Την ανάγκη να υπάρξει αλλαγή της οικονομικής πολιτικής που θα δίνει έμφαση στην ανάπτυξη, μέσω των επενδύσεων και των μεταρρυθμίσεων, επεσήμανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Συνομιλώντας με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Αντόνιο Ταγιάνι και τον υποψήφιο του ΕΛΚ για την προεδρία της ΕΕ Μάνφρεντ Βέμπερ, κατά τη σύνοδο του Προεδρείου του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ), που πραγματοποιείται στην Αθήνα, ο κ. Μητσοτάκης υπογράμμισε πως είναι πολύ σημαντικό να σπάσουν τα στερεότυπα πως οι χώρες του νότου δεν μπορούν να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις.
Αναφερόμενος στο θέμα της ανεργίας, ο κ. Μητσοτάκης τόνισε ότι το ΕΛΚ έχει ξεκάθαρη απάντηση στο ζήτημα και αυτή είναι η ανάπτυξη που θα φέρουν οι επενδύσεις.
“Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, έχουμε μια κυβέρνηση προερχόμενη από την Αριστερά, η οποία ισχυρίζεται ότι μπορείς να υπερφορολογείς την παραγωγική μεσαία τάξη, να δημιουργείς τεράστια πλεονάσματα και να ανακυκλώνεις στη συνέχεια αυτά τα πλεονάσματα με χριστουγεννιάτικα δωράκια για να κρατάς την εκλογική σου πελατεία ευχαριστημένη. Εμείς λέμε ότι δεν είναι αυτή η σωστή προσέγγιση για να αναπτυχθεί μια οικονομία” είπε ο κ. Μητσοτάκης και πρόσθεσε: “Εμείς τους λέμε ότι ο καλύτερος μηχανισμός καταπολέμησης της φτώχειας είναι η δημιουργία θέσεων εργασίας, όχι η διανομή επιδομάτων που τους βοηθούν ίσα ίσα να επιβιώσουν, αλλά ταυτόχρονα δημιουργούν σχέσεις πολιτικής πατρωνίας, η οποία δυστυχώς έχει μεγάλη παράδοση στην Ελλάδα”.
Ο πρόεδρος της ΝΔ υπογράμμισε ότι η ανάπτυξη μπορεί να γίνει μέσω επενδύσεων: “Δεν χρειαζόμαστε μία ανάπτυξη η οποία να τροφοδοτείται από την πιστωτική επέκταση και από την κατανάλωση. Γνωρίζουμε ότι, σε ό,τι αφορά το μερίδιο των επενδύσεων στο ΑΕΠ μας χωρίζει ένα τεράστιο χάσμα από τον μέσο όρο της ΕΕ. Έχουμε, όμως, όπως και το ΕΛΚ, τη σωστή στρατηγική σε ό,τι αφορά τη φορολογική μεταρρύθμιση, τη μείωση της γραφειοκρατίας και των διοικητικών εμποδίων. Έχουμε τη σωστή στρατηγική για την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών μηχανισμών χρηματοδότησης με αποτελεσματικό τρόπο, προκειμένου να εκμεταλλευτούμε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα κάθε χώρας”.
Σχετικά με το προσφυγικό, τόνισε μεταξύ άλλων: “Μια προοδευτική στρατηγική σχετικά με την Αφρική πάει πακέτο με την αποτελεσματική προστασία των συνόρων μας. Αυτή απαιτεί αυξημένους πόρους, και εμείς ασκούμε πιέσεις προς αυτή την κατεύθυνση σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Χρειάζεται καλύτερη κατανομή των βαρών με τους βόρειους γείτονές μας, οι οποίοι, ορισμένοι τουλάχιστον, στο παρελθόν ήταν μάλλον ευχαριστημένοι με την ιδέα να αφήσουν τις μεθοριακές χώρες της Μεσογείου να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα μόνες τους. Κάτι που είναι άδικο και επίσης αντιστρατεύεται ευθέως την ιδέα της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης”.
Επίσης, σημείωσε: “Συμφωνώ πλήρως με την πρόταση για ενίσχυση των δυνάμεων φύλαξης των συνόρων αλλά θα πρέπει να σημειωθεί πρόοδος και σε ό,τι αφορά την κοινή πολιτική ασύλου. Διότι τώρα αντιμετωπίζουμε μεγάλες δυσκολίες σε ό,τι αφορά την εξεύρεση ενός κοινού τόπου σε ζητήματα που αφορούν τις πολιτικές ασύλου…. Η Ελλάδα έχει υιοθετήσει εξαιρετικά χρονοβόρες διαδικασίες για την εξέταση των αιτημάτων ασύλου. Η νομοθεσία είναι εξαιρετικά περίπλοκη και προκαλεί μεγάλες καθυστερήσεις, πράγμα που σημαίνει πρακτικά ότι όποιος κάνει αίτηση για άσυλο θα πρέπει να περιμένει περισσότερο από δύο χρόνια για να λάβει οριστική απάντηση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον δεν έχουμε επιστροφές μεταναστών προς την Τουρκία. Επειδή οι αποφάσεις εκκρεμούν λόγω αυτής της μακράς διαδικασίας, προτείνουμε -μέχρι να διαμορφώσουμε μία κοινή ευρωπαϊκή πολιτική ασύλου- να αλλάξουμε την ασκούμενη εσωτερική πολιτική”.