Με δάνεια υπό αναστολή ύψους περίπου 6 δισ. ευρώ, ο κλάδος των ξενοδοχείων και της εστίασης αναδεικνύεται ο μεγάλος ασθενής της πανδημικής κρίσης, όσο το πρόγραμμα εμβολιασμού καθυστερεί και η ορατότητα για την έξοδο από την κρίση είναι ακόμη θολή. Τα ξενοδοχεία και η εστίαση είναι οι τομείς που έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση, καθώς βρίσκονται σε μόνιμο και οριζόντιο lockdown επί μήνες, συγκεντρώνοντας το μεγαλύτερο ποσοστό των αναστολών που έχουν εφαρμόσει μέχρι σήμερα οι τράπεζες και το οποίο φτάνει το 33%.
Στον προβληματισμό για την ικανότητα της εστίασης να αντέξει το παρατεταμένο lockdown στην οικονομία θα πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι ο κλάδος συγκεντρώνει ούτως ή άλλως ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά κόκκινων δανείων που σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ φθάνει το 54,3%. Μοναδική αχτίδα φωτός τόσο για τους ισολογισμούς των τραπεζών όσο και για τον ίδιο τον κλάδο είναι το γεγονός ότι, σε απόλυτα νούμερα, ο δανεισμός του είναι χαμηλός αφού πρόκειται κατά κανόνα για πολύ μικρές επιχειρήσεις αυτοαπασχολουμένων ή με περιορισμένο αριθμό εργαζομένων, που δεν έχουν υψηλά δάνεια. Χαμηλότερο αλλά υψηλό σε σχέση με τη δυναμική του τομέα τα προηγούμενα χρόνια είναι και το ποσοστό των κόκκινων δανείων του ξενοδοχειακού κλάδου, που φτάνει το 22,4%, δημιουργώντας προβληματισμό για τη βιωσιμότητα αρκετών επιχειρήσεων εάν το καλοκαίρι δεν υπάρξει αντιστροφή της κατάστασης σε ό,τι αφορά την εξέλιξη της πανδημίας.
Το λιανεμπόριο
Δυσοίωνη είναι και η εικόνα του εμπορίου, που έχει ήδη υψηλό ποσοστό κόκκινων δανείων, το οποίο ανέρχεται στο 37,3% του δανεισμού τους. Με δεδομένο μάλιστα ότι, σε αντίθεση με την εστίαση και τον τουρισμό, ο κλάδος του εμπορίου έχει υψηλή έκθεση στον τραπεζικό δανεισμό, το ποσοστό των ήδη μη εξυπηρετούμενων δανείων μεταφράζεται σε 8 δισ. ευρώ κόκκινα δάνεια, χωρίς σε αυτά να προστίθενται τα νέα κόκκινα δάνεια που θα αφήσει πίσω της η κρίση λόγω πανδημίας. Ο κλάδος της μεταποίησης, τέλος, η δραστηριότητα του οποίου έχει πληγεί επίσης σημαντικά, ακολουθεί σε ό,τι αφορά το ύψος των ήδη μη εξυπηρετούμενων οφειλών, που αντιπροσωπεύουν το 29% του υφιστάμενου δανεισμού του, με σημαντικές διαφοροποιήσεις ανά κατηγορία βιομηχανικής δραστηριότητας.
Με δεδομένο ότι η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων έχει ήδη ενταχθεί σε προγράμματα αναστολών, τόσο οι ίδιες όσο και οι τράπεζες εναποθέτουν μεγάλο μέρος των προσδοκιών τους για την ομαλή μετάβαση στην κανονικότητα στο πρόγραμμα «Γέφυρα II», που θα επιδοτεί τις δόσεις των επιχειρηματικών δανείων για 9 μήνες και θα λειτουργήσει συμπληρωματικά στα προγράμματα μειωμένης δόσης που θα εφαρμόσουν οι τράπεζες. Το πρόγραμμα αποτελεί αντικείμενο εντατικών διαβουλεύσεων με τους θεσμούς, για τον καθορισμό των κριτηρίων με βάση τα οποία θα ενταχθούν οι επιχειρήσεις και, σύμφωνα με πληροφορίες, εκτός επιδότησης θα βρεθούν οι πολύ μεγάλες επιχειρήσεις.
Στόχος του υπουργείου Οικονομικών είναι, εκτός από τις μικρές επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολουμένους, να ανοίξει τη βεντάλια της επιδότησης και για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, δηλαδή αυτές που με βάση τον κοινοτικό ορισμό έχουν τζίρο έως 50 εκατ. ευρώ και αριθμό εργαζομένων έως 250 άτομα. Αφετηρία για το ελληνικό αίτημα αποτελεί και η αύξηση του ορίου των κρατικών ενισχύσεων στο 1,6 εκατ. ευρώ από 800.000 ευρώ που εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρόσφατα. Ο διπλασιασμός του ορίου επιτρέπει ουσιαστικά την αύξηση των επιχειρήσεων που μπορούν να επωφεληθούν και ανοίγει τον δρόμο για την ένταξη στο πρόγραμμα και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων οι οποίες κινδύνευαν να μείνουν εκτός του προγράμματος, λόγω της αυξημένης συσσώρευσης κρατικών ενισχύσεων μέσω των προγραμμάτων στήριξης που έχουν εφαρμοστεί μέχρι σήμερα.
Βασική προϋπόθεση για την ένταξη στο «Γέφυρα ΙΙ», με βάση τις μέχρι σήμερα συζητήσεις, είναι η επιχείρηση να έχει υποστεί μείωση του τζίρου της κατά 20% τουλάχιστον, ενώ στα κριτήρια που θα τεθούν είναι και το ύψος της οφειλής προς την τράπεζα, με δεδομένους και τους δημοσιονομικούς περιορισμούς. Επίσης, εκτός από τα δάνεια που μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης ήταν εξυπηρετούμενα, το υπουργείο Οικονομικών και οι τράπεζες επιδιώκουν να εντάξουν στο πρόγραμμα και όσες επιχειρήσεις είχαν δάνεια σε καθυστέρηση. Στόχος είναι να δώσουν κίνητρο στις επιχειρήσεις αυτές να ρυθμίσουν τις οφειλές του, επωφελούμενες από την επιδότηση του Δημοσίου.
Ανοικτό είναι εάν στο πρόγραμμα θα ενταχθούν και οι επιχειρήσεις τα δάνεια των οποίων έχουν καταγγελθεί από τις τράπεζες, πρόταση που στηρίζεται από το τραπεζικό σύστημα και τις εταιρείες διαχείρισης, σε μια προσπάθεια να αναβιώσουν και παλαιότερες οφειλές. Προϋπόθεση, σύμφωνα με τους θεσμούς, είναι οι επιχειρήσεις αυτές να μην είναι προβληματικές και να μπορούν να καταστούν βιώσιμες μέσω της ρύθμισης των οφειλών τους, όρος που θα ισχύσει οριζόντια για όλες τις επιχειρήσεις που θα βγουν από το μορατόριουμ και θα ενταχθούν στο πρόγραμμα.
Εως τις 31 Μαρτίου αιτήσεις για «πάγωμα» των δόσεων
Ανοικτό μέχρι τις 31 Μαρτίου παραμένει το παράθυρο ευκαιρίας για όσες επιχειρήσεις και νοικοκυριά δεν έχουν ενταχθεί μέχρι σήμερα σε μορατόριουμ και δεν έχουν κάνει χρήση της δυνατότητας αναστολής των δόσεων των δανείων τους. Το παράθυρο που έχει ανοίξει η Ευρωπαϊκή Αρχή για τις Τράπεζες (European Banking Authority) επιτρέπει την υποβολή αιτήσεων για νέα μορατόρια έως τα τέλη Μαρτίου, με την προϋπόθεση ότι η ανώτατη διάρκεια της αναστολής των δόσεων δεν θα ξεπερνά τους 9 μήνες συνολικά. Με δεδομένο ότι τόσο οι επιχειρήσεις όσο και τα νοικοκυριά που έχουν πληγεί από την κρίση έχουν ήδη λάβει αναστολή στις πληρωμές των οφειλών τους, τα στοιχεία από τις τράπεζες δείχνουν ότι οι νέες εντάξεις είναι περιορισμένες. Ετσι η πλειονότητα όσων έχουν πάρει αναστολή έχει ήδη αρχίσει να βγαίνει από τα μορατόρια ή πρόκειται να βγει σταδιακά έως και το τέλος του πρώτου τριμήνου.
Τα στοιχεία του υπουργείο Οικονομικών ανεβάζουν τα δάνεια υπό αναστολή σε 405.473 και την αξία αυτών των δανείων σε 28,4 δισ. ευρώ. Η διαφορά οφείλεται στο γεγονός ότι τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών περιλαμβάνουν και τα μορατόρια που έχουν δοθεί από τις εταιρείες διαχείρισης κόκκινων δανείων.
Η ανάλυση των στοιχείων της ΤτΕ σε ό,τι αφορά το είδος του χρέους που είναι σε καθεστώς μορατόριουμ δείχνει ότι σημαντικό ποσοστό αναστολών έχει δοθεί σε ιδιώτες και συγκεκριμένα για οφειλές από στεγαστικά δάνεια.
Πρόκειται για δάνεια αξίας 7,5 δισ. ευρώ, ενώ άλλο 1,2 δισ. ευρώ είναι τα καταναλωτικά δάνεια που έχουν μπει από τον περασμένο Μάρτιο σε αναστολή. Τα δάνεια αυτά εξυπηρετούνταν κανονικά πριν ξεσπάσει η κρίση και μετά τη λήξη της αναστολής έχουν ήδη «ξεπαγώσει» μέσω του προγράμματος «Γέφυρα Ι» που επιδοτεί τις δόσεις των στεγαστικών δανείων για 9 μήνες.
Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, η αξία των 160.440 δανείων που έχει ενταχθεί στo «Γέφυρα Ι» ανέρχεται στα 8,5 δισ. ευρώ και αποτελεί πάνω από το ένα τέταρτο των εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων στο τραπεζικό σύστημα. Σύμφωνα με την ανάλυση της ΤτΕ, από τα 18,4 δισ. ευρώ που έχουν αναστείλει οι τράπεζες, τα 8 δισ. ευρώ είναι οφειλές από επιχειρηματικά, ενώ άλλο 1,2 δισ. ευρώ είναι οφειλές ελεύθερων επαγγελματιών και ατομικών επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν «παγώσει» λόγω COVID-19.
Πηγή: kathimerini.gr