκοι. Τουρκόσπορους τούς αποκαλούσαν. Τις γυναίκες τις αποκαλούσαν οι ντόπιες υποτιμητικά «παστρικιές», ότι επειδή ήταν πολύ καθαρές πήγαιναν κι έκαναν άλλα πράγματα, αλλά αυτό δεν ίσχυε. Οι Μικρασιάτισσες ήταν αρχοντογυναίκες, ήταν όμορφες, καλλιεργημένες. Μάθαιναν ξένες γλώσσες, πιάνο… Την Σμύρνη την αποκαλούσαν «Μικρό Παρίσι». Αυτές οι γυναίκες, ήρθαν στην Ελλάδα όπου λοιδορήθηκαν ανελέητα, έγιναν παραδουλεύτρες στις Ελληνίδες. Η «νενέ» μου, όπως αποκαλούσα τη γιαγιά μου της οποίας φέρω και το όνομα, είχε υπηρέτριες στο σπίτι της, κι όταν ήρθε εδώ για να ζήσει την οικογένειά της -επειδή ήταν και χήρα- έγινε παραδουλεύτρα, πήγαινε σε σπίτια και καθάριζε. Είχε ένα μικρό κατσαρολάκι όπου μέσα τής έβαζαν φασόλια για πληρωμή και πήγαινε στο σπίτι να ταΐσει τα παιδιά της. Μετά βρήκε δουλειά στο ορφανοτροφείο. Η «νενέ» μου ήταν πολύ πικραμένη γυναίκα. Φεύγοντας, πήρε μαζί της τα πέντε κορίτσια, κι έμεινε πίσω ο γιος της, ένα παλικάρι 18 χρονών ζωντανό κι ένας αδελφός της. Δεν τους ξαναείδε ποτέ. Σε εκείνον τον κακό χαμό του διωγμού, είχε χαθεί μέσα σε αυτή την ταραχή και την πολυκοσμία η μάνα μου, που ήταν τότε τριών χρονών.
Εψαχναν λοιπόν να βρουν το μωρό και λέει της γιαγιάς μου «μαμά μην στενοχωριέσαι, πάω να βρω το μωρό» κι έφυγε με το άλογο. Ηταν η τελευταία φορά που τον είδε. Η μητέρα μου βρέθηκε τελικά από άλλους, αλλά ο θείος μου δεν ξαναγύρισε, δεν έμαθε ποτέ τι απέγινε κι αυτός ήταν ο μεγάλος της καημός. Πότε θα ξαναγυρίσει στην πατρίδα και πότε θα ξαναδεί τον γιο της. Γενίτσαρο τον έκαναν ή τον σκότωσαν, δεν έμαθε ποτέ κανείς. Εψαξαν τότε και μέσω του Ερυθρού Σταυρού αλλά χωρίς αποτέλεσμα.


• Βασανισμένοι άνθρωποι.
Ναι, πολύ… Κουβαλούσαν πολλές πληγές, ταλαιπωρήθηκαν και στην Σμύρνη και στην πατρίδα τους. Στη Μικρά Ασία άκμασε ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός από τους Ίωνες, όπως στη Μίλητο, στην Έφεσο της Ιωνίας. Οι άνθρωποι αυτοί ερχόμενοι στην Ελλάδα, έφεραν τα γράμματα, τις τέχνες, τον πολιτισμό…

Στους δρόμους ζούσαν τις πρώτες μέρες, μετά το κράτος τούς έστησε σκηνές και μετά οι άνθρωποι αυτοί έστηναν σπίτια με πισσόχαρτα, με ξύλα…
Αργότερα μετά από χρόνια, η Πρόνοια, τούς έφτιαξε σπίτια. Βέβαια, σήμερα έχουμε την ωριμότητα να συνυπολογίσουμε ότι η Ελλάδα ήταν μια φτωχή χώρα και οι ντόπιοι φοβήθηκαν ότι θα τους πάρουμε τις δουλειές, όπως συμβαίνει και σήμερα με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες…
• Το «στίγμα» του πρόσφυγα, πότε έφυγε από αυτή τη γενιά;
Δεν έφυγε. Εμένα ήταν η γιαγιά μου με τη μητέρα μου που ήρθαν από την Σμύρνη, εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Πάτρα. Κι όμως με ακολουθούσε το στίγμα του πρόσφυγα. Οι γονείς του συζύγου μου δεν με αποδέχθηκαν ποτέ, ντρέπονταν για ‘μένα, επειδή ήμουν πρόσφυγας και αυτό έγινε 40 χρόνια μετά την άφιξη της γιαγιάς μου από την Σμύρνη! Είχαμε κόμπλεξ να πούμε ότι ζούσαμε στα «προσφυγικά» σπίτια, παρότι είχαν περάσει τόσα χρόνια και παρότι ήμασταν Ελληνες!
• Είναι αυτές οι καταβολές και η «κληρονομιά» που σας έχουν εμφυσήσει την αλληλεγγύη, την οποία κάνετε πράξη στην καθημερινότητά σας;
Ναι, βεβαίως. Εμείς, μεγαλώσαμε μέσα στη φτώχεια, μέσα στην έχθρα ως παιδιά προσφύγων. Και μόλις αυτοί οι άνθρωποι μετά από κάποια χρόνια πήγαν να σταθούν στα πόδια τους, ήρθε ο πόλεμος του ’40. Δεν ανάσαναν οι άνθρωποι αυτοί. Εμείς ως παιδιά, μεγαλώσαμε μέσα στη φτώχεια.
Η μαμά μου, μεγάλωσε μέσα σε ορφανοτροφείο επειδή η μαμά της ερχόμενη εδώ έτυχε να βρει εκεί δουλειά ως μαγείρισσα. Κι επειδή η μητέρα μου ήταν μικρή τής επέτρεψαν να την πάρει μαζί της, μέχρι που έγινε 17 χρονών. Εβγαλε το σχολείο και στα 17 της παντρεύτηκε τον πατέρα μου. Υστερα ήρθαμε εμείς… Εγώ, που έχω ζήσει την φτώχεια, δεν κακίζω τον πεινασμένο που ψάχνει τρόπο να ταΐσει την οικογένειά του. Η ιστορία επαναλαμβάνεται και όχι μόνο στην Ελλάδα. Να θυμηθούμε τον Γιάννη Αγιάννη, ο οποίος κλέβει ένα καρβέλι ψωμί για να φάει και πλήρωσε το αδίκημά του με φυλάκιση κι αυτό του κόστισε την ένταξή του στην κοινωνία; Να θυμηθούμε τους πολέμους; Ολοι αγαπάνε την πατρίδα τους και θέλουν να μείνουν εκεί, δεν αγαπάμε μόνο εμείς τη δική μας. Όμως οι πολιτικές του κόσμου, ειδικά της Δύσης, ανοίγουν πολέμους για τα δικά τους συμφέροντα αναγκάζοντας τους λαούς να μεταναστεύουν και τα αποτελέσματα τα βλέπουμε μέχρι και σήμερα. Οι άνθρωποι πνίγονται στο Αιγαίο, όχι από επιλογή αλλά από ανάγκη…


• Γνωρίζω ότι στηρίζετε ανθρώπους που έχουν ανάγκη.
Στηρίζω τους αδύναμους ανθρώπους, είτε είναι πρόσφυγας, είτε μετανάστης, είτε ντόπιος. Ο κάθε άνθρωπος έχει τη δική του ιστορία. Υπάρχει αδικία στην κοινωνία μας, στον κόσμο γενικά. Βεβαίως υπάρχουν και περιπτώσεις που οι ευθύνες βαραίνουν τους ίδιους για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται, αλλά όχι όλους. Και εκείνους που δεν ευθύνονται και υφίστανται αδικία, πρέπει να τους βοηθούμε. Όταν εντοπίσω άνθρωπο που χρειάζεται βοήθεια δεν αδιαφορώ.
• Στηρίζετε και τα αδέσποτα ζωάκια.
Ναι… Η ζωή μου είναι μοναχική αλλά δεν αισθάνομαι μοναξιά, έχω κοντά μου τα παιδιά μου τα οποία βεβαίως έχουν τις δικές τους οικογένειες και υποχρεώσεις αλλά μόνη δεν είμαι. Είμαι μια μεγάλη γυναίκα, έχω τέσσερα ζωάκια στο σπίτι. Το πρωί που θα σηκωθώ, θα ετοιμάσω φαγητό και για τα αδέσποτα της γειτονιάς μου και παράλληλα στρέφω το βλέμμα μου, όπου εντοπίσω άνθρωπο που ίσως χρειάζεται βοήθεια τον προσεγγίζω.
• Και όχι μόνο, ξέρω ότι προσφέρετε φαγητό και στους ανθρώπους που μένουν στα δωμάτια που ενοικιάζετε.
Οι άνθρωποι αυτοί, συνήθως δεν έχουν οικογένεια. Ερχονται από άλλες χώρες και προσπαθούν να σταθούν στα πόδια τους. Ένα πιάτο φαγητό θα το προσφέρω, έχω αυτή την συνήθεια, αυτή τη διάθεση. Και χαίρομαι γιατί ακόμα κι αν έχουν φύγει, κάποιες κοπέλες έρχονται και με επισκέπτονται.
• Εσείς ζήσατε και την προσφυγιά και την μετανάστευση.
Ναι, αλλά από την μετανάστευση δεν έχω καμία πίκρα, στην Αυστραλία δεν με αντιμετώπισαν ως ξένο μέλος. Ως ξένο μέλος με αντιμετώπισαν στην Ελλάδα όμως, παρότι εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα εδώ.
• Με την εμπειρία που έχετε σήμερα, ποια περίοδος θα λέγατε ότι είναι δυσκολότερη;
Κοιτάξτε, αν τα συγκρίνουμε, οι μεγάλοι άνθρωποι την εποχή εκείνη υπέφεραν αλλά δεν το καταλάβαιναν διότι δεν έβλεπαν τον πλούσιο δίπλα τους για να κάνουν σύγκριση. Τα παιδιά μεγάλωσαν μέσα στη στέρηση, τα παπούτσια μας είχαν τρύπες, μέχρι να πάμε στο σχολείο γέμιζαν νερά. Τα φορεματάκια μας λεπτά, μελάνιαζαν τα πόδια μας από το κρύο, δεν έφταναν τα σοσονάκια να μας ζεστάνουν. Γυρνούσαμε στο σπίτι μας για να φάμε ντοματόσουπα, πατάτες γιαχνί, τέτοια φαγητά. Δεν είχαμε ρούχα να σκεπαστούμε το βράδυ. Οι άνθρωποι τότε όμως δεν είχαν ΔΕΗ, δεν είχαν τηλέφωνα, δεν είχαν ΕΝΦΙΑ… Παρά τη φτώχεια τους γέλαγαν με την ψυχή τους, τραγουδούσαν, μέσα στα δωματιάκια που ζούσαν έκαναν πάρτι, κι εμείς τα μικρά χαιρόμασταν. Ζούσαν χαρές μέσα στα σπίτια τους που σήμερα δεν υπάρχουν…
Σήμερα, η γενιά η δική σας και των παιδιών σας, τα έχετε όλα σε ό,τι αφορά τα υλικά αγαθά. Όμως τα νέα παιδιά δεν τα θεωρώ προνομιούχα γιατί δεν έπαιξαν στις αλάνες, δεν έτρεξαν στους δρόμους, είναι κλεισμένα μέσα στα σπίτια. Δεν μεγαλώνουν χαρούμενα τα παιδιά, για να μη μιλήσουμε για τους κινδύνους που παραμονεύουν. Είναι σκληρός ο κόσμος σήμερα. Αυτό που σώζει σήμερα τις οικογένειες στην Ελλάδα, είναι η ενότητα και η αγάπη. Εγώ έχω αφήσει ευχή και κατάρα στα παιδιά μου, να μην τσακωθούν ποτέ.

• Τι θα έκανε καλύτερο το 2022;
Τα έτη τα αλλάζουμε εμείς για τυπικούς λόγους, η ζωή συνεχίζεται. Τι διαφοροποιεί την Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου, από το Σάββατο 1 Ιανουαρίου; Πώς θα αλλάξει η κατάσταση αν εμείς, η κοινωνία, οι άνθρωποι, δεν βάλουμε ένα χέρι ο καθένας με τον τρόπο που μπορεί για να γίνει καλύτερη; Οι αλλαγές δεν γίνονται από τους πολιτικούς, γίνονται από τους ανθρώπους. Το διάβασμα είναι μεγάλη υπόθεση, αρκεί να έχεις διάθεση να μάθεις και να ενεργοποιηθείς. Μας λείπει η διάθεση να ενεργοποιηθούμε και η ενσυναίσθηση. Αυτά είναι που θα αλλάξουν ένα έτος και όχι το έτος εμάς.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου